Οι Πανελλαδικές Εξετάσεις είναι ένας διαγωνισμός για τη συμπλήρωση των προσφερόμενων θέσεων στα ΑΕΙ της χώρας μας. Τις θέσεις αυτές τις καθορίζει το υπουργείο Παιδείας με απόφασή του που δημοσιεύεται πριν την έναρξη των Πανελλαδικών Εξετάσεων. Φέτος δημοσιεύθηκε στις 8/5. Συνεπώς δεν πρόκειται για εξέταση που έχει σκοπό να διαπιστώσει τις γνώσεις των υποψηφίων.
Αποκλειστικός σκοπός είναι να δημιουργηθεί μία κατάταξη των υποψηφίων σε μία σειρά, ώστε η επιλογή να ξεκινά από αυτούς που έχουν τις καλύτερες επιδόσεις και επιλέγουν τις σχολές που θέλουν. Όσο η λίστα προχωρά προς τα κάτω οι επιλογές λιγοστεύουν διότι αρκετές θέσεις έχουν ήδη καταληφθεί από τους υποψηφίους με καλύτερη βαθμολογία. Με τους διαφορετικούς συντελεστές βαρύτητας για κάθε μάθημα για κάθε Τμήμα απλά η διαδικασία γίνεται πιο πολύπλοκη χωρίς να αλλάζει η ουσία.
Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι να δημιουργηθεί η κατάταξη των υποψηφίων με όσο πιο αξιόπιστο τρόπο είναι εφικτό να γίνει. Είναι προφανές ότι το τέλειο σύστημα δεν μπορεί να υπάρξει. Παρ’ όλα αυτά αυτό που έχουμε έχει μείνει πολλές δεκαετίες πίσω και όλο ακούμε για μεταρρυθμίσεις και αλλαγές δεν βλέπουμε. Δεν είναι αυτό το θέμα μας τώρα, όμως.
Τα θέματα που τίθενται σε κάθε μάθημα πρέπει να υπηρετούν τον σκοπό της κατάταξης των υποψηφίων στη βαθμολογική κλίμακα με ομαλό τρόπο. Αυτό σημαίνει ότι δεν θέλουμε να γράψουν οι περισσότεροι άριστα, αλλά ούτε και θέλουμε να γράψουν οι περισσότεροι κάτω από τη βάση. Οι εισαγωγικές εξετάσεις δεν συνδέονται με την απόκτηση του απολυτηρίου Λυκείου, συνεπώς ακόμη και αν κάποιος γράψει άσχημα σε όλα τα μαθήματα δεν θα έχει κάποια επίπτωση στο απολυτήριο Λυκείου, που πρέπει ήδη να διαθέτει για να λάβει μέρος στις εισαγωγικές εξετάσεις.
Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι αφού είναι έτσι τα πράγματα δεν έχει σημασία αν τα θέματα θα είναι εύκολα ή δύσκολα. Οι θέσεις είναι συγκεκριμένες και η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής (ΕΒΕ) προσαρμόζεται στα δύσκολα ή τα εύκολα θέματα. Αν οι επιδόσεις των υποψηφίων είναι χαμηλές η ΕΒΕ μειώνεται, αν είναι υψηλές αυξάνεται. Αυτό συμβαίνει διότι ένας από τους δύο παράγοντες που καθορίζουν το ύψος της εξαρτάται από τις επιδόσεις των υποψηφίων. Απλά η ίδια η ΕΒΕ δεν έχει λόγο ύπαρξης σε ένα διαγωνισμό συμπλήρωσης θέσεων.
Θεωρητικά, λοιπόν, μπορεί κάποιος να νομίζει ότι δεν έχει σημασία αν τα θέματα είναι εύκολα ή δύσκολα. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Τα πολύ εύκολα ή τα πολύ δύσκολα θέματα δεν επιτρέπουν τη σωστή κατανομή των υποψηφίων στη βαθμολογική κλίμακα. Όταν τα θέματα είναι πολύ εύκολα και γράψει πολύ μεγάλος αριθμός υποψηφίων άριστα τότε οι άριστοι υποψήφιοι δεν θα ξεχωρίσουν από τους πολύ καλούς. Όταν αντίθετα τα θέματα είναι πολύ δύσκολα τότε και πάλι δεν θα ξεχωρίσουν οι άριστοι από τους πολύ καλούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι με τη Φυσική σε δύο διαδοχικά έτη. Το 2015 μόλις το 9,4% των υποψηφίων έγραψε πάνω από 15. Τα εξαιρετικά δύσκολα θέματα εκείνης της χρονιάς ισοπέδωσαν τους υποψηφίους προς τα κάτω. Την αμέσως επόμενη χρονιά, το 2016, το 17,78% των υποψηφίων έγραψε πάνω από 19, ισοπεδώνοντας τους υποψηφίους προς τα πάνω. Το 18 του 2016 δεν ήταν καλός βαθμός. Και στα δύο παραδείγματα τα θέματα ήταν ακατάλληλα για το σκοπό των Πανελλαδικών, να κατατάσσει τους υποψηφίους στη βαθμολογική κλίμακα όσο το δυνατόν πιο δίκαια.
