Επιστολή 16χρονου Σύρου πρόσφυγα στην οποία περιγράφει τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης σε κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης στον Έβρο αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα των Γιατρών του Κόσμου.
Σ’ αυτήν ο 16χρονος, που βρίσκεται δύο μήνες στη δομή φιλοξενίας, απογοητευμένος από την καθημερινότητά του, τονίζει ότι έχει χάσει κάθε ελπίδα και ότι «αυτό το μέρος είναι η αιτία που θέλω να δώσω τέλος στη ζωή μου».
Επίσης περιγράφει τις ταλαιπωρίες που πέρασε μέχρι να φτάσει στην Ελλάδα, τις συνομιλίες του με ψυχολόγους και καταλήγει: «Θέλω μόνο να βγω, δεν χρειάζομαι κανέναν. Θα βρω τον δρόμο μου»…
Ολόκληρη η επιστολή του νεαρού Σύρου πρόσφυγα, έχει ως εξής:
«Πριν από τρία χρόνια αποφάσισα να φύγω από τη Συρία εξαιτίας του πολέμου. Η οικογένειά μου είναι ακόμα εκεί, δεν μπορούσαν να έρθουν μαζί μου επειδή οι γονείς έχουν προβλήματα υγείας.
Η μητέρα μου έχει πρόβλημα με την καρδιά της και δεν μπορεί να περπατήσει καλά, ενώ ο πατέρας μου έχει χρόνια ασθένεια. Έχω μια αδελφή στην Αμερική κι άλλη μία στη Σαουδική Αραβία, όμως δεν ήθελα να πάω να τις βρω. Θέλω να φτιάξω το μέλλον μου μόνος μου, στην Ευρώπη…
Η οικογένειά μου χρειάστηκε πολύ καιρό για να μαζέψει τα χρήματα γι’ αυτό το ταξίδι. Από τη Συρία πέρασα στην Τουρκία όπου έμεινα οκτώ μήνες. Εκεί δούλευα και μοιραζόμουν ένα διαμέρισμα με άλλα παιδιά. Ήμουν σερβιτόρος και δούλευα και σε πλυντήριο αυτοκινήτων για να μαζέψω χρήματα και να έρθω στην Ελλάδα. Ακόμα χρωστάω χρήματα στον διακινητή και πρέπει να τα βρω όταν βγω από εδώ [το ΚΥΤ].
Κατάφερα να έρθω στην Ελλάδα με τη δεύτερη προσπάθεια. Την πρώτη φορά, πήγα στο Μποντρούμ για να περάσω απέναντι στην Κω. Πήραμε μια μικρή βάρκα που ήταν για 4-5 άτομα μόνο, αλλά ο διακινητής έβαλε μέσα 11 από εμάς. Ακόμα και τα σωσίβια που μας έδωσε ήταν μεταχειρισμένα. Είχαμε φτάσει σχεδόν στα μισά όταν η βάρκα αναποδογύρισε και πέσαμε στη θάλασσα.
Μείναμε μισή ώρα στο νερό, μέχρι που μας μάζεψε το τουρκικό λιμενικό και μας γύρισε στην Τουρκία. Μείναμε με τα βρεγμένα ρούχα όλη μέρα. Όποτε έκανα μια ερώτηση, με έσπρωχναν και με χτυπούσαν. Μας χτυπούσαν πολύ και μας έδιναν φαγητό μόνο μία φορά τη μέρα, λίγα μπισκότα και χυμό μόνο.
Την άλλη μέρα με άφησαν και έστειλαν όλους τους Σύρους στην Ούρφα (μια πόλη στα σύνορα Τουρκίας-Συρίας). Ύστερα, γυρίσαμε με λεωφορείο στην Κωνσταντινούπολη. Κάναμε 20 ώρες να φτάσουμε, επειδή ήμασταν 30-35 σε ένα λεωφορείο που είχε μόνο 9 θέσεις. Από την Κωνσταντινούπολη πήγαμε στον ποταμό Έβρο για να περάσουμε στην Ελλάδα.
Από τότε, εδώ και δύο μήνες, βρίσκομαι εδώ στο ΚΥΤ. Προσπάθησα να κρεμαστώ στο κοντέινερ. Έχω προσπαθήσει να αυτοκτονήσω τρεις φορές και συνεχίζω να κάνω τις ίδιες σκέψεις. Αυτό το μέρος είναι η αιτία που θέλω να δώσω τέλος στη ζωή μου.
Το φαγητό, για παράδειγμα, είναι χάλια, αν το δίναμε στα σκυλιά δεν θα το έτρωγαν. Ο καθένας μού υπόσχεται ότι θα με βοηθήσει, αλλά είμαι ακόμα εδώ. Έχω μιλήσει με ψυχολόγο τρεις φορές, κι άλλες δύο φορές με ψυχίατρο στην Αλεξανδρούπολη. Η ψυχίατρος ήρθε εδώ μία φορά, αλλά δεν με βοήθησε αυτό. Έχω χάσει κάθε ελπίδα. Θέλω μόνο να βγω, δεν χρειάζομαι κανέναν. Θα βρω τον δρόμο μου…»