«Ποιο είναι το πραγματικό πρόβλημα της Eldorado Gold;», διερωτάται σε ενημερωτικό του σημείωμα το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ενώ τονίζει ότι θα συνεχίσει να πράττει εντός του πλαισίου των νόμων και των δικαστικών αποφάσεων, πάντα με γνώμονα την προστασία του περιβάλλοντος και του δημοσίου συμφέροντος.
«Μήπως, τελικά, είναι οι γενικότερες οικονομικές εξελίξεις και η πορεία των τιμών των μετάλλων, που καθορίζει τη στάση της; Κι αν είναι έτσι, γιατί μετατρέπει ένα οικονομικό ζήτημα σε πολιτικό; Μήπως γιατί στο νέο οικονομικό περιβάλλον που διαμορφώνεται θεωρεί ασύμφορη μία επένδυση που πλέον γνωρίζει ότι ελέγχεται αυστηρά με γνώμονα την πιστή τήρηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και ότι πλέον δεν έχει τη δυνατότητα να σχεδιάζει μία εκμετάλλευση με τους σκανδαλώδεις όρους εύνοιας που τις επιφύλαξαν μέχρι πρότινος οι ελληνικές κυβερνήσεις;», αναφέρει το υπουργείο.
Το υπουργείο τονίζει επίσης ότι «έτσι είχαν συνηθίσει την εταιρεία», σημειώνοντας ότι «χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πως αντιμετωπίζουν το ζήτημα η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ είναι η προκλητική και απαράδεκτη πρόβλεψη στη σύμβαση με την εταιρεία» ότι «η Αγοράστρια δεν έχει καμία υποχρέωση και ευθύνη για την προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος εν γένει ή απορρέουσα από τον Μεταλλευτικό κώδικα, τον Κ.Μ.Λ.Ε., την Κ.Υ.Α. περιβαλλοντολογικών όρων, τις εγκρίσεις τεχνικών μελετών και τις λοιπές εν γένει διοικητικές πράξεις, εγκρίσεις ή άδειες, μετά από την αναστροφή της πώλησης, σύμφωνα με το άρθρο 4 της παρούσας».
Αυτό, συνεχίζει το υπουργείο, σημαίνει ότι, εάν η εταιρεία αποχωρήσει για οποιοδήποτε λόγο, δεν υποχρεούται να δαπανήσει ούτε ένα ευρώ για την αποκατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος, όπως ισχύει για όλες τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη χώρα.
Κάνει επίσης λόγο για ερωτηματικά που προκαλούνται «από τη διαπιστωμένη πρακτική της κυβέρνησης Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ, να διατηρεί καταχωνιασμένα στα υπουργικά συρτάρια τα πορίσματα της αρμόδιας Επιθεώρησης, για σωρεία παραβάσεων από την πλευρά της εταιρείας, στις εκμεταλλεύσεις της» και διερωτάται «γιατί οι έλεγχοι και τα αποτελέσματα, για μια περίοδο περίπου 3 ετών, έμειναν στο σκοτάδι;».
Σύμφωνα με το υπουργείο, η τελευταία απόφαση του ΣτΕ, αναφορικά με την υπουργική απόφαση του περασμένου Αυγούστου για τη μερική παύση των εργασιών που εμπλέκονται με το έργο στις Σκουριές, δεν έχει καμία σχέση με τις αιτιάσεις που επικαλείται η Eldorado Gold, για να δικαιολογήσει την απόφασή της να περιορίσει σταδιακά τις δραστηριότητές της. Το υπουργείο επίσης τονίζει ότι από την απόφαση του Οκτωβρίου περί αναστολής της «απόφασης Σκουρλέτη», η εταιρεία επανεκκίνησε απρόσκοπτα τις εργασίες της στις Σκουριές και, μάλιστα, με εντατικοποιημένο ρυθμό.
Όπως τονίζει το υπουργείο, η εταιρεία υπέβαλε στις 17 Δεκεμβρίου 2015 φάκελο με τεχνικά στοιχεία, ζητώντας την αδειοδότηση του ηλεκτρομηχανολογικού εξοπλισμού του Εργοστασίου Εμπλουτισμού της Ολυμπιάδας. «Ενόσω, λοιπόν, διενεργείται η εξέταση του φακέλου από τις αρμόδιες υπηρεσίες και πολύ πριν παρέλθει η νόμιμη προθεσμία, η εταιρεία αξίωσε δημόσια την άμεση έγκρισή του, προβαίνοντας μονομερώς και χωρίς να έχει ενημερώσει το υπουργείο σε αναστολή εργασιών για τις οποίες δεν υπάρχει κανένα νομικό ή πραγματικό εμπόδιο, ανακοινώνοντας ταυτόχρονα ότι θα προχωρήσει σε απολύσεις και διαθεσιμότητες του μεγαλύτερου μέρους των εργαζομένων στο έργο», προσθέτει το υπουργείο και συμπληρώνει: «Μία τέτοια συμπεριφορά σημαίνει εκ των πραγμάτων ότι η εταιρεία αξιώνει να λαμβάνει κάθε απαιτούμενη έγκριση και άδεια, χωρίς τον αναγκαίο έλεγχο των τεχνικών δεδομένων, ενώ είναι γνωστό ότι ο υπουργός ΠΕΝ δεν έχει το δικαίωμα να αποφανθεί εκ των προτέρων για την καταλληλότητα των τεχνικών και άλλων στοιχείων που συνοδεύουν οποιαδήποτε αίτηση αδειοδότησης ή τροποποίησης τεχνικών μελετών».
Σε ό,τι αφορά την τελευταία απόφαση του ΣτΕ, αναφέρει ότι δεν εξετάστηκε επί της ουσίας το ζήτημα της εκπλήρωσης ή μη του όρου περί επιτόπιας ημιβιομηχανικής δοκιμής, αλλά η Ολομέλεια του ΣτΕ θεώρησε ότι δεσμεύεται από τις σχετικές κρίσεις του Ε’ Τμήματος (αναφορικά με υπουργική απόφαση του περασμένου Απριλίου) με την οποία είχε αναπεμφθεί η υπόθεση στη Διοίκηση για νέα κρίση. «Υπήρξε, δηλαδή, παραπομπή σε – και δέσμευση από- προηγούμενη απόφαση» συμπληρώνει το υπουργείο.
«Είναι σκόπιμο να παρατηρηθεί – επειδή σκοπίμως αποσιωπάται- ότι η πρόβλεψη για την εκτέλεση “προγράμματος δοκιμών σε κατάλληλη ημιβιομηχανική μονάδα επί τόπου του έργου”, ώστε να αποδειχθεί ο ισχυρισμός της εταιρείας ότι η μέθοδος της ακαριαίας τήξης είναι ασφαλής και εφαρμόσιμη, τέθηκε το 2012 και δεν αποτελεί αυθαίρετο εύρημα της σημερινής πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΕΝ», προσθέτει.
Καταλήγοντας, το υπουργείο Περιβάλλοντος υπογραμμίζει ότι βασική αρχή της πολιτικής ηγεσίας είναι αυτή της πρόληψης και όχι της εκ των υστέρων προσπάθειας επούλωσης ζημιών, οι οποίες μπορεί να είναι και ανεπανόρθωτες».