Από την έντυπη έκδοση
Στον Γιώργο Φωκιανό
[email protected]
Η Κυπριακή Δημοκρατία δεν θα παρασυρθεί σε κλιμάκωση της έντασης με την Τουρκία, τονίζει στη «Ν» ο Πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης, εκφράζοντας συγχρόνως την πεποίθηση ότι μετά τις επικείμενες τουρκικές εκλογές «θα πρέπει να επανεκτιμηθεί η κατάσταση» στις σχέσεις της Ευρώπης με την Άγκυρα.
Ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης, αναφερόμενος στην επιθετική πολιτική της γείτονος στην κυπριακή ΑΟΖ, τονίζει ότι το ενεργειακό πρόγραμμα της Κύπρου «δεν αλλάζει» και «συνεχίζεται με τις προγραμματισμένες εργασίες».
Σε ό,τι αφορά το Κυπριακό, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης εκφράζει την ελπίδα ότι τα Ηνωμένα Έθνη θα αναλάβουν μια πρωτοβουλία «το συντομότερο δυνατό» προκειμένου να υπάρξει ουσιαστική διαπραγμάτευση. Τονίζει δε πως «η εξαιρετική προοπτική» των αναγγελλόμενων αποθεμάτων μπορεί να βοηθήσει και στην προσπάθεια επανένωσης της Κύπρου, καθώς «πρόκειται για πλούτο όλων των Κυπρίων» και αυτό «θα έπρεπε λογικά να θεωρείται κίνητρο και όχι πηγή εκνευρισμού» για την Τουρκία.
Το ιδιωτικό χρέος «που παραμένει συσσωρευμένο από το παρελθόν» και ειδικότερα τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αποτελούν τη βασική πρόκληση της κυπριακής οικονομίας, η οποία απολαμβάνει ρυθμούς ανάπτυξης 3,5% του ΑΕΠ, υπογραμμίζει ο κ. Αναστασιάδης, ο οποίος εκφράζει μια ευχή για το ελληνικό πρόγραμμα: «Επιτέλους να τελειώσει κάτι που έμοιαζε με φαύλο κύκλο».
Πριν από λίγους μήνες ανανεώσατε τη θητεία σας, κερδίζοντας την εμπιστοσύνη του κυπριακού λαού. Θέσατε εκ νέου ως προτεραιότητα το πρόβλημα της κατοχής της Κύπρου. Μπορεί να υπάρξει φως στο τούνελ; Ποια είναι τα επόμενα βήματα;
«Η επανεκλογή μου για δεύτερη θητεία μού έχει δημιουργήσει ιδιαίτερα έντονη την αίσθηση του χρέους για υλοποίηση των προσδοκιών των πολιτών. Η υλοποίηση αυτών των προσδοκιών είναι ο μεγάλος μου στόχος στα επόμενα χρόνια και σε αυτό τον στόχο επικεντρώνουμε τις προσπάθειές μας.
Ανάμεσα σε όλες τις προσδοκίες σίγουρα ξεχωρίζει η ανάγκη διασφάλισης του μέλλοντος των πολιτών. Ο τερματισμός δηλαδή της κατάστασης κατοχής, της παράνομης αυτής κατάστασης, που επέβαλε η Τουρκία μετά το 1974.
Όσο διαρκεί η τουρκική κατοχή και η ντε φάκτο διαίρεση της Κύπρου, θα είναι πάντα πρώτη προτεραιότητά μας η επίλυση του Κυπριακού, στη βάση μιας συμφωνίας συμβιβασμού, όπως προβλέπουν τα ψηφίσματα και οι αποφάσεις των Η.Ε. και σύμφωνα με τις αρχές και τους κανόνες της Ε.Ε. Μία συμφωνία που θα τερματίζει την κατοχή και την κηδεμόνευση της χώρας μας μέσα από εγγυήσεις και παρεμβατικά δικαιώματα.
