Skip to main content

Δίκη για Μάτι: «Ήμασταν παντρεμένοι μόνο τέσσερις μέρες….»

ΚΩΣΤΑΣ ΤΖΟΥΜΑΣ/EUROKINISSI

Η μάρτυρας κατέθεσε ότι η κατάσταση ήταν τραγική, υπήρχε καπνός παντού και περιέγραψε τις φρικτές στιγμές που έζησε βλέποντας τον άνδρα της να καίγεται ζωντανός. 

Συγκλονίζουν οι καταθέσεις αυτοπτών μαρτύρων για την φονική πυρκαγιά στο Μάτι.  Η Zoe Maria Holohan από την Ιρλανδία, είχε έρθει με τον συζυγό της στην Ελλάδα για γαμήλιο ταξίδι. Μόλις τέσσερις ημέρες ήταν παντρεμένοι όπως είπε κλαίγοντας στους δικαστές.

«Στις 23 Ιουλίου ο σύζυγός μου και εγώ, που είχαμε παντρευτεί μόνο τέσσερις ημέρες είχαμε έρθει στη Ραφήνα για το γαμήλιο ταξίδι. Μέναμε στη βίλα «Αλίκη». Ξυπνήσαμε το πρωί, φάγαμε το ωραίο πρωινό μας και καθίσαμε στην πισίνα. Κολυμπήσαμε και ο σύζυγός μου πήρε τηλέφωνο τη μητέρα του επειδή ήταν τα γενέθλιά της. Είπε στην μητέρα του ότι την αγαπούσε, αυτό ήταν και το τελευταίο τηλεφώνημά του. Το μεσημέρι πήγαμε μέσα για να ξεκουραστούμε. Είχε πολλή ζέστη. Είμαστε από την Ιρλανδία και δεν έχουμε συνηθίσει σε τέτοιες θερμοκρασίες. Κάναμε έρωτα για τελευταία φορά και κοιμηθήκαμε.

Μετά από μία ώρα, ξύπνησα, άκουσα τον  Μπράιν να φωνάζει. Είχε ήδη πιάσει φωτιά ο κήπος. Ήταν σε σοκ. Ήταν πολύ μεγάλη. Αμέσως έκλεισε τις πόρτες και μου είπε να κλείσουμε και την πίσω πόρτα. Καταλάβαμε ότι έπρεπε να τρέξουμε για τη ζωή μας. Φόρεσα μία λευκή ρόμπα, πήρα διαβατήρια, πορτοφόλια και τις βέρες μας. Μέσα στη βίλα υπήρχε ένα αυτοκίνητο που είχαμε νοικιάσει.

Πηδήξαμε μέσα στο αυτοκίνητο και προσπαθήσαμε να ανοίξουμε τη γκαραζόπορτα. Δεν άνοιξε. Τότε καταλάβαμε ότι είχε κοπεί ρεύμα. Θυμήθηκε ο Μπράιν ότι μας είχε πει η ιδιοκτήτρια βίλας πως υπήρχε ένα κλειδί, για να ανοίξει η γκαραζόπορτα, αλλά δε δούλευε. Ξοδέψαμε χρήσιμα λεπτά εκεί.

Είδαμε ότι η φωτιά μας είχε περικυκλώσει. Καταλάβαμε ότι έπρεπε να τρέξουμε. Με βοήθησε ο Μπράιν να πηδήξω τα κάγκελα, όταν τα πήδηξα, τραυματίστηκα στο γόνατο μου, πονούσα αλλά δε σκεφτόμουν το γόνατο. Πήδηξε και ο Μπράιν αλλά καταλάβαμε ότι είχε πιάσει μεγάλη φωτιά. Τον έβαλα να μου υποσχεθεί ότι θα είμαστε καλά, μου το υποσχέθηκε αλλά δεν μπόρεσε να τηρήσει την υπόσχεσή του» είπε η μάρτυρας, ξεσπώντας σε κλάματα.

Η μάρτυρας κατέθεσε ότι η κατάσταση ήταν τραγική, υπήρχε καπνός παντού και περιέγραψε τις φρικτές στιγμές που έζησε βλέποντας τον άνδρα της να καίγεται ζωντανός.

«Είχαν πιάσει φωτιά τα μαλλιά και τα ρούχα μου. Φτάσαμε στο δρόμο και είδαμε κάτι πολύ μικρά παιδιά. Τέσσερα-πέντε. Δεν υπήρχε ενήλικας. Τα πήραμε στην αγκαλιά μας και αρχίσαμε να τρέχουμε. Ξαφνικά εμφανίστηκε ένα αυτοκίνητο. Το σταματήσαμε, βάλαμε τα παιδιά μέσα. Καταλάβαμε ότι δεν υπήρχε χώρος για εμάς. Ζήτησα από τον οδηγό να μας βάλει στο πορτ μπαγκάζ. Άρχισε το αυτοκίνητο να τρέχει και αισθανόμαστε ότι πήγαινε σε ανηφόρα.

