Τα στελέχη της Πυροσβεστικής δεν είχαν πραγματική εικόνα για τις συνθήκες της πυρκαγιάς, η ΕΛΑΣ προέβη σε εσφαλμένη διαχείριση κυκλοφορίας, υπήρξε σαφής έλλειψη συνεργασίας και συνεννόησης μεταξύ των επιχειρησιακών κέντρων, ενώ δεν δόθηκε εντολή εκκένωσης στις 17.10, όταν ο σύνδεσμος στο ελικόπτερο ενημέρωσε πως η φωτιά είναι στα σπίτια και στον περίβολό τους – ευθύνες και στην περιφέρεια.
«Καταπέλτης» είναι το 293 σελίδων πόρισμα των εισαγγελέων που διενήργησαν την προκαταρκτική έρευνα για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι, τον περασμένο Ιούλιο. Η σωρεία παραλείψεων των αρμόδιων φορέων, η έλλειψη συντονισμού και σχεδίου διάσωσης ανθρώπων, η μη απομάκρυνση βλάστησης και καύσιμης ύλης στις περιοχές υψηλού κινδύνου, φέρεται να κόστισαν τη ζωή σε 100 ανθρώπους, σύμφωνα με τους εισαγγελείς.
Όπως αναφέρουν στο ογκωδέστατο πόρισμά τους, «προέκυψε ότι από ενέργειες, παραλείψεις ολιγωρίες, πλημμέλειες, αρρυθμίες, και δυσλειτουργίες των αρμοδίων θεσμικά και νομικά οργάνων και υπηρεσιών και φορέων του ισχύοντος μηχανισμού Πολιτικής Προστασίας της χώρας, αιτιακά προκλήθηκε ο θάνατος τουλάχιστον 100 ανθρώπων και 31 τραυματισμών λόγω της συγκεκριμένης δασικής πυρκαγιάς».
Αναφορικά με τον μηχανισμό Πολιτικής Προστασίας της χώρας, οι εισαγγελείς κάνουν λόγο για δυσλειτουργία και σοβαρά λάθη.
«Ο μηχανισμός Πολιτικής Προστασίας της χώρας δεν λειτούργησε κατά τα προβλεπόμενα από τον σχετικό νόμο και σύμφωνα με τις εγκυκλίους, σε όλες τις φάσεις της αντιμετώπισης της πυρκαγιάς και γενικά της διαχείρισης του εν λόγω καταστροφικού φαινομένου… Σοβαρά λάθη, ενέργειες, αρρυθμίες και δυσλειτουργίες, εντοπίζονται κυρίως: στη γενική γραμματεία πολιτικής προστασίας, στο πυροσβεστικό σώμα, την ΕΛ.ΑΣ., την περιφέρεια και τους δήμους. Τα φαινόμενα δυσλειτουργίας εντοπίζονται κυρίως σε δράσεις συντονισμού, επικοινωνίας και συνεργασίας των εμπλεκομένων δυνάμεων πολιτικής προστασίας, καθώς και σε λάθη, ενέργειες και παραλείψεις κατά τις δράσεις ετοιμότητας, κινητοποίησης και αντιμετώπισης και γενικά της διαχείρισης της κατάστασης» αναφέρεται στο πόρισμα των εισαγγελέων.
Οι εισαγγελείς εμφανίζονται απόλυτοι ότι η φωτιά ξεκίνησε από το Νταού Πεντέλης εξαιτίας ενός κατοίκου, ο οποίος δεν έσβησε τελείως με όσο νερό χρειαζόταν τη φωτιά που είχε ανάψει, αποκλείοντας τελείως το ενδεχόμενο να προκλήθηκε από άλλη αιτία και ιδίως από τον τερματικό στύλο του δικτύου παροχής ηλεκτρικού ρεύματος.
«Η καύση έγινε περίπου 5 ώρες πριν από την έναρξη της πυρκαγιάς, η οποία δεν έσβησε αποτελεσματικά, δηλαδή με επάρκεια ποσότητας νερού, καθώς και κάλυψη με ικανή ποσότητα χώματος, με αποτέλεσμα τα υπολείμματα της καύσης, λόγω των επικρατουσών καιρικών συνθηκών (αυξημένη θερμοκρασία, μειωμένη υγρασία περιβάλλοντος, ενίσχυση των ανέμων), να αναφλεγούν και να πυροδοτήσουν την παρακείμενη καύσιμη ύλη χαμηλού κυρίως ύψους (κυρίως ξερά χόρτα και μικρό διάσπαρτο αριθμό πεύκων), και με τον τρόπο αυτό αναπτύχθηκε και εξαπλώθηκε η πυρκαγιά στην ευρύτερη περιοχή» αναφέρουν οι εισαγγελείς, που επισημαίνουν ότι η ταχύτητα των ανέμων οδήγησε την πύρινη φλόγα στο να αποκτήσει «ιδιαίτερη δυναμική μεταξύ 17.17 έως 17.30» και πως το ενιαίο αρχικά μέτωπο διασπάστηκε σε άλλα δύο.