Το φως για το οποίο μιλάτε μπορεί να έρθει με ουσιαστική διαπραγμάτευση. Αυτή είναι και η θέση που προβάλλουμε. Για επανέναρξη των διαπραγματεύσεων, από εκεί που είχαμε μείνει στη Διάσκεψη για την Κύπρο στο Κραν Μοντανά και με δεδομένο το Πλαίσιο Γκουτέρες. Αυτό που αναμένουμε είναι να ανταποκριθεί η τουρκική πλευρά εγκαταλείποντας τα όσα έχουμε ακούσει τον τελευταίο καιρό για “σχέδιο βήτα” και για λύση εκτός των παραμέτρων των Η.Ε., αλλά και με αλλαγή της στάσης της, χωρίς να απαιτεί να δεσμεύει την Κύπρο με “εγγυήσεις” ή μόνιμη παρουσία με τουρκική στρατιωτική βάση. Ελπίζουμε ότι τα Η.Ε. θα μπορέσουν να αναλάβουν μια πρωτοβουλία το συντομότερο δυνατό. Η δική μας πλευρά έχει καταθέσει κατ’ επανάληψη την ετοιμότητά της».
Κατά τη διάρκεια του 2017 καλλιεργήθηκε αισιοδοξία για λύση του Κυπριακού, ωστόσο ήρθε το «ναυάγιο» του Κραν Μοντανά. Τι έφταιξε κατά τη γνώμη σας;
«Πράγματι, στις διαπραγματεύσεις που προηγήθηκαν της Διάσκεψης στη Γενεύη και στο Κραν Μοντανά είχε σημειωθεί σημαντική πρόοδος και καταγράφηκαν αποφασιστικές συγκλήσεις. Δεν είχαν λυθεί βέβαια όλα τα προβλήματα, αλλά ήταν σημαντικό ότι ο ίδιος ο γενικός γραμματέας, ο κ. Α. Γκουτέρες, ανέλαβε την πρωτοβουλία και κατέθεσε μάλιστα ιστορικής σημασίας θέσεις. Όπως η τοποθέτηση ότι το ζήτημα της ασφάλειας της Κύπρου είναι καθοριστικής σημασίας για να φτάσουμε σε μια συνολική συμφωνία, και ακόμα η πολύ σημαντική θέση αρχών ότι με τη λύση η Κύπρος πρέπει να γίνει “ένα κανονικό κράτος”. Δηλαδή μια χώρα-μέλος της Ε.Ε. χωρίς την παρουσία ξένου στρατού ή την επιβάρυνση από εγγυήσεις και παρεμβατικά δικαιώματα άλλων δυνάμεων. Δυστυχώς όμως, παρά τις αόριστες -όπως αποδείχτηκαν- διαβεβαιώσεις για επίδειξη “ευελιξίας” από την τουρκική πλευρά, η Άγκυρα δεν ήταν έτοιμη να πάρει εκείνες τις πολιτικές αποφάσεις που θα άφηναν εμάς τους Κυπρίους, Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, να φτάσουμε μέσα από συμβιβασμό να χειριστούμε μόνοι μας τις υποθέσεις της Κύπρου στο πλαίσιο που προβλέπουν οι αποφάσεις των Η.Ε.
Ενδεικτικό είναι ότι εκεί, στο Κραν Μοντανά, η τουρκική πλευρά απέφυγε να τοποθετηθεί γραπτώς στο “Πλαίσιο Γκουτέρες”, παρά το γεγονός ότι εμείς καταθέσαμε και γραπτώς μια πρόταση που ίσχυε βέβαια μέσα στη δυναμική της διαπραγμάτευσης και ανταποκρινόταν στα σημεία που είχε θέσει ο γενικός γραμματέας».
