Skip to main content

Brexit: Το χρονικό της ιδέας που «μικραίνει» την Ευρώπη 

Της Νατάσας Στασινού
[email protected] 

Οι επόμενες ημέρες και εβδομάδες θα είναι ίσως από τις πλέον δραματικές για τη Βρετανία και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όλα τα σενάρια παραμένουν ανοιχτά για την έκβαση του Brexit- ακόμη και το εάν τελικά αυτό θα συμβεί. Αν ωστόσο επικρατήσει εκείνο, που θέλει τη Βρετανία να αποχωρεί με λίγους ή περισσότερους μήνες καθυστέρησης, η κοινότητα θα μικρύνει, όπως και η φωνή της στη διεθνή σκηνή. Το ίδιο ισχύει βέβαια και για το όχι και τόσο Ηνωμένο Βασίλειο. 

Χωρίς τη Βρετανία, ο πληθυσμός της Ένωσης θα είναι 13% μικρότερος, από τα 511.805.088 στα 445.996.515 άτομα και το μερίδιό του στον παγκόσμιο πληθυσμό θα μειωθεί στο 7% από 6,1%. Το ΑΕΠ θα υποχωρήσει στα 18,28 τρισ. δολ. (σε όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης) από 20,9 τρισ. δολ., ενώ το μερίδιο του στο παγκόσμιο θα συρρικνωθεί στο 14,6% από 17%. Στους διεθνείς οργανισμούς λήψης αποφάσεων  η Ε.Ε. θα χάσει το ένα από τα δύο μέλη στην ομάδα του G7, θα μείνει με τρία μέλη στο G20 και με πέντε στο Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. 

Η ένταξη στην κοινότητα 

Αξίζει όμως να θυμηθούμε πώς φτάσαμε έως εδώ και για να το κάνουμε πρέπει να πάμε μισό αιώνα πίσω. Το 1966 η Βρετανία κατέθεσε για πρώτη φορά αίτηση ένταξης στην τότε ΕΟΚ. Η Γαλλία του Ντε Γκολ, όμως, κρατούσε την πόρτα κλειστή. «L’Angleterre, ce n’est plus grand chose» (η Αγγλία δεν είναι πια κάτι σπουδαίο) φέρεται να είχε πει τότε ο Γάλλος ηγέτης. 

Οι Βρετανοί εισήλθαν τελικά στην κοινότητα το ‘73. Δύο χρόνια αργότερα οι πολίτες της έκριναν με δημοψήφισμα ότι καλώς έπραξε. Έκτοτε η ευρωπαϊκή οικογένεια μεγάλωσε πολύ, διανύοντας έναν μακρύ δρόμο προς την ενοποίηση, προσφέροντας για πολλά χρόνια ευημερία, σταθερότητα και ειρήνη, αλλά και περνώντας από μία σειρά κρίσεων, που ανέδειξαν ανισορροπίες και πάσης φύσεως ελλείμματα. 

Ο διαχρονικός σκεπτικισμός 

Πολύ πριν όμως έρθουν οι κρίσεις, ουσιαστικά από την πρώτη στιγμή της ένταξης στην κοινότητα έως και σήμερα η χώρα ήταν περίπου «ξένο σώμα» και διεκδικούσε εξαιρέσεις. Το περιβόητο «θέλω τα λεφτά μου πίσω» της Μάργκαρετ Θάτσερ το Νοέμβριο του 1979 στο παγωμένο Δουβλίνο έμεινε στην Ιστορία χαρακτηριστικό της διαχρονικής στάσης, που είχε το Νησί απέναντι στην Ένωση. 

Η πολιτική ελίτ, αλλά και σε μεγάλο βαθμό τα μέσα ενημέρωσης στη χώρα, στην καλύτερη περίπτωση παρουσίαζαν την συμμετοχή στην Ε.Ε. ως αναγκαίο κακό. Δεν εξήγησαν ποτέ τη σημασία και τα οφέλη της, δεν της πίστωσαν καμία θετική εξέλιξη στην οικονομία ή αλλού. 

Η περίπτωση του Μπόρις Τζόνσον, του ανθρώπου που ηγήθηκε της εκστρατείας υπέρ του Brexit είναι ενδεικτική. Ο Τζόνσον δεν ήταν πάντα ένας λαϊκιστής πολιτικός, ήταν κάποτε «αξιόπιστος» ανταποκριτής στις Βρυξέλλες. Στις ανταποκρίσεις του για την «Daily Telegraph» αρεσκόταν σε κωμικές ιστορίες για τους Ευρωπαίους γραφειοκράτες, που ήθελαν να παρεμβαίνουν στα πάντα, για παράλογες οδηγίες, που ζητούσαν τετράγωνες φράουλες, απαγόρευαν να ανακυκλώνονται τα φακελάκια τσαγιού ή δεν επέτρεπαν σε παιδιά κάτω των 8 ετών να φουσκώσουν μπαλόνια. Περιέγραφε την πραγματικότητα της Ένωσης ως μία κατάσταση στα όρια της παράνοιας. 