«Έτσι το ένα μέτωπο, που ήταν το πλέον επικίνδυνο και καταστροφικό, κατευθύνθηκε ανεξέλεγκτα, καθώς δεν αποκόπηκε με την προσβολή του και δεν ελέγχθηκε στο σημείο αυτό από τις πυροσβεστικές δυνάμεις, βορειοανατολικά προς Νέο Βουτζά-Μάτι-Κόκκινο Λιμανάκι, ενώ το άλλο, το οποίο παρεμποδίστηκε και κατασβέστηκε αποτελεσματικά από τις επιχειρούσες στην ευρύτερη περιοχή πυροσβεστικές δυνάμεις πριν εξαπλωθεί νοτιοανατολικά προς τον οικισμό της Καλλιτεχνούπολης, περιορίστηκε μόνο στη χαράδρα, που βρίσκεται βόρεια του οικισμού και έτσι δεν υπήρξαν ανθρώπινες απώλειες και εκτεταμένες καταστροφές».
Οι ευθύνες της Πυροσβεστικής
Όπως επισημαίνουν οι εισαγγελείς, τα στελέχη της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας δεν είχαν πραγματική εικόνα για τις συνθήκες της πυρκαγιάς, καθώς δε γνώριζαν:
- Ακριβή τόπο της εκδήλωσής της,
- τα μέτωπα,
- την εξέλιξη και την εξάπλωσή της,
- τις δυνάμεις που επιχειρούσαν.
Αποτέλεσμα ήταν η έλλειψη συντονισμού για την αποτροπή του τραγικού αποτελέσματος.
«Από τον συνδυασμό και την ανάλυση των ανωτέρω στοιχείων προκύπτει ότι υπήρξε καθυστέρηση στην αρχική προβολή των πυροσβεστικών δυνάμεων λόγω απόστασης, περί των 15’ περίπου από την ενημέρωση της πυροσβεστικής και 30’ περίπου από την εκδήλωση της πυρκαγιάς, παρά την άμεση αρχική εκκίνηση των δυνάμεων, λόγω απουσίας των πλησιέστερων περιπολικών, τα οποία φέρεται ότι αντικαταστάθηκαν από οχήματα εθελοντικών ομάδων, με τις σχετικές παρατηρήσεις, που έγιναν για την ικανότητα και τον αριθμό αυτών. Περαιτέρω προέκυψε ότι από τα πρώτα συνολικά επτά οχήματα που κατέφθασαν στο σημείο έναρξης από ώρα 16.55 έως 17.06, μόνο τα τρία εξ’ αυτών είχαν κατασβεστική ικανότητα».
Κατά συνέπεια, οι εισαγγελείς συμπεραίνουν «αφενός χρονική καθυστέρηση για την επέμβαση των πυροσβεστικών δυνάμεων, αφετέρου ότι η επέμβαση έγινε στο αρχικό στάδιο της πυρκαγιάς με μικρό αριθμό πυροσβεστικών δυνάμεων». Ένα ακόμη κομβικό σημείο – κατά τους εισαγγελείς – είναι ότι ελάχιστες σε σχέση με τη δυναμική της πυρκαγιάς δυνάμεις, «επικεντρώθηκαν επιχειρησιακά στην κατάσβεσή της πυρκαγιάς κυρίως στην περιοχή της Καλλιτεχνούπολης, η οποία φυσικά λόγω γειτνίασης απειλήθηκε πρώτα, με αποτέλεσμα η πυρκαγιά στην περιοχή εκτός της Καλλιτεχνούπολης να μην ελεγχθεί επαρκώς και να επεκταθεί ανεξέλεγκτα».
Παράλληλα, οι εισαγγελείς εκτιμούν ότι το πρόβλημα στη δράση των εναέριων μέσων φαίνεται πως εντοπίστηκε στις εντολές που δόθηκαν, αλλά δεν εκτελέστηκαν, ενώ από το υλικό της δικογραφίας προέκυψε ότι η ηγεσία του πυροσβεστικού σώματος δεν χρησιμοποίησε επιχειρησιακά και τα δύο εκ των τριών πυροσβεστικών πλοίων, που εδρεύουν στον 5ο λιμενικό πυροσβεστικό σταθμό στον Πειραιά, τα οποία θα μπορούσαν να συνδράμουν τη λιμενική αρχή Ραφήνας και να βοηθήσουν μαζί με τα υπόλοιπα πλωτά μέσα στη δια θαλάσσης διάσωση ατόμων από τη θαλάσσια περιοχή στο Μάτι και το Κόκκινο Λιμανάκι, όπου είχαν καταφύγει κάτοικοι για να προφυλαχθούν από την πυρκαγιά.