Θεωρείτε ότι η τουρκική προκλητικότητα στην ΑΟΖ «στοιχίζει» και στην πράξη πλέον σε ό,τι αφορά τις γεωτρήσεις και τους επόμενους γύρους αδειοδότησης; Πώς αντιμετωπίζει η Κυπριακή Δημοκρατία το συγκεκριμένο ζήτημα;
«Η γενικότερη προκλητική και επιθετική πολιτική της Τουρκίας φαίνεται να εντάσσεται σε μια λογική που προκαλεί το διεθνές δίκαιο και τις γεωπολιτικές ισορροπίες. Εδώ ακούμε καθημερινά αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάννης… Είναι ενδεικτικό ότι από τη λογική των “μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες” δείχνει να καταλήγει σε σχεδόν μηδενικές σχέσεις καλής γειτνίασης. Όσον αφορά τους ενεργειακούς σχεδιασμούς της Κυπριακής Δημοκρατίας, αυτοί εδράζονται στο διεθνές δίκαιο. Η χώρα μας όχι μόνο έχει από κοινού συμφωνίες και καθορισμό της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης με γειτονικά κράτη, σύμφωνα με τη διεθνή σύμβαση των Η.Ε. για το Δίκαιο της Θάλασσας, αλλά αναπτύσσει επιπλέον και ένα πλέγμα τριμερών συνεργασιών, το οποίο δυναμικά διευρύνεται διαρκώς.
Ενώ το σχέδιο για τον αγωγό φυσικού αερίου που θα φέρει τα αποθέματα της μεσογειακής λεκάνης στην ευρωπαϊκή αγορά, γνωστό ως EastMED, μέσα από τετραμερή συνεργασία στην οποία συμπράττει και η Ιταλία, προωθείται σε συνεννόηση και συνεργασία με την Ε.Ε. Η Τουρκία προσπάθησε να παρενοχλήσει την εξέλιξη του προγράμματος με παράνομη παρέμβαση σε συγκεκριμένη θαλάσσια περιοχή. Αλλά αυτή η παρέμβαση καταδικάστηκε κατηγορηματικά από τη διεθνή κοινότητα και ιδιαίτερα από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Πρέπει εξάλλου να σημειώσουμε ότι αυτό το επεισόδιο στρατιωτικού τύπου παρενόχλησης δεν μπορεί να αλλάξει το συνολικό ενεργειακό πρόγραμμά μας, το οποίο συνεχίζεται με τις προγραμματισμένες εργασίες.
Οι αδειοδοτημένοι εταίροι της Κυπριακής Δημοκρατίας -πολύ μεγάλες διεθνείς εταιρείες- έχουν σαφώς επαναβεβαιώσει τη δέσμευσή τους για τη συνέχεια του προγράμματος.
Την ίδια ώρα το κράτος μας μεριμνά και για την αξιοποίηση των κοιτασμάτων που έχουν ήδη επιβεβαιωθεί. Εξυπακούεται, βέβαια, ότι το ενεργειακό πρόγραμμα της Δημοκρατίας λαμβάνει υπ’ όψιν και διασφαλίζει το συμφέρον και το όφελος όλων ανεξαιρέτως των νομίμων πολιτών της χώρας, συμπεριλαμβανομένων των Τουρκοκυπρίων. Η αλήθεια όμως είναι ότι από τη διερεύνηση που γίνεται αυτή τη στιγμή, έστω και σε προχωρημένο στάδιο, μέχρι την τελική αξιοποίηση υπάρχει αρκετός χρόνος ούτως ώστε, εάν η τουρκική πλευρά ενδιαφέρεται πράγματι και για το συμφέρον των συμπατριωτών μας Τουρκοκυπρίων, να συναινέσει σε μια συμφωνία στη βάση των προδιαγραφών των Η.Ε. για να έχουμε την επίλυση του Κυπριακού, που θα ανοίξει πολύ μεγαλύτερες προοπτικές για την Κύπρο».
