Στην παραγωγική ηλικία των 40 – 59 ετών (το 61,72%) ήταν το μεγαλύτερο ποσοστό των οφειλετών που αντιμετώπισαν προβλήματα αποπληρωμής δανείων, σύμφωνα με μελέτη που πραγματοποίησε η Ένωση Εργαζομένων Καταναλωτών Ελλάδας (ΕΕΚE). Στην έρευνα καταγράφεται το προφίλ των δανειοληπτών και αποτυπώνεται η κατάσταση που επικρατεί με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Η μελέτη βασίστηκε σε στοιχεία καταναλωτών-οφειλετών που προσέφυγαν στην Ένωση Εργαζομένων Καταναλωτών Ελλάδας με σκοπό τη διευθέτηση των οφειλών τους κατά το χρονικό διάστημα 2009-2019.
Για την εξαγωγή των στατιστικών αποτελεσμάτων, χρησιμοποιήθηκαν μόνο τα στοιχεία των οφειλετών εκείνων που κινήθηκαν, υποβάλλοντας αίτηση υπαγωγής στις δικαστικές ρυθμίσεις του Νόμου 3869/2010 (Νόμος Κατσέλη). Το σύνολο των οφειλών μη εξυπηρετούμενων δανείων των οφειλετών που υπέβαλαν αίτηση στο Νόμο με την υποστήριξη της ΕΕΚΕ, ανέρχεται στα 62.000.000 ευρώ.
Ακολουθούν τα βασικά σημεία της μελέτης
Στην πλειονότητά τους, οι οφειλέτες με προβλήματα υπερχρέωσης είναι μισθωτοί σε ποσοστό 38,36%, άνεργοι σε ποσοστό 35,84% και συνταξιούχοι σε ποσοστό 17,38%, «γεγονός που καταδεικνύει την οικονομική δυσπραγία που προκάλεσαν οι αλλεπάλληλες περικοπές σε μισθούς και συντάξεις».
Το 71,20% των οφειλετών είναι ιδιοκτήτες μίας κύριας κατοικίας, χωρίς κανένα απολύτως επιπλέον περιουσιακό στοιχείο. Μόλις το 15,92% των οφειλετών διαθέτουν και άλλα περιουσιακά στοιχεία, πλην της κύριας κατοικίας, με συνηθέστερα τα αγροτεμάχια.
Το 73,85% των δανειοληπτών είναι ιδιοκτήτες κύριας κατοικίας που η αντικειμενική αξία δεν ξεπερνά τις 100.000 ευρώ. Μόλις το 2,49% των οφειλετών έχει κύρια κατοικία που ξεπερνά σε αξία τις 250.000 ευρώ.
Το μέσο ετήσιο εισόδημα των οφειλετών, το 2008, στις απαρχές της κρίσης και όταν οι συνέπειες δεν ήταν ακόμα ιδιαίτερα αισθητές, ήταν 28.418 ευρώ. Κατά το έτος 2017, παρατηρείται το χαμηλότερο μέσο ετήσιο εισόδημα, το οποίο αγγίζει μόλις τις 7.956 ευρώ, παρουσιάζοντας μείωση κατά 20.462 ευρώ μέσα σε 10 έτη. «Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, μπορεί κανείς να κάνει λόγο για “φτωχοποίηση” του πληθυσμού της χώρας» επισημαίνεται στη μελέτη.
Περιγραφή μη εξυπηρετούμενων δανείων
Αναφορικά με το ύψος των δανειακών υποχρεώσεών τους, το 35,6% των δανειοληπτών είχε λάβει δάνεια, ύψους έως 50.000 ευρώ, ενώ το 24,33% έως 100.000 ευρώ, ποσοστά που καταδεικνύουν ότι οι δανειολήπτες δεν λάμβαναν υπέρογκα δάνεια, στοχεύοντας σε πολυτελείς συνθήκες διαβίωσης.
Μελετώντας τα δανειακά προϊόντα, την πρωτοκαθεδρία έχουν τα στεγαστικά δάνεια που δόθηκαν στο 62% των δανειοληπτών και ακολουθούν τα καταναλωτικά με το αισθητά μικρότερο ποσοστό 24,98%. Οι δανειολήπτες, όπως διαπιστώνεται στη μελέτη, επιθυμούσαν τη διευκόλυνση της καθημερινότητάς τους και τη στοιχειώδη εξασφάλιση της οικογένειάς τους.
