Skip to main content

Έρευνα ΕΝΑ-Prorata: Απογοητευμένοι και θυμωμένοι οι Έλληνες για την ποιότητα ζωής τους

Aris Oikonomou/ SOOC

To Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ συνεργασία με την εταιρεία Prorata διεξήγαγε μεγάλη πανελλαδική κοινωνική έρευνα για τους όρους και την ποιότητα ζωής σήμερα, εγκαινιάζοντας ένα νέο ερευνητικό εγχείρημα.

Ποια συναισθήματα κυριαρχούν; Ποια είναι η αντίληψη για την ποιότητα ζωής; Επαρκεί το διαθέσιμο εισόδημα; Πόσο «ακριβή» είναι η στέγη; Είναι εφικτή η αποταμίευση και πόσοι καταφεύγουν στον δανεισμό για τα «βασικά έξοδα»; Υπάρχει η δυνατότητα για διακοπές και ψυχαγωγία; Πώς αξιολογούνται τα μέτρα κυβερνητικής στήριξης;

Με αυτά τα ερωτήματα βασικούς πυλώνες της έρευνας το ΕΝΑ επιχειρεί να συλλέξει πρωτογενές υλικό που θα εντοπίζει τάσεις και θα αναδεικνύει φαινόμενα που χαρακτηρίζουν της συνθήκες ζωής στην Ελλάδα σήμερα.

Συναισθήματα

Σε ό,τι αφορά το «πώς νιώθετε σήμερα», μεταξύ των ερωτώμενων τα δύο κυρίαρχα συναισθήματα έχουν αρνητική φόρτιση και είναι η απογοήτευση (41%) και ο θυμός (39%). Τα αντίστοιχα θετικά, η ελπίδα και η αισιοδοξία καταγράφουν χαμηλά ποσοστά, 17% και 15% αντίστοιχα.

Εκείνο που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως εύρημα είναι ότι ως προς τα θετικά συναισθήματα, τις υψηλότερες τιμές για την ελπίδα (23%) και την αισιοδοξία (19%) τις συναντάμε στα άτομα άνω των 55 ετών και τις χαμηλότερες -7% και 11% αντίστοιχα- στα άτομα μεταξύ 17-34.

Ποιότητα ζωής

Σε ό,τι αφορά την ποιότητα ζωής, οι θετικές απαντήσεις [ισορροπημένη (5%), ανεκτή (10%) και ικανοποιητική (11%)] που αθροίζουν 26% υστερούν κατά πολύ των αρνητικών [ασφυκτική (35%) και πιεστική (37%)] που αθροίζουν 72%.

Εισόδημα

Σε ό,τι αφορά την ικανοποίηση των εργαζόμενων από τις αποδοχές του, η πλειονότητα (53%) εμφανίζεται δυσαρεστημένη/πολύ δυσαρεστημένη. Το 26% εμφανίζεται ούτε δυσαρεστημένο/ούτε ευχαριστημένο, ενώ ένα μόλις 16% εμφανίζεται πολύ ικανοποιημένο.

Κι εδώ η ηλικία συνιστά αξιοσημείωτο παράγοντα αφού η υψηλότερη τιμή «δυσαρέσκειας» εντοπίζεται στους 17-34 (54%) και η υψηλότερη τιμή «ικανοποίησης» στους 55+ (17%), παρότι σε όλες τις ηλικιακές κατηγορίες η «δυσαρέσκεια» εμφανίζει σημαντικά υψηλότερες τιμές.

Ως προς την αποταμίευση, το 74% των ερωτώμενων δηλώνει ότι δεν αποταμιεύει, ενώ το 24% το επιτυγχάνει.

Το 46% δηλώνει ότι έχει καταφύγει σε δανεισμό το 2022 για να καλύψει προσωπικά έξοδα και λογαριασμούς, ενώ το 53% ότι δεν έχει δανειστεί.

Σύμφωνα με την περαιτέρω ανάλυση, οι άνεργοι, μακράν των υπόλοιπων, έχουν καταφύγει σε δανεισμό (45%), ενώ μεταξύ όσων δανείστηκαν και είναι οικονομικά ενεργοί ή έχουν σταθερό εισόδημα (συνταξιούχοι) , τις υψηλότερες τιμές εντοπίζουμε στους μισθωτούς του Δημοσίου (19%) και μετά στους του ιδιωτικού τομέα (17%).

Μέτρα κυβερνητικής στήριξης

Σε σχέση με τα μέτρα κυβερνητικής στήριξης κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο που κυριαρχεί από την πληθωριστική έξαρση και την ενεργειακή κρίση, το 67% των ερωτώμενων δηλώνει ότιαυτά «δεν με έχουν βοηθήσει καθόλου», το 21% ότι «με έχουν βοηθήσει αλλά δεν επαρκούν» και μόλις το 8% ότι «με έχουν βοηθήσει πολύ».

Οι υψηλότερες τιμές «μη βοήθειας» εντοπίζονται στους μισθωτούς (75% για τους του Δημόσιου και 74% για τους του ιδιωτικού τομέα).