Ανησυχείτε για το ενδεχόμενο μιας περαιτέρω κλιμάκωσης και ενδεχομένως ενός «θερμού» επεισοδίου στην ΑΟΖ, με την πιθανή έλευση και του τουρκικού γεωτρύπανου;
«Η περιοχή μας, με την ιδιαίτερη ιστορία της, το τελευταίο που χρειάζεται είναι άσκηση εκβιασμών, εντάσεων και πολιτικές κανονιοφόρου. Εμείς σε καμία περίπτωση δεν θα παρασυρθούμε σε κλιμάκωση της έντασης. Η Κυπριακή Δημοκρατία παίρνει όλα τα απαραίτητα μέτρα, με κύριο εφόδιο το διεθνές δίκαιο και τη διπλωματία, καθώς και την ενίσχυση που έχουμε από την ιδιότητα της Κύπρου ως κράτους-μέλους της Ε.Ε. Νιώθουμε ακόμα να μας ενισχύει η έξωθεν καλή μαρτυρία και η στήριξη που δίνουν οι σχέσεις στρατηγικής συνεργασίας και συμμαχιών μέσα από το πλέγμα των τριμερών. Αν η Τουρκία επιλέξει να συνεχίσει να διαταράσσει τη σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο, θα βρεθεί διεθνώς εκτεθειμένη».
Κρίνετε επαρκή την αντίδραση της διεθνούς κοινότητας απέναντι στην Άγκυρα; Παρεμπιπτόντως, πώς εκτιμάτε ότι θα επιδράσουν στις εξελίξεις οι πρόωρες εκλογές στην Τουρκία;
«Μπροστά στις πρόσφατες έκνομες τουρκικές δραστηριότητες και τις προκλήσεις είχαμε την αποφασιστικότερη στήριξη που υπήρξε ποτέ από τους εταίρους μας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Ταυτόχρονα, όλοι γνωρίζουμε ότι στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν υπάρχουν μόνο κυπριακά συμφέροντα. Το ενεργειακό πρόγραμμα της Κύπρου αφορά άμεσα και συμφέροντα άλλων κρατών. Ενώ ιδιαίτερα με σχεδιασμούς όπως εκείνος του αγωγού της Ανατολικής Μεσογείου (EastMED) καθίσταται ολοένα και πιο σαφές ότι υπάρχει άμεση σχέση με την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης.
Όσον αφορά τις τουρκικές εκλογές και τους πολιτικούς κραδασμούς που εκπέμπουν, σίγουρα τα μηνύματα δεν είναι ενθαρρυντικά. Χωρίς να τρέφουμε ψευδαισθήσεις, αφού η σχέση της Τουρκίας με την Ε.Ε. και ο δρόμος του εκσυγχρονισμού επιβαρύνθηκαν ήδη πολύ ανεξάρτητα από εκλογές, είναι σε όλους αντιληπτό ότι θα πρέπει να επανεκτιμηθεί η κατάσταση μετά από αυτές τις εκλογές. Εμείς μπορούμε να στηρίξουμε την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, όταν αυτή κινείται μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, το οποίο είναι σαφέστατο, με ρητές δεσμεύσεις για όλα τα υποψήφια κράτη. Και δεν αναφέρομαι μόνο στις λεγόμενες κυπρογενείς υποχρεώσεις της Άγκυρας, αλλά γενικότερα».
Τι σημαίνει για την Κύπρο η συμφωνία Ισραήλ – Αιγύπτου σε ό,τι αφορά την πώληση φυσικού αερίου και πώς επιδρά στον σχεδιασμό για τον αγωγό Κύπρου – Αιγύπτου;
«Είμαστε σε πολύ στενή σχέση, σε μια στρατηγική σχέση συνεργασίας και με τις δύο αυτές καθοριστικές δυνάμεις στις ισορροπίες της περιοχής μας. Ήδη υπάρχουν ευρήματα στην ΑΟΖ της Κύπρου που μας συνδέουν με ισραηλινά συμφέροντα, ενώ βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο και μια συμφωνία για υποθαλάσσιο αγωγό και διάθεση κυπριακού φυσικού αερίου στην Αίγυπτο. Μέσα από το πλέγμα πυκνών συνεργασιών είναι πάντα δεδομένο ότι το κάθε κράτος μεριμνά για τα συμφέροντα των πολιτών του, ενώ ταυτόχρονα με τη συνεργασία επιζητούμε να μεγιστοποιήσουμε το αμοιβαίο όφελος. Επομένως δεν θα βλέπαμε αρνητικά την όποια εμπορική ή άλλη συνεργασία Αιγύπτου – Ισραήλ, αφού εμείς έχουμε στενές σχέσεις συνεργασίας και με τις δύο αυτές χώρες. Στον τομέα της ενέργειας επιδίωξή μας είναι να επικρατήσει η λογική των ελεύθερων συναλλαγών, αφού υπάρχει χώρος για όφελος όλων των πλευρών. Μπορεί δηλαδή παράλληλα και ταυτόχρονα να υπάρχουν εμπορικές συναλλαγές όλων με όλους».
