Οι συγκλονιστικές εικόνες ανθρώπων που βυθίζονται στο χιόνι στη βόρεια Ελλάδα, αλλά και στη Σερβία, προκάλεσαν μία νέα συζήτηση για το προσφυγικό στην Ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου αυτή την εβδομάδα. Συμπέρασμα: το μπαλάκι ευθυνών συνεχίζεται, κυρίως μεταξύ των κρατών-μελών.
Χρήματα εκταμιεύονται, αλλά συχνά δεν απορροφώνται ή δεν αξιοποιούνται εγκαίρως. Αδιαφορία, έλλειψη πολιτικής βούλησης ή συμβαίνει κάτι άλλο; Η Γερμανίδα ευρωβουλευτής Μόνικα Χόλμαιερ προσπαθεί να μην εκτοξεύει κατηγορίες κατά παντός υπευθύνου, αλλά επισημαίνει ότι κάτι πρέπει να αλλάξει. «Είναι κάτι που δεν θέλω να αποκαλέσω έλλειψη πολιτικής βούλησης, αλλά νομίζω ότι και στην Ελλάδα, και σε άλλες χώρες, υπάρχει μία έλλειψη τεχνογνωσίας για τους κατάλληλους χειρισμούς. Εδώ μπορεί να προσφέρει σημαντική βοήθεια η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHR) καθώς και η ΕΕ, αρκεί βέβαια να συμφωνούν οι εθνικές κυβερνήσεις» λέει στη Deutsche Welle.
Το ίδιο πρόβλημα επισημαίνει, σε πιο επιτακτικό τόνο, και ο Μίλτος Κύρκος, ευρωβουλευτής του Ποταμιού. «Η Ευρώπη έχει κάνει ήδη πολλά, αλλά η Ευρώπη έρχεται σε σύγκρουση με τον τρόπο που είναι φτιαγμένη. Γιατί μπορεί να εκταμιεύει χρήματα, αλλά βλέπουμε πως αυτό δεν είναι αρκετό. Γιατί υπάρχει αδυναμία των κρατών-μελών να υλοποιήσουν τα ελάχιστα», επισημαίνει.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, ο επίτροπος Χρήστος Στυλιανίδης δηλώνει στο Στρασβούργο με διπλωματικό τρόπο ότι «η ΕΕ διέθεσε αρκετά χρήματα για να βοηθήσει την Ελλάδα να αντιμετωπίσει αυτές τις πρωτόγνωρες συνθήκες», αλλά «ορισμένες αδυναμίες επί τόπου δεν επέτρεψαν να χρησιμοποιηθούν τα χρήματα αυτά με τον καλύτερο τρόπο».
Ευρωπαϊκός «μηχανισμός» για τους πρόσφυγες;
Παρά την κριτική πάντως, ο Μίλτος Κύρκος αναγνωρίζει ότι στην Ελλάδα έχει γίνει σοβαρή προσπάθεια, μόνο που αυτό δεν μεταφράζεται ακόμη σε ουσιαστικά αποτελέσματα για τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη, για παράδειγμα στη Μόρια της Λέσβου. Ποια είναι η λύση; «Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να παίρνουμε μαθήματα» λέει ο Έλληνας ευρωβουλευτής. «Σε στιγμές κρίσης τα κράτη-μέλη από μόνα τους δεν μπορούν. Το καθένα για τους δικούς του λόγους, αλλά δεν μπορούν. Πρέπει λοιπόν, εκεί που το κράτος-μέλος δεν μπορεί, να παρεμβαίνει ένας ευρωπαϊκός μηχανισμός. Το κάναμε ήδη στην ευρωπαϊκή συνοριοφυλακή και ακτοφυλακή. Γιατί να μην μπορούμε να προχωρήσουμε ακόμη περισσότερο αυτό το παράδειγμα;».
Δύσκολο το εγχείρημα βέβαια, από τη στιγμή μάλιστα που δεν έχει προχωρήσει και ένας άλλος, πιο ουσιαστικός μηχανισμός για την αναδιανομή των προσφύγων και μεταναστών σε όλα τα κράτη-μέλη. Από τους 160.000 αιτούντες άσυλο που, σύμφωνα με παλαιότερες ευρωπαϊκές αποφάσεις, έπρεπε να είχαν ήδη μετεγκατασταθεί από την Ελλάδα και την Ιταλία, τελικά μόνο το 6% μεταφέρθηκε σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Και αυτό, τη στιγμή που η συμφωνία για το μεταναστευτικό με την Τουρκία λίγο-πολύ λειτουργεί, όπως επισημαίνει η Χόλμαιερ.
«Η Τουρκία σε μεγάλο βαθμό τηρεί τη συμφωνία και μου φαίνεται ότι η μεταχείριση των προσφύγων είναι μερικές φορές καλύτερη από εκείνη των ίδιων των πολιτών της Τουρκίας, εκείνων τουλάχιστον που επικρίνουν τον κ. Ερντογάν» δηλώνει σκωπτικά και συμπληρώνει: «Αλλά όπως κι αν έχουν τα πράγματα υπάρχουν ακόμη τουλάχιστον 120.000 άνθρωποι που κατευθύνονται στην Ευρώπη από τη ̔βαλκανική οδόʼ, ενώ ιδιαίτερη πίεση αντιμετωπίζει πλέον και η Ιταλία».
«Καμπανάκι» από την προεδρία της Μάλτας
Η Μάλτα, που ασκεί την προεδρία της ΕΕ στο πρώτο εξάμηνο του 2017, υποστηρίζει ότι από την άνοιξη επίκειται νέο, μεγαλύτερο προσφυγικό κύμα προς την Ευρώπη. Επιπλέον, προειδοποιεί ότι το μοντέλο της συμφωνίας με την Τουρκία δεν μεταφέρεται εύκολα σε χώρες όπως η Λιβύη, οι οποίες δεν διαθέτουν (πλέον) οργανωμένες κρατικές δομές. Γι’ αυτό, προτείνει στις Βρυξέλλες να μη γίνεται διαπραγμάτευση μόνο τους γείτονες της ΕΕ, αλλά και με τους «γείτονες των γειτόνων», δηλαδή, σε ένα πρώτο βήμα, με τις χώρες της Αφρικής.
Αισιόδοξος, παρά ταύτα, ο επίλογος από τη Χόλμαιερ: «Νομίζω ότι μπορούμε να εξασφαλίσουμε ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης και στη Σερβία και σε άλλες χώρες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στη φιλοξενία των προσφύγων. Φυσικά δεν είναι στο χέρι μας να μην απομακρύονται οι πρόσφυγες από τους καταυλισμούς ή να μην δέχονται καν να φιλοξενηθούν εκεί, όπως είδα να συμβαίνει στη Σερβία. Αυτό που πρέπει να γίνει σε κάθε περίπτωση είναι να βρούμε αξιοπρεπείς λύσεις για τους ανηλίκους, μιλάμε για ασυνόδευτα παιδιά εννέα και δέκα χρονών. Δεν μπορεί να δημιουργούνται ανεξέλεγκτες καταστάσεις όπως παλαιότερα στην Ειδομένη ή στο Καλαί της Γαλλίας…»