Πρόβλημα είχαμε και πέρυσι το 2024 με τη Φυσική. Μόλις το 3,61% έγραψε πάνω από 19 και το 19,03% πάνω από 15. Είναι προφανές ότι όταν ούτε ένας στους πέντε υποψηφίους δεν γράφει πάνω από 15 έχουμε ισοπέδωση προς τα κάτω. Για να επιτευχθεί αυτή η κακή επίδοση χρειάστηκε να τεθούν θέματα που προκάλεσαν την αγανάκτηση ακόμη και των καθηγητών όλων των τμημάτων Φυσικής της χώρας.
Τα ονόματα των μελών της επιτροπής των εξετάσεων παραμένουν μυστικά. Αυτό είναι καλό για να προστατευθούν αυτοί οι άνθρωποι από αγανακτισμένους που σίγουρα θα υπάρχουν μεταξύ αυτών που δεν πέτυχαν το στόχο τους. Η επιλογή τους, όμως, πρέπει να γίνεται πιο προσεκτικά, από τους υπεύθυνους. Έτσι κι αλλιώς οι περισσότεροι γνωρίζονται και οι υπεύθυνοι επιλογής γνωρίζουν το στυλ και τις απόψεις του καθενός, οπότε οι επιλογές δεν είναι τόσο δύσκολες και πρέπει να είναι τέτοιες ώστε να εξυπηρετείται ο στόχος που είναι πάντα η ομαλή κατανομή στη βαθμολογική κλίμακα.
Τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής Εξετάσεων (ΚΕΕ) πρέπει να γνωρίζουν το πραγματικό επίπεδο γνώσεων των υποψηφίων, που, όπως όλοι λένε, κάθε χρόνο χειροτερεύει. Τα θέματα πρέπει να προσαρμόζονται στις γνώσεις τους. Είναι παράλογο να παρατηρούνται φαινόμενα όπως πέρυσι, υποψήφιοι να γράφουν Φυσική 12 και Χημεία και Βιολογία πάνω από 19. Ο μαθητής του 19 στη Χημεία και τη Βιολογία δεν μπορεί να είναι μαθητής του 12 στη Φυσική. Μπορεί να είναι του 16 ή 17 αλλά όχι του 12. Δεν είναι πραγματικές αυτές οι διαφορές· δεν αντικατοπτρίζουν τις πραγματικές τους γνώσεις, ακόμη μία απόδειξη των ακατάλληλων θεμάτων.
Τα ακατάλληλα θέματα έχουν πολλές παρενέργειες. Η πρώτη και σημαντικότερη είναι ότι διώχνουν τους υποψηφίους από το 2ο Πεδίο και συνωστίζονται στο 4ο Πεδίο, που θεωρείται ευκολότερο. 13.583 οι υποψήφιοι από το 2ο Πεδίο το 2024 έναντι 27.308 υποψηφίων από το 4ο Πεδίο. Είμαι περίεργος για τους φετινούς αριθμούς. Από το 2026 με την ένταξη των Στρατιωτικών Σχολών και στο 3ο και στο 4ο Πεδίο ας ετοιμαστούμε για νέα μείωση του αριθμού των υποψηφίων από το 2ο Πεδίο.
Μία άλλη παρενέργεια είναι ότι τα πολύ δύσκολα θέματα αυξάνουν τον τζίρο της προετοιμασίας. Περισσότερο βάρος δίνεται στο μάθημα που δυσκολεύει περισσότερο τους υποψηφίους με πολλούς τρόπους: επιπλέον ώρες διδασκαλίας, αγορά περισσότερων βοηθημάτων για την ενίσχυση στο συγκεκριμένο μάθημα. Όλα αυτά μπορεί να χαροποιούν προσωρινά τους καθηγητές της συγκεκριμένης ειδικότητας, αλλά μακροπρόθεσμα διώχνουν τον κόσμο.
Για να συνοψίσουμε: έχουμε ένα διαγωνισμό συμπλήρωσης θέσεων που πρέπει να κατατάξει τους υποψηφίους σε μία σειρά. Η κατανομή μας ενδιαφέρει να είναι ομαλή· ούτε πολλοί αριστούχοι ούτε πολλοί κάτω από τη βάση. Μόνο έτσι μπορούν να ελαχιστοποιηθούν οι αδικίες που έτσι κι αλλιώς υπάρχουν σε κάθε διαγωνισμό.
*Ο Στράτος Στρατηγάκης είναι Μαθηματικός – Ερευνητής
[email protected],
www.stadiodromia.gr