Πώς αναμένεται να επωφεληθεί πρακτικά η οικονομία της Κύπρου από την αξιοποίηση των υδρογονανθράκων; Θα λέγατε ότι η δυναμική στον ενεργειακό τομέα μπορεί να φανεί χρήσιμη και στις διαβουλεύσεις με τους Τουρκοκύπριους; Ή μήπως αντιθέτως παράγει επιπλοκές αυξάνοντας τη νευρικότητα της Άγκυρας;
«Γνωρίζετε ότι η κυπριακή οικονομία τα τελευταία χρόνια έχει κάνει άλματα προόδου, ξεφεύγοντας από την ανάγκη έκτακτης βοήθειας και μνημονίων και βρίσκοντας τον δικό της δρόμο για μια εντυπωσιακή ανάπτυξη. Δεν υπολογίζουμε στο πραγματικά “θείο δώρο” των υδρογονανθράκων για να μας “σώσει”, αλλά αναμφίβολα θα δώσει μια νέα διάσταση στην οικονομική ευρωστία και τη μακροπρόθεσμη προοπτική της χώρας μας. Οι σχεδιασμοί που κάνουμε φροντίζουμε να είναι μελετημένοι και μεθοδευμένοι, προκειμένου και να αποφύγουμε εκείνο που διεθνώς καταχωρήθηκε ως “κατάρα του ενεργειακού πλούτου”, αλλά και να αξιοποιήσουμε τον πρόσθετο αυτό πλούτο σε μακροπρόθεσμη επενδυτική προοπτική, που θα είναι επωφελής και για τις μελλοντικές γενιές. Φυσικά, η εξαιρετική προοπτική των αναγγελλόμενων σημαντικών αποθεμάτων μπορεί να βοηθήσει πολύ συγκεκριμένα και στην προσπάθεια επανένωσης της Κύπρου μέσα από την απελευθέρωση που θα εξυπακούεται από μια συμφωνία για λύση. Μπορεί ο φυσικός πλούτος να βοηθήσει την Κύπρο εφόσον όλες οι ενδιαφερόμενες πλευρές -και η Τουρκία- σεβαστούν το ότι πρόκειται για πλούτο όλων των Κυπρίων. Ενώ, στην προοπτική της επίλυσης του Κυπριακού, θα μπορούσε κανείς να δει και τις ευκαιρίες εμπορικής συνεργασίας και με την ίδια την Τουρκία. Αυτό θα έπρεπε λογικά να θεωρείται κίνητρο και όχι πηγή εκνευρισμού».