Οι φλόγες μας ερχόντουσαν συνεχώς κατά πάνω μας, μας έφτυναν. Το χέρι μου κόλλησε στο καπό. Όλο το σώμα μου είχε πιάσει φωτιά. Φωτιά έπιασαν και τα ρούχα του Μπράιν. Το αυτοκίνητο ξαφνικά τράκαρε σε ένα δέντρο. Το δέντρο έπεσε πάνω σε εμάς, ο Μπράιν άρχισε να φωνάζει και δεν μπορούσα να τον κρατήσω από το χέρι. Έπεσε από το αυτοκίνητο μέσα στη φωτιά.

Η τελευταία του λέξη ήταν «γιατί». Προσπάθησα να του φωνάξω, ήθελα να ακούσει πόσο τον αγαπούσα και ότι ήταν ο καλύτερος σύζυγος. Ήξερα ότι είχε πεθάνει, εξαφανίστηκε μέσα στη φωτιά και τον άκουσα να φωνάζει. Καθόμουν στο πορτ μπαγκαζ και αισθάνθηκα ότι ήταν το φέρετρό μου. Δεν μπορώ να περιγράψω τον πόνο. Το πρόσωπο μου άρχισε να λιώνει

και καθόμουν και περίμεναν τον θάνατό μου. Ήταν σαν φαντάσματα να βγαίνουν από καπνούς. Ένας πυροσβέστης, ήρθε και με έπιασε, με αγκάλιασε και με έβγαλε από το αυτοκίνητο. Νομίζω ότι ήρθε γιατί με άκουσε να φωνάζω το όνομα Μπράιν. Με άρπαξε, με αγκάλιασε, με έβγαλε και με πέρασε μέσα από φωτιά.

Με πήγε μέσα σε ένα φορτηγό που φαινόταν της πυροσβεστικής. Του ζήτησα να γυρίσει να πάρει τον Μπράιν αλλά πιστεύω δε με κατάλαβε. Άρχισε να τρέχει ο οδηγός με μεγάλη ταχύτητα και μου μιλούχε για να με ηρεμήσει. Κοίταξα τα χέρα μου, είχε αρχίσει να βγαίνει το δέρμα μου, ήταν σαν ταινία τρόμου, από το ένα μάτι δεν έβλεπα. Τα μαλλιά μου, είχε κολλήσει στο σώμα μου», περιέγραψε συγκλονισμένη και φορτισμένη η μάρτυρας στην κατάθεση της.

Η μάρτυρας κλαίγοντας υποστήριξε ότι δεν της δόθηκε η απαραίτητη περίθαλψη από το νοσοκομείο όπου οδηγήθηκε.

«Με πήγαν στο ασθενοφόρο, ο πόνος είναι τόσο ισχυρός, υπήρχαν δύο άτομα και τους παρακαλούσα να μου δώσουν κάτι για τον πόνο. Δεν απάντησαν. Έκλαιγα. Φώναζα και ζητούσα βοήθεια. Πίστευα ότι θα πεθάνω και άρχισαν να γελάνε. Δε γνωρίζω γιατί γέλαγαν και ένας που μίλαγε καλά αγγλικά μου είπε να σκάσω και έσκασα.

Αισθανόμουν έτσι κι αλλιώς ότι θα πεθάνω. Με πήγαν στο νοσοκομείο, τότε, κατάλαβα πως τόσος κόσμος έχει καεί. Παντού όλοι φώναζαν και έκλαιγαν και μύριζε καμένο δέρμα. Ήμουν εκεί για μεγάλο διάστημα όπως κι άλλοι. Ήταν κόλαση. Με έβγαλαν από τα επείγοντα, με πήγαν σε άλλο όροφο και νομίζω πως ήταν επειδή είχα ιδιωτική ασφάλιση. Με έβαλαν σε δωμάτιο με παράθυρο. Έβλεπα το πρόσωπο μου. Το μισό πρόσωπο είχε μαυρίσει και λιώσει».

Συνολικά 30-33 χειρουργεία έχει κάνει η μάρτυρας στην Ελλάδα και την Ιρλανδία, όπως κατέθεσε στο δικαστήριο. Όταν νοσηλεύτηκε σε ιδιωτικό νοσοκομείο, έμαθε ότι βρέθηκε η σωρός του συζύγου της.

«Μέχρι τότε πίστευα πως ίσως είχε διασωθεί ο Μπράιν και βρισκόταν σε άλλο νοσοκομείο. Ο αδελφός μου, μου είπε πως πέθανε μέσα στη φωτιά. Ήμουν στο νοσοκομείο για ένα μήνα. Κάθε 2-3 ημέρες έκανα χειρουργεία. Τα πόδια μου είχαν καεί σε μεγάλο βαθμό. Πίστευα πως δε περπατήσω ξανά», κατέθεσε η μάρτυρας.

naftemporiki.gr