Η υψηλότερη τιμή «βοήθειας, αλλά «μη επαρκούς» εντοπίζεται στους άνεργους, ενώ η υψηλότερη τιμή «με έχουν βοηθήσει πολύ» σε συνταξιούχους (13%) και ελεύθερους επαγγελματίες (11%).

Τα παραπάνω μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι αν και τα μέτρα στήριξης πλειονοτικά θεωρείται ότι δεν έχουν βοηθήσει (αυτή η απάντηση ξεπερνά το 60% σε κάθε επαγγελματική κατηγορία), εν τούτοις μοιάζουν να μην έχουν «ακουμπήσει» καθόλου τους μισθωτούς, να έχουν ωφελήσει τους άνεργους αλλά σε βαθμό υποδεέστερο των αναγκών τους και τέλος να έχουν πιο θετικό αντίκτυπο σε συνταξιούχους και επαγγελματίες, δύο κατηγορίες βέβαια που χαρακτηρίζονται περισσότερο από τις διαφορές παρά από τις ομοιότητές τους.

Στέγη

Η ιδιοκατοίκηση εμφανίζει σαφώς πλειονοτικό χαρακτήρα, αφού σε ιδιόκτητο σπίτι διαμένει το 62% των ερωτώμενων. Ένα ποσοστό, πάντως, που, αν και χρειάζονται περισσότερες διασταυρώσεις από σχετικές πηγές δεδομένων, εμφανίζεται να υπολείπεται των εξαιρετικά υψηλών ποσοστών ιδιοκατοίκησης του παρελθόντος ή της αίσθησης για τι μέγεθος αυτών των ποσοστών.

Το 25% όμως πληρώνει ενοίκιο και για το 70% αυτών το κόστος ενοικίου μοιάζει υψηλό σε σχέση με τα εισοδήματά του.

Σε ό,τι αφορά τα κοινωνικοδημογραφικά χαρακτηριστικά της ιδιοκατοίκησης ή της μίσθωσης, τα υψηλότερα ποσοστά ιδιοκατοίκησης εμφανίζονται στις ηλικίες 55+, ενώ τα υψηλότερα ενοικίασης στις ηλικίες 17-34.

Ως προς το επάγγελμα, οι χαμηλότερες τιμές ιδιοκατοίκησης εντοπίζονται στους μισθωτούς τους ιδιωτικού τομέα (53%) και οι υψηλότερες μίσθωσης ακινήτου στους ίδιους πάλι (33%).

Παρατηρούμε λοιπόν ότι όσο αυξάνεται η ηλικία αλλά και όσο σταθερότερη είναι η εισοδηματική πηγή (μισθωτοί Δημοσίου, συνταξιούχοι) τόσο αυξάνονται τα ποσοστά ιδιοκατοίκησης, ενώ όσο χαμηλώνει ο ηλικιακός πήχης και εντείνεται η εισοδηματική αβεβαιότητα (μισθωτοί ιδιωτικού τομέα) τόσο αυξάνονται τα ποσοστά της πληρωμής ενοικίου.

Διακοπές και ψυχαγωγία

Σύμφωνα με την έρευνα, το 50% των ερωτώμενων δεν κατάφερε να κάνει διακοπές το καλοκαίρι του 2022.

Μεταξύ όσων δεν έκαναν, τις υψηλότερες τιμές δίνουν σε επίπεδο ηλικίας οι 35-54 (52%), δηλαδή οι καθ’ υπόθεση «παραγωγικές ηλικίες», σε επίπεδο επαγγελματικής κατάστασης οι άνεργοι (78%) και σε επίπεδο τόπου διαμονής, οι μη διαμένοντες στην Αθήνα (60%).

Ανάμεσα σε όσους είναι οικονομικά ενεργοί, το 47% των μισθωτών του Δημοσίου, το 43% των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα και το 47% των επαγγελματιών δεν πήγαν διακοπές, εύρημα που δείχνει ότι σχεδόν ½ έχοντες εργασία και -μεγαλύτερο ή μικρότερο- εισόδημα δεν είχαν τη δυνατότητα για διακοπές το περασμένο καλοκαίρι.

Το 71% δηλώνει ότι δεν έχει την εισοδηματική δυνατότητα για ψυχαγωγία και τις δραστηριότητες που θα επιθυμούσε. Μάλιστα το 67% δηλώνει ότι σε σχέση με το 2019 έχει περιορίσει το budget του για ψυχαγωγία εκτός σπιτιού. Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι η συντριπτική πλειονότητα των ερωτώμενων εμφανίζει «αδυναμία» να ικανοποιεί ανάγκες ψυχαγωγίας και δραστηριοτήτων που θα θεωρούσε «επιθυμητές»

Ολόκληρη η έρευνα εδώ

*Η ανάλυση των αποτελεσμάτων γίνεται από τον Παναγιώτη Σκευοφύλακα, Γενικό Διευθυντή του ΕΝΑ.