Από σήμερα η Τουρκία μετατρέπεται επισήμως σε Προεδρική Δημοκρατία. Ο επανεκλεγείς πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αποκτά μεγαλύτερες εξουσίες από όλους τους προκατόχους του στη σύγχρονη Τουρκία.
Μόλις 13 χρόνια έχουν περάσει από τότε που το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) του Ερντογάν δρομολογούσε τις διαπραγματεύσεις για την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε με τη στήριξη της κοινής γνώμης. Την εποχή εκείνη φαινόταν ότι εδραιώνονται στην Τουρκία η δημοκρατία, η ελευθερία της γνώμης και η κοινωνική συμφιλίωση. Κι όμως σήμερα, η Τουρκία παραχωρεί υπερεξουσίες σε έναν πρόεδρο, ο οποίος τα τελευταία χρόνια φαίνεται να ακολουθεί μία πολιτική ατζέντα όλο και πιο ισλαμιστική, εθνικιστική, αυταρχική. Από τη στιγμή που δεν θα είναι υπόλογος απέναντι στο Κοινοβούλιο, ο Ερντογάν θα έχει πλέον τον απόλυτο έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας. Θα ελέγχει όμως και τη δικαστική εξουσία, καθώς αποκτά το δικαίωμα να ορίζει ο ίδιος τους ανώτατους δικαστές.
Ο ίδιος απορρίπτει την κριτική και υποστηρίζει ότι προεδρική δημοκρατία έχουν και άλλες χώρες, όπως η Γαλλία και οι ΗΠΑ. Όπως επισημαίνει ο Ερσίν Καλασίογλου, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο πανεπιστήμιο Σαμπάντσι της Κωνσταντινούπολης «δεν έχει γίνει συζήτηση μαζί μας για το νέο πολιτειακό σύστημα, παρά μόνο σε πολύ γενικές γραμμές, οπότε λεπτομέρειες δεν γνωρίζουν ούτε η κοινή γνώμη, ούτε η επιστημονική κοινότητα. Ασφαλώς υπάρχουν διαφορές με άλλες χώρες, για παράδειγμα στις ΗΠΑ ο πρόεδρος δεν μπορεί να διαλύσει το Κογκρέσσο και να προκηρύξει εκλογές, ενώ στη Γαλλία τα μέλη του Συνταγματικού Δικαστηρίου ορίζονται από το Κοινοβούλιο».
Αμέτοχη η «κοινωνία των πολιτών»
Ο Ερσίν Καλασίογλου επισημαίνει τα στοιχεία αυταρχισμού στο νέο πολιτειακό σύστημα της Τουρκίας. «Τόσο στο αμερικανικό, όσο και στο γαλλικό σύστημα πρωταρχικό ρόλο διαδραματίζει η κοινωνία των πολιτών. Κάτι τέτοιο σε μας δεν υπάρχει. Μία άλλη εξέλιξη είναι ότι εφεξής ο Ερντογάν θα ελέγχει τη νομοθετική εξουσία κυβερνώντας με προεδρικά διατάγματα, κάτι που μέχρι σήμερα δεν μπορούσε, παρά μόνο επικαλούμενος την κατάσταση έκτακτης ανάγκης που ακόμη ισχύει στην Τουρκία». Παρόμοια άποψη εκφράζει ο πολιτικός επιστήμων Ντογκού Εργκίλ, επισημαίνοντας ότι «ουσιαστικά καταργούνται η διάκριση των εξουσιών και η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, στοιχεία ιδιαίτερα σημαντικά σε μία δημοκρατία».
Ένα κρίσιμο ερώτημα είναι αν το πολιτικό θερμόμετρο στην Τουρκία ανεβαίνει ακόμη περισσότερο λόγω της συμμαχίας του Ερντογάν με το εθνικιστικό κόμμα MHP του Ντεβλέτ Μπαχτσελί, το οποίο του εξασφαλίζει κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Πολλοί φοβούνται ότι η σκληρή στάση του MHP σε μία σειρά ζητημάτων θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο εθνικιστικές αντιλήψεις, δυσχεραίνοντας τόσο την επίλυση του κουρδικού ζητήματος, όσο και την προσέγγιση με την ΕΕ. Ήδη από το 1999 η Άγκυρα είχε υποβάλει αίτηση ένταξης.
Οι σχετικές διαπραγματεύσεις άρχισαν στις 3 Οκτωβρίου 2005, αλλά μέχρι σήμερα δεν σημειώνουν θεαματική πρόοδο και ουσιαστικά έχουν παγώσει εδώ και δύο χρόνια, μετά την επιβολή “κατάστασης έκτακτης ανάγκης” στην Τουρκία. Μιλώντας στην Deutsche Welle η Κάτι Πίρι, εισηγήτρια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την Τουρκία, ζητεί μάλιστα την επίσημη αναστολή των διαπραγματεύσεων.
Ένταση με τις ΗΠΑ
Παράλληλα, κρίσιμη περίοδο διέρχονται και οι σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ. Και αυτό για πολλούς λόγους: Ο Φετουλάχ Γκιουλέν, τον οποίο ο Ερντογάν θεωρεί υποκινητή της απόπειρας πραξικοπήματος το 2016, εξακολουθεί να ζει ανενόχλητος στις ΗΠΑ. Οι Αμερικανοί συνεχίζουν να συνεργάζονται με την κουρδική οργάνωση Μονάδες Προστασίας του Λαού (YPG) στη Συρία, παρά τις τουρκικές ενστάσεις. Και επιπλέον η Άγκυρα θέλει να αγοράσει ρωσικούς πυραύλους S-400, παρά τις αντιρρήσεις του ΝΑΤΟ.
«Σύμφωνα με πρόσφατες δημοσκοπήσεις, οι ΗΠΑ είναι λιγότερο δημοφιλείς από το Ιράν στην Τουρκία», σημειώνει ο πολιτικός επιστήμων Ντογκού Εργκίλ. «Στην τουρκική κοινωνία εξαπλώνεται μία νοοτροπία εχθρική απέναντι στις ΗΠΑ και την Ε.Ε, ανεξάρτητα από την πολιτική Ερντογάν», συμπληρώνει.