Κυπριακή οικονομία
Ποιες είναι σήμερα οι προοπτικές για την κυπριακή οικονομία, δύο χρόνια μετά την έξοδο από το πρόγραμμα προσαρμογής; Πού εντοπίζετε τις προκλήσεις;
«Οι προοπτικές είναι πραγματικά πολύ ενθαρρυντικές. Η οικονομία μας καταγράφει ανάπτυξη που αποδεικνύεται σταθερή, ενώ τα τελευταία τρία χρόνια επιταχύνεται. Ταυτόχρονα όλες οι αξιόπιστες προβλέψεις και εκτιμήσεις για φέτος και για την επόμενη χρονιά δείχνουν ρυθμό ανάπτυξης πάνω από 3,5%. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι έχουν εκλείψει τα προβλήματα. Ιδιαίτερη πρόκληση που αντιμετωπίζουμε είναι το ιδιωτικό χρέος, που παραμένει συσσωρευμένο από το παρελθόν και ειδικότερα τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Σε αυτή την κατεύθυνση όμως σχεδιάζουμε ήδη μια “εθνικής εμβέλειας” πρωτοβουλία και με τη συνεργασία των πολιτικών δυνάμεων υπολογίζουμε να κάνουμε σύντομα ένα αποφασιστικό βήμα. Ταυτόχρονα, το μεγάλο στοίχημα για την Κύπρο είναι να βελτιστοποιήσουμε ακόμα την αξιοποίηση του μεγάλου πλούτου της χώρας, που είναι σίγουρα το ανθρώπινο κεφάλαιο. Δίνουμε έμφαση στην έρευνα και εκπαίδευση, στην ενίσχυση των ψηφιακών και άλλων τεχνολογικών υποδομών. Κατά τα λοιπά συνεχίζουμε να προωθούμε αλλαγές και βελτιώσεις στο θεσμικό πλαίσιο, ιδιαίτερα με τον περιορισμό της κρατικής γραφειοκρατίας και την υιοθέτηση σημαντικών μεταρρυθμίσεων που θα ενισχύουν την αναπτυξιακή έφεση της οικονομίας, αλλά και θα ενθαρρύνουν μια ποιοτική διαφοροποίηση. Σε αυτή τη δεύτερη θητεία, με τη συνεργασία και άλλων πολιτικών δυνάμεων -όπως ακριβώς καταφέραμε να βγούμε και από την απειλή της χρεοκοπίας και τα μνημόνια- προσβλέπουμε τόσο σε αποφασιστικές μεταρρυθμίσεις που θα μας κάνουν διεθνώς ανταγωνιστικότερους, αλλά και σε πολιτικές που θα επιστρέφουν στην κοινωνία τους καρπούς της ανάπτυξης για να διατηρούμε ενός είδους “κοινωνικό συμβόλαιο ανάπτυξης”».
Η λιτότητα στην Ελλάδα
Η Ελλάδα πορεύεται στην τελική ευθεία του τρίτου προγράμματος προσαρμογής. Εκτιμάτε ότι θα ολοκληρώσει επιτυχώς και εμπρόθεσμα τη διαδικασία; Ποιο είναι κατά τη γνώμη σας το βασικό σενάριο για την επόμενη μέρα του ελληνικού προγράμματος; Ευρύτερα, θεωρείτε ότι η ελληνική οικονομία έχει περάσει τον κάβο;
«Πρώτα απ’ όλα εκφράζουμε την ευχή επιτέλους να τελειώσει κάτι που έμοιαζε με φαύλο κύκλο. Οι προσπάθειες που κατέβαλε ο ελληνικός λαός είναι πραγματικά τεράστιες και φτάνει η στιγμή που θα πρέπει να αποδώσουν. Εμείς αυτό που μπορούμε να διαβεβαιώσουμε είναι πως για ακόμα μια φορά όπου και όσο μπορούμε, στα ευρωπαϊκά όργανα, θα στηρίξουμε την προσπάθεια της Ελλάδας. Νομίζω ότι σταδιακά και χάρη στην πρόοδο που έγινε μπορεί να εξασφαλιστεί μεγαλύτερη εμπιστοσύνη διεθνώς και μια καλύτερη μεταχείριση. Προσωπικά πιστεύω -και είμαι βέβαιος ότι το ξέρετε και εσείς πολύ καλά- ότι η Ελλάδα έχει πλούτο, έχει δυνατότητες. Τους ανθρώπους, το απόθεμα του πολιτισμού και της Ιστορίας της και ένα μοναδικό σε ποικιλομορφία περιβάλλον. Μπορεί να τα καταφέρει. Χωρίς να μπω σε σεναριολογία, νομίζω ότι κρίσιμο θα είναι να ξεφύγει από εκείνους τους παροδικά υποχρεωτικούς περιορισμούς -όπως η αδήριτη ανάγκη φορολογιών και πόρων- που ανέστειλαν τις αναπτυξιακές της δυνατότητες. Εύχομαι να υπάρξει στη συνέχεια το περιθώριο γι’ αυτό που θα λέγαμε ένα “κοκτέιλ πολιτικών”, για να δει ο ελληνικός λαός επιτέλους να πιάνουν τόπο οι κόποι και οι θυσίες του».