Ούτε οι Εργατικοί υπήρξαν ποτέ ένθερμοι υποστηρικτές του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Ακόμη και ο Γκόρντον Μπράουν, που σήμερα τάσσεται υπέρ του δεύτερου δημοψηφίσματος, το 2007 είχε κρατήσει μία στάση, που λέει πολλά. Μετά την απόρριψη του Ευρωσυντάγματος, τα κράτη μέλη κατέληξαν στη Συνθήκη της Λισαβόνας, που έκανε κάποια σημαντικά βήματα προς το να αποκτήσει η Ένωση ενιαία φωνή στη διεθνή σκηνή. Ο Βρετανός πρωθυπουργός απουσίαζε από την τελετή υπογραφής της Συνθήκης, που μεταδιδόταν τηλεοπτικά σε όλα τα κράτη- μέλη. Αργότερα ο Μπράουν την υπέγραψε και εκείνος, αλλά ουσιαστικά ποτέ δεν υπερασπίστηκε τη συνθήκη αυτή, στη διαπραγμάτευση της οποίας είχε και ο ίδιος σημαντικό ρόλο. 

Ο ρόλος του Κάμερον 

Το φιτίλι για το Brexit άναψε πάντως περίπου πριν από εννέα χρόνια. Οι εκλογές του 2010 ήταν καθοριστικές για τα όσα ακολούθησαν. Η βρετανική οικονομία μετρούσε ακόμη πληγές από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και οι Εργατικοί είχαν μείνει στην εξουσία επί 13 χρόνια. Θα περίμενε λοιπόν κανείς έναν θρίαμβο των Συντηρητικών. Αυτός δεν ήρθε. Οι Τόρις νίκησαν, αλλά δεν εξασφάλισαν αυτοδυναμία. Αναγκάστηκαν να συγκροτήσουν κυβερνητικό συνασπισμό με τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες. Το τίμημα; Ο Κάμερον υποσχέθηκε στον κυβερνητικό εταίρο του δημοψήφισμα για αλλαγή του εκλογικού συστήματος- κάτι που στην πραγματικότητα δεν ήθελε.  Τότε στάθηκε τυχερός. Οι Βρετανοί είπαν «όχι» το 2011. 

Ενθαρρυμένος ίσως και από εκείνη τη νίκη, τον Ιανουάριο του 2013, προκειμένου να ικανοποιήσει τους ευρωσκεπτικιστές του κόμματός του αυτή τη φορά, υποσχέθηκε να δώσει τον λόγο στους πολίτες για το εάν η χώρα πρέπει να παραμείνει ή όχι στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στην απόφασή του αυτή σημαντικότατος παράγοντας ήταν βέβαια και η απότομη άνοδος του ακροδεξιού Κόμματος της Ανεξαρτησίας (UKIP). Η υπόσχεση για δημοψήφισμα ήταν μία προσπάθεια να αποσπάσει ψήφους και από τη δεξαμενή του Φαράζ. 

Ο Ντέιβιντ Κάμερον δεν πίστευε ότι οι Βρετανοί θα επιλέξουν την έξοδο. To «όχι» των Σκοτσέζων στην ανεξαρτησία το Σεπτέμβριο του 2014 φαίνεται να τον καθησύχασε ακόμη περισσότερο. Οι πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου έστελναν διαδοχικά μηνύματα ότι δεν επιθυμούν ραγδαίες αλλαγές. 

Και το τελικό χτύπημα

Ούτε και οι ηγέτες των Brexiteers πολυπίστευαν στη νίκη τους. Ωστόσο εκμεταλλεύθηκαν στον μέγιστο βαθμό, με μία φοβική, ρατσιστική ρητορική την προσφυγική κρίση του 2015. Στα θεμιτά επιχειρήματα υπέρ της ανάκτησης του ελέγχου των κρίσιμων πολιτικών, της ενίσχυσης του ρόλου του εθνικού κοινοβουλίου, προστέθηκαν τα ψέματα για τα εκατοντάδες εκατομμύρια που θα πήγαιναν στο σύστημα υγείας από την κατάργηση της συνεισφοράς στον κοινοτικό προϋπολογισμό. Η προειδοποίηση πως «πρέπει να σταματήσουμε τις ορδές των μεταναστών», που έρχονται, ήταν εκείνη, όμως που φαίνεται να χτύπησε τα πιο ευαίσθητα νεύρα. Ειδικά στις περιοχές, που είχαν πληγεί περισσότερο από την κρίση των προηγούμενων ετών ή την αποβιομηχανοποίηση που είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα, η ανασφάλεια για το τι θα σήμαινε και για την αγορά εργασίας μία πολιτική ανοιχτών συνόρων χτύπησε κόκκινο.   

Ο Κάμερον άνοιξε την πόρτα, η δίκαιη κριτική για τα στραβά της Ένωσης, αλλά σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό οι μύθοι, τα ψεύδη και οι ψευδαισθήσεις, που καλλιέργησαν οι Τζόνσον και Φάραζ έσπρωξαν πολλούς προς τα εκεί. Στο τελικό αποτέλεσμα συνέβαλε βεβαίως και η θολή στάση του Τζέρεμι Κόρμπιν, που τάχθηκε επισήμως υπέρ της παραμονής, για να εξαφανιστεί στη συνέχεια από την εκστρατεία. 

naftemporiki.gr