«Η συνδρομή των ως άνω πλοίων στην διάσωση ατόμων από τη θάλασσα, με δεδομένα τα ανωτέρω τεχνικά χαρακτηριστικά, αλλά και τη μεταφορική ικανότητά τους, θα ήταν πολύ σημαντική και ουσιαστική στη διάσωση ατόμων που κινδύνεψαν και τελικά πνίγηκαν. Επίσης η ηγεσία του πυροσβεστικού σώματος και η διοίκηση του ΕΣΚΕ δεν κινητοποίησαν, ως όφειλαν εκ της αποστολής της την Ειδική μονάδα Αντιμετώπισης καταστροφών (ΕΜΑΚ)» περιγράφεται στο πόρισμα.
Στο πόρισμα επισημαίνεται ότι δεν υπήρξε κανένα σχέδιο διάσωσης ανθρώπων οι οποίοι καλούσαν για απεγκλωβισμό και βοήθεια.
«Διαπιστώθηκε πλήρης έλλειψη συνεννόησης, συνεργασίας, κοινής αντίληψης και ενημέρωσης μεταξύ των αξιωματικών του ΣΕΚΥΠΣ με την πυρκαγιά και για την εικόνα αυτής. Συγκεκριμένα, όσες πληροφορίες, γεγονότα και ενέργειες σε διάφορα χρονικά σημεία γνωστοποιούνταν με διάφορους τρόπους στα υπηρεσιακά όργανα του ίδιου κέντρου, δεν γνωστοποιούνταν στους λοιπούς, δηλαδή δεν υπήρχε ενιαία εικόνα και πληροφόρηση μεταξύ των τριών τηλεφωνητών, των εκφωνητών, του αξιωματικού επιχειρήσεων και των δύο αξιωματικών υπηρεσίας, καθώς και της διοίκησης του ΕΣΚΕ/199-ΣΕΚΥΠΣ» αναφέρουν οι εισαγγελείς.
Οι ευθύνες στην ΕΛ.ΑΣ.
Για εσφαλμένη διαχείριση κυκλοφορίας και έλλειψη συνεργασίας και συνεννόησης μεταξύ των επιχειρησιακών κέντρων του Πυροσβεστικού Σώματος και της Ελληνικής Αστυνομίας, κάνουν λόγο οι εισαγγελείς.
«Κυρίαρχο ρόλο στη δημιουργία σύγχυσης και συνακόλουθα συμβολή στην έλλειψη συντονισμού των πυροσβεστικών δυνάμεων, αλλά και των λοιπών εμπλεκόμενων φορέων, έπαιξε η ύπαρξη και λειτουργία πολλών παράλληλα χρησιμοποιούμενων συστημάτων επικοινωνίας μεταξύ των αξιωματικών του Πυροσβεστικού Σώματος και των στελεχών των άλλων φορέων. Ειδικότερα, προέκυψε, ότι η επικοινωνία γινόταν Α) με τη χρήση κινητών τηλεφώνων, υπηρεσιακών η προσωπικών, Β) με τη χρήση ασύρματων, Γ) με τη χρήση ενσύρματων γραμμών» αναφέρουν, τονίζοντας ότι η Ελληνική Αστυνομία ήταν έτοιμη μόνο σε επίπεδο εγγράφων.
«Η ως άνω κατάσταση ετοιμότητας ήταν μόνο σε επίπεδο προβλέψεων και εγγράφων, χωρίς στην πραγματικότητα να εκτελεστεί, ήτοι και πάλι διαπιστώνεται η τυπική μόνο συμμόρφωση στις νομοθετικές προβλέψεις-επιταγές με την έκδοση των σχετικών εγγράφων, χωρίς όμως να υλοποιούνται οι εντολές και παραπέρα να ελέγχεται η υλοποίησή τους» αναφέρουν κι επισημαίνουν την έλλειψη αστυνομικών κατά την εξέλιξη της πυρκαγιάς για να λάβουν τα κατάλληλα κυκλοφοριακά μέτρα.
