«Κάθε χρόνο ρωτούσα αν πράγματι με ήθελαν ακόμη να παραμείνω. Γιατί στη διαπραγμάτευση, δεν μπορείς να παραμείνεις αν δεν απολαμβάνεις της εμπιστοσύνης και των δύο πλευρών, πρέπει να αποσυρθείς. Μου έλεγαν πάντα, μείνε ακόμη ένα χρόνο, δεν έχουμε σημειώσει πρόοδο, όμως συνέχισε την προσπάθεια». Με αυτά τα λόγια, ο Μάθιου Νίμιτς, ο μακροβιότερος απεσταλμένος του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ, περιέγραψε το πώς παρέμεινε στη θέση του για 20 χρόνια και ευτύχησε να δει τις διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλάδας και Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας να έχουν επιτυχή κατάληξη.
Μιλώντας στην καθημερινή ενημέρωση των ανταποκριτών των Ηνωμένων Εθνών, ο κ. Νίμιτς σημείωσε πως αυτό του έδινε ελπίδα. «Γιατί πίστευα ότι ως πρόβλημα ήταν επιλύσιμο. Ηταν πραγματικό, αλλά επιλύσιμο».
Παράλληλα, ανέφερε πως τρέφει μεγάλες ελπίδες και για τις δύο χώρες. Για την Ελλάδα, είπε πως διαδραματίζει ρόλο στην περιοχή για χιλιάδες χρόνια και έχει κάθε λόγο να προσέχει τα συμφέροντά της. Ενώ για τους κατοίκους της «νεαρής Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας» είπε πως για πρώτη φορά έχουν τη δική τους χώρα και προσπαθούν να δουν πώς θα διοικήσουν ένα καινούργιο κράτος στα Βαλκάνια.
Κάνοντας μία σύντομη ιστορική αναδρομή στις διαπραγματεύσεις για την επίλυση της διαφοράς, είπε πως μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της ΠΓΔΜ, η συνταγματική της ονομασία θεωρήθηκε από την Ελλάδα ως προκλητική και το Συμβούλιο Ασφαλείας έδωσε οδηγία στον γ.γ. του ΟΗΕ να χειριστεί το θέμα, με τα ψηφίσματά του το 1993. «Δεν ήταν το όνομα της χώρας, ήταν ένας προσδιορισμός μέχρις ότου καθοριστεί το όνομα. Για παράδειγμα, σα να λέμε το παιδί του κυρίου και της κυρίας Νίμιτς, μέχρις ότου οι γονείς συμφωνήσουν στο όνομα. Όμως αν δεν μπορούν να συμφωνήσουν κι αυτό συνεχίζεται για 24 χρόνια, το παιδί δεν μπορεί να έχει μια ευτυχισμένη ζωή».
Για τη συμφωνία των Πρεσπών, που κυρώθηκε κι από τις δύο χώρες και τέθηκε σε ισχύ πρόσφατα, υπενθύμισε πως «αφορούσε το όνομα, τους επιθετικούς προσδιορισμούς, γλώσσα, θέματα αμφιλεγόμενα και στις χώρες, που δεν είναι εύκολα σε πολλούς να τα κατανοήσουν: Πώς είναι δυνατόν να υπάρχει τόση δυσκολία για ένα όνομα; Όμως σχετίζεται με την ταυτότητα και ιστορικά ζητήματα. Και όμως επιλύθηκαν», είπε ο Μάθιου Νίμιτς, πιστώνοντας για τη συμφωνία στο μεγαλύτερο βαθμό, τους πρωθυπουργούς των δύο χωρών, «οι οποίοι προσδιόρισαν ότι ήταν κάτι που θα έπρεπε να λυθεί και ανέλαβαν την ευθύνη να το πράξουν».
Ο προσωπικός απεσταλμένος του γ.γ., έκανε μία σύντομη αναφορά στις διαπραγματεύσεις του με τους δύο υπουργούς Εξωτερικών κ.κ. Κοτζιά και Ντιμιτρόφ – κυρίως στη Βιέννη – οι οποίες τελικά κατέληξαν σε μία συμφωνία που αφορά ένα ολόκληρο εύρος θεμάτων, μεταξύ άλλων και τα σχολικά βιβλία, και θέματα που προκαλούν, την περίοδο εφαρμογής της συμφωνίας κ.ά..
«Ελπίζω ότι αυτό θα οδηγήσει σε καλές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών και σε μια περισσότερο ασφαλή περιοχή. Η Ελλάδα ήρε τις ενστάσεις της στην ενταξιακή διαδικασία της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ. Αυτή είναι η λύση, και τώρα το δικό μου έργο τελείωσε».