«Εξετάζοντας την τακτική των τραπεζών, εξάγεται το συμπέρασμα ότι τα μισά δάνεια χορηγήθηκαν από μόλις δύο πιστωτικά ιδρύματα. Ενδεικτικά, ένα πιστωτικό ίδρυμα χορήγησε σε καταναλωτή εννέα στεγαστικά δάνεια και σε άλλον 11 επαγγελματικά, γεγονός που δημιουργεί αμφιβολίες για την υπεύθυνη διαχείριση των πιστωτικών κινδύνων από την πλευρά των τραπεζών», σύμφωνα με τη μελέτη.
Συσχετισμός δανείων και δανειοληπτών
Οι οφειλέτες σε ποσοστό 35,07% είναι δανειολήπτες που, κατά την υποβολή αίτησης στο Δικαστήριο, ήταν άνεργοι, αδυνατώντας να εξεύρουν εργασία, με συνολικές οφειλές, ύψους 21.637.406,95 ευρώ και ακολουθούν οι ιδιωτικοί υπάλληλοι (27,38%) με οφειλές, ύψους 16.890.776,16 ευρώ.
Επαγγελματικά και επιχειρηματικά δάνεια, συνολικού ύψους 86.297.29 ευρώ, έχουν λάβει στην πλειονότητά τους οι – κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης- άνεργοι.
Η μέση αξία των πιστωτικών καρτών που είχαν στην κατοχή τους οι οφειλέτες ανέρχεται σε 3.608 ευρώ, των καταναλωτικών δανείων που έλαβαν σε 704 ευρώ και των στεγαστικών δανείων σε 62.404 ευρώ.
Το μεγαλύτερο ποσοστό δανείων (65,12%) που υπολογίζεται σε συνολική αξία 40.178.402,60 ευρώ, διατέθηκε σε έγγαμους δανειολήπτες.
Η δικαστική πορεία των αιτήσεων
Ο χρόνος αναμονής των οφειλετών που δεν έχουν εκδικαστεί ακόμα από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης έως την ημερομηνία εκδίκασης της υπόθεσης στο Δικαστήριο, κυμαίνεται από 212 έως 2.127 ημέρες. Ο αιτών, δηλαδή, θα πρέπει να αναμείνει 49 μήνες κατά μέσο όρο έως την εκδίκαση της υπόθεσής του.
Ο χρόνος αναμονής, όσων οφειλετών οι υποθέσεις έχουν τελεσιδικήσει, από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης έως την έκδοση της οριστικής απόφασης κυμαίνεται από 336 έως 1.942 ημέρες. Ο αιτών, δηλαδή, θα έπρεπε να αναμείνει 38 μήνες κατά μέσο όρο την έκδοση της απόφασης, παραμένοντας σε συνθήκη αβεβαιότητας για όλο αυτό το διάστημα.
Η αποτύπωση των αποτελεσμάτων των οριστικών δικαστικών αποφάσεων
Από το σύνολο των οφειλών που διαχειρίστηκε η ΕΕΚΕ κατόρθωσε να διαγράψει το 67,75% και να ρυθμίσει το 32,25%. Το ποσό που ρυθμίστηκε, θα αποπληρωθεί σε – κατά μέσο όρο – 169 μηνιαίες δόσεις, δηλαδή σε 14 χρόνια.
«Ο κίνδυνος κατάσχεσης και πλειστηριασμού της κύριας κατοικίας και της περιουσίας πολλών συμπολιτών μας, χωρίς κανένα πλαίσιο αποτελεσματικής προστασίας, είναι ακόμα μία ολέθρια συνέπεια της βαθιάς οικονομικής ύφεσης και, παράλληλα, το σοβαρότερο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας το οποίο ζητάει άμεση, δίκαιη και αποτελεσματική λύση, που θα προσιδιάζει στη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή του κοινωνικού κράτους» τονίζει η Ένωση Εργαζομένων Καταναλωτών Ελλάδας της ΓΣΕΕ.
Η μελέτη για τη Διαχείριση της Υπερχρέωσης Φυσικών Προσώπων πραγματοποίησε η Ένωση Εργαζομένων Καταναλωτών Ελλάδας (ΕΕΚΕ) της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ), στο πλαίσιο της απολογιστικής της δράσης των 10 ετών λειτουργίας της.
naftemporiki.gr