«Η έλλειψη σε αριθμό ανδρών και μέσων κατά την εξέλιξη της πυρκαγιάς έτσι ώστε να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα κυκλοφοριακής διαχείρισης στην περιοχή, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι επιχειρησιακά ήταν δόκιμη η ως άνω διευθέτηση με τον συγκεκριμένο τρόπο και χρόνο, οφείλεται στη μη θέση σε πραγματική ετοιμότητα των αστυνομικών δυνάμεων, καθώς οι υπεύθυνοι αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας αρκέστηκαν στην γραμματική διατύπωση των εντολών, οι οποίες δεν προέκυψε ότι εκτελέστηκαν-υλοποιήθηκαν σε πραγματικό επίπεδο. Περαιτέρω, επειδή οι εκτροπές έγιναν και σε σημεία του εσωτερικού οδικού δικτύου στο Μάτι, δημιουργήθηκε ξαφνικά μπλοκάρισμα στα οχήματα, που κινούνταν ήδη εκεί, καθώς ξαφνικά η διακοπή της κίνησης δημιούργησε συμφόρηση εσωτερικά στην περιοχή και έτσι δεν μπορούσαν να απεγκλωβιστούν τα οχήματα και να διαφύγουν από την περιοχή. Αποτέλεσμα όλων των ανωτέρω ήταν τελικά να εισέλθει μεγάλος αριθμός οχήματος στο Μάτι, πλέον αυτών που ήδη υπήρχαν εκεί και κινούνταν ή ήταν σταθμευμένα και κινήθηκαν στη συνέχεια, όταν οι κάτοικοι άρχισαν να κινούνται πανικόβλητοι για να απομακρυνθούν από την περιοχή. Έτσι η κίνηση των οχημάτων γινόταν άτακτα, με συνέπεια να δημιουργηθεί συμφόρηση στους στενούς δρόμους και τελικά να εγκλωβιστούν» αναφέρεται στο πόρισμα.
Οι Ευθύνες της Περιφέρειας
Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού προέκυψε ότι οι συμβάσεις που είχε υπογράψει η περιφερειάρχης, Ρένα Δούρου με ανάδοχες εταιρείες και αφορούσαν εργασίες συντήρησης και καθαρισμού δεν σχετίζονται στις περισσότερες περιπτώσεις με τις περιοχές όπου εκδηλώθηκε η φονική φωτιά. Μάλιστα, μια κρίσιμη σύμβαση, σύμφωνα τους εισαγγελικούς λειτουργούς, έληξε σε χρόνο που απέχει τουλάχιστον 18 μήνες από το συμβάν. Επομένως, «ακόμη και αν αφορούσε τις κρίσιμες περιοχές και το αντικείμενό της σχετιζόταν με τις υποχρεώσεις που έπρεπε να τηρηθούν από την Περιφέρεια Αττικής, η πάροδος τόσου χρόνου από την ολοκλήρωσή της δεν μπορεί να στηρίξει πραγματικά ισχυρισμό περί τήρησης της σχετικής υποχρέωσης». Επίσης, η σύμβαση η οποία φέρεται κατά τον χρόνο της πυρκαγιάς να ήταν σε ισχύ, δεν προσδιορίζει συγκεκριμένα το αντικείμενό της, ούτε ποιες περιοχές αφορούσε.
Ευθύνες της Περιφέρειας βρίσκει το πόρισμα και στην ενημέρωση του κοινού, καθώς οι αναρτήσεις στην ιστοσελίδα της δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι καλύπτουν τις απαιτήσεις του νόμου και ότι συντελούν αποφασιστικά στην επίτευξη των σκοπών του, καθώς δεν είναι προσιτές σε μεγάλο αριθμό κοινωνικών ομάδων, όπως είναι οι ηλικιωμένοι ή πρόσωπα με προβλήματα υγείας ή πρόσωπα χωρίς μόρφωση. Ειδική μνεία γίνεται στη συνεδρίαση του ΣΟΠΠ της Περιφέρειας Ανατολικής Αττικής, στις 26/4/2018, όπου, με βάση τα πρακτικά της συνεδρίασης, προκύπτει «ότι έγινε μια επιφανειακή παράθεση απόψεων των συμμετεχόντων, έχοντας καθαρά υλικό χαρακτήρα χωρίς να γίνει καθορισμός συγκεκριμένων δράσεων κατά αντικειμενικό χρόνο και υπόχρεο φορέα…».
Οι εισαγγελείς αναφέρουν ακόμη στο πόρισμά τους ότι με βάση «το γεγονός ότι στις 18.30 η φωτιά είχε ήδη περάσει την Μαραθώνος με κατεύθυνση προς τη θάλασσα, την ύπαρξη πυκνού μαύρου καπνού, την απόλυτη έλλειψη συντονισμού των εμπλεκομένων φορέων και τις ελάχιστες δυνάμεις και μέσα, μία ενδεχόμενη εκκένωση θα είχε τραγικά αποτελέσματα». Αντιθέτως, όπως επισημαίνεται στο πόρισμα, εάν η σχετική απόφαση για εκκένωση είχε ληφθεί στις 17.10, όταν ο σύνδεσμος στο ελικόπτερο ενημέρωσε ότι η φωτιά είναι στα σπίτια και στον περίβολό τους, «οι πιθανότητες να υλοποιηθεί το προληπτικό μέτρο θα ήταν εξαιρετικά θετικές, λαμβάνοντας υπόψη ότι τελικά η φωτιά έφθασε στην παραλία στις 19.00».
naftemporiki.gr