Σχετικά με τα ζητήματα που αφορούν στην περίοδο εφαρμογής της συμφωνίας, ο κ. Νίμιτς είπε πως έχει θέματα που αφορούν στο μέλλον, όπως οι επιτροπές για τα σχολικά βιβλία.
«Μία από τις ανησυχίες είναι ο αλυτρωτισμός και η δαιμονοποίηση του γείτονα. Από μόνη της η αλλαγή της ονομασίας παίρνει πολύ καιρό. Πρέπει να αλλάξει κάθε διαβατήριο, άδεια οδήγησης, πανεπιστημιακό δίπλωμα, άδειες γάμου, ταμπέλες σε κτήρια. Θα πάρει κάποιο χρόνο. Επίσης, οι σχέσεις μεταξύ των δύο λαών και των δύο χωρών χρειάζονται χρόνο. Υπάρχουν ζητήματα στην εμπορική χρήση του ονόματος ‘Μακεδονία’…».
Πρόσθεσε ότι «είναι πολύ δύσκολο για τους Ελληνες να χρησιμοποιήσουν τη λέξη “Μακεδόνας” όταν αναφέρονται στους ανθρώπους στη Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας. Γιατί χρησιμοποιούν τον όρο “Μακεδόνες” αναφερόμενοι σε Έλληνες της ελληνικής Μακεδονίας».
Ανέφερε ότι θα υπάρχουν ζητήματα μεταξύ των δύο χωρών και των ανθρώπων, όμως, όπως κάθε τι, θα τα επεξεργάζονται. «Οι Αμερικανοί κι οι Καναδοί έχουν ακόμη ζητήματα που προσπαθούν να λύσουν», είπε χαριτολογώντας.
Ερωτηθείς για τα διδάγματα από την διαπραγμάτευση της διαφοράς Αθηνών – Σκοπίων σε άλλες μακροχρόνιες διαφορές, όπως το Κυπριακό και το Ιρλανδικό, ο κ. Νίμιτς που είχε εμπλοκή και στα δύο (στο Κυπριακό όταν ήταν υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ το 1977, την περίοδο του σχεδίου ΗΠΑ-Καναδά- Βρετανίας), είπε πως στην επίλυση των διαφορών η χρονική συγκυρία είναι πολύ σημαντική.
«Κάποια από αυτά τα προβλήματα είναι πολύ προφανή. Σχετίζονται με την ταυτότητα, εθνικές διαφορές, ιστορικές διαφορές. Η ιστορία της Κύπρου ή της Ιρλανδίας. Δεν είναι εύκολο να επιλυθούν. Υπάρχουν όμως ιστορικές στιγμές όπου συμβαίνει».
Για το Κυπριακό είπε πως η δυναμική του σχετίζεται, όχι μόνο με τους ανθρώπους στην Κύπρο, αλλά και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, τις εγγυήτριες δυνάμεις κ.ά.
«Πιστεύω πως ένα από τα κρίσιμα ζητήματα, είναι να κρατάς τη διαδικασία ενεργή. Στα 24 χρόνια, στο θέμα της μακεδονικής ονομασίας υπήρχαν στιγμές όπου δεν υπήρχε πρόοδος και τα πράγματα φαίνονταν μαύρα. Αυτό που κάναμε ήταν να συνεχίζουμε τη διαδικασία. Είχαμε πάντοτε συναντήσεις με τους αντιπροσώπους των δύο χωρών, συνεχίσαμε να ανταλλάσουμε προτάσεις, παρατηρώντας για ανοίγματα, μιλώντας στους ανθρώπους κι ακούγοντας τις ανησυχίες τους. Κι όταν ήλθε η σωστή σύνθεση, ήταν ευκολότερο να προχωρήσουμε μπροστά. Πιστεύω πως σ’ αυτόν τον τομέα, το σύστημα των Ηνωμένων Εθνών κάνει καλή δουλειά στη διατήρηση των σχέσεων. Αν δεν μπορείς να λύσεις ένα πρόβλημα, διαχειρίσου το».
Απαντώντας σ’ όσους, μιλώντας για το Κυπριακό το χαρακτηρίζουν «κατεψυγμένο πρόβλημα» όπου δεν υπάρχει πρόοδος, ο διεθνής μεσολαβητής είπε πως «συγκρίνοντάς το με τη Συρία και μέρη όπου σκοτώνονται άνθρωποι .. και παιδιά, τι θέλουμε; Μία διαμάχη όπου οι άνθρωποι ζουν μία κανονική ζωή, ή ένα πραγματικά θερμό πόλεμο; Διάλογο, ακόμη κι αν χρειάζονται χρόνια και χρόνια…».
Πηγή: ΑΜΠΕ