Skip to main content

Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων: Πρόχειρη η ΚΥΑ για τη λειτουργία των δικαστηρίων

Για προχειρότητα κάνει λόγο η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων αναφορικά με την εσπευσμένη έκδοση της νέας ΚΥΑ (με ημερομηνία 6.11.2020, ΦΕΚ Β΄ 4899/6.11.2020), κατά το σκέλος που αφορά στη λειτουργία των δικαστηρίων. 

«Συνεπώς ήταν αναμενόμενο να δημιουργηθούν ζητήματα που χρειάζονται άμεσα διευκρινίσεις και συμπληρώσεις», αμαφέρεται στη σχετική ανακοίνωση στην οποία αναφέρονται όσα ζητήματα έχουν προκύψει. 

«Η Ένωση εκφράζει αρχικά τις σοβαρές επιφυλάξεις της για τη διεύρυνση της δικαστικής ύλης που εξακολουθεί να μην τίθεται σε αναστολή σε συνθήκες lock down συγκριτικά με το σαφώς πιο οριοθετημένο πλαίσιο του Απριλίου. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι η εξαίρεση από την αναστολή της εκδίκασης των πλημμελημάτων (ο χρόνος παραγραφής των οποίων συμπληρώνεται μέχρι 31.12.2021) θα έχει ως αναπόδραστη συνέπεια τον συνωστισμό στις δικαστικές αίθουσες διαδίκων, μαρτύρων, πραγματογνωμόνων, διερμηνέων, οι οποίοι δεν μπορούν να γνωρίζουν τον χρόνο συμπλήρωσης της παραγραφής των αδικημάτων», συνεχίζει η ανακοίνωση. 

Αναλυτικά τα όσα αναφέρει η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων:

«Η εσπευσμένη έκδοση της νέας Κ.Υ.Α. (με ημερομηνία 6.11.2020, ΦΕΚ Β΄ 4899/6.11.2020), κατά το σκέλος που αφορά στη λειτουργία των Δικαστηρίων, έγινε πρόχειρα και ήταν συνεπώς αναμενόμενο να δημιουργηθούν ζητήματα που χρειάζονται άμεσα διευκρινίσεις και συμπληρώσεις.

Η Ένωση εκφράζει αρχικά τις σοβαρές επιφυλάξεις της για τη διεύρυνση της δικαστικής ύλης που εξακολουθεί να μην τίθεται σε αναστολή σε συνθήκες lock down συγκριτικά με το σαφώς πιο οριοθετημένο πλαίσιο του Απριλίου. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι η εξαίρεση από την αναστολή της εκδίκασης των πλημμελημάτων (ο χρόνος παραγραφής των οποίων συμπληρώνεται μέχρι 31.12.2021) θα έχει ως αναπόδραστη συνέπεια τον συνωστισμό στις δικαστικές αίθουσες διαδίκων, μαρτύρων, πραγματογνωμόνων, διερμηνέων, οι οποίοι δεν μπορούν να γνωρίζουν τον χρόνο συμπλήρωσης της παραγραφής των αδικημάτων.

Η Ένωση στα πλαίσια του επιστημονικού της σκοπού εκφράζει τις ακόλουθες σκέψεις σχετικά με τη λειτουργία και την ορθή ερμηνεία της νέας Κ.Υ.Α.:

1) Η Κ.Υ.Α. σε σχέση με τη λειτουργία των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων θέτει ως κανόνα την προσωρινή αναστολή των δικών και μόνο κατ’ εξαίρεση επιτρέπει τη συζήτηση ορισμένων υποθέσεων. Συνεπώς, οι διατάξεις που προβλέπουν τη συζήτηση πολιτικών υποθέσεων, ως εξαιρετικό δίκαιο, πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Με βάση τη διαπίστωση αυτή, αλλά και από τη δομή και διατύπωση των σχετικών διατάξεων της Κ.Υ.Α. προκύπτει ότι η δυνατότητα συζήτησης πολιτικών υποθέσεων χωρίς εξέταση μαρτύρων, κατόπιν σχετικής δήλωσης των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων, αφορά αποκλειστικά και μόνο υποθέσεις αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας (δηλ. όσες δικάζονται με την τακτική ή οποιαδήποτε ειδική διαδικασία), καθώς για τις υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων και εκούσιας δικαιοδοσίας προβλέπονται ειδικές-εξαιρετικές ρυθμίσεις.

2) Κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων μπορούν να δικάζονται κατ’ εξαίρεση μόνο οι υποθέσεις που μνημονεύονται ειδικά στην Κ.Υ.Α., δηλαδή όσες έχουν αντικείμενο εγγυοδοσία, εγγραφή ή εξάλειψη ή μεταρρύθμιση προσημείωσης υποθήκης, συντηρητική κατάσχεση κινητής ή ακίνητης περιουσίας, δικαστική μεσεγγύηση, σφράγιση, αποσφράγιση, απογραφή και δημόσια κατάθεση κατά τα άρθρα 737, 738 ΚΠολΔ, ευρωπαϊκή διαταγή δέσμευσης λογαριασμού κατ’ άρθρο 738Α ΚΠολΔ, τις ανακλήσεις αυτών, καθώς και τις σχετικές με αυτές διαφορές του άρθρου 702 ΚΠολΔ, ενώ κατά την εκούσια δικαιοδοσία δικάζονται μόνο οι υποθέσεις που έχουν αντικείμενο τη θέση σε δικαστική συμπαράσταση σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 801 επ. ΚΠολΔ.

3) Οι υποθέσεις του Ν. 3869/2010 (για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά), που δικάζονται με την εκούσια δικαιοδοσία, αποσύρονται υποχρεωτικά από το πινάκιο, ανεξάρτητα από το αν εκκρεμούν σε πρώτο βαθμό στα Ειρηνοδικεία ή σε δεύτερο βαθμό στα Πρωτοδικεία. Το ίδιο ισχύει και για όλες τις υπόλοιπες μη γνήσιες υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων και εκούσιας δικαιοδοσίας (π.χ. υποθέσεις πτωχευτικού δικαίου και δικαίου εξυγίανσης επιχειρήσεων, συλλογικές αγωγές καταναλωτών, κτηματολογικές υποθέσεις, κ.λ.π.), η συζήτηση των οποίων κατά τη διάρκεια ισχύος της Κ.Υ.Α. δεν επιτρέπεται ούτε με δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων, για τους λόγους που αναφέρθηκαν πιο πάνω (αριθ. 1).

4) Η δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων για συζήτηση της υπόθεσης χωρίς εξέταση μαρτύρων, σε όσες περιπτώσεις κατά τα προαναφερόμενα είναι επιτρεπτή, μπορεί να υποβάλλεται εντός του ωραρίου λειτουργίας της Γραμματείας του αρμόδιου Δικαστηρίου την προτεραία της δικασίμου. Τυχόν ερμηνεία, κατά την οποία είναι επιτρεπτή η κατάθεση σχετικής δήλωσης και μετά τη λήξη του ωραρίου λειτουργίας είναι αντίθετη σε ειδικότερες διατάξεις για την λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών και συγκεκριμένα για τη λειτουργία της Γραμματείας των Δικαστηρίων, ενόψει και του ότι με βάση το άρθρο 72 παρ. 2 Ν. 4722/2020 ο πρόεδρος του Δικαστηρίου εγγράφει τις υποθέσεις που πρόκειται να συζητηθούν στο πινάκιο ή έκθεμα και ενημερώνει σχετικά τους διαδίκους ή τους πληρεξουσίους τους δικηγόρους το αργότερο την προηγουμένη της δικασίμου.

5) Η δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων για συζήτηση της υπόθεσης χωρίς εξέταση μαρτύρων είναι προφανές, ενόψει και του νομοθετικού σκοπού της ρύθμισης αυτής, ότι καταλαμβάνει και την εξέταση διαδίκων, η οποία επομένως δεν είναι επιτρεπτή κατά τη διάρκεια ισχύος της Κ.Υ.Α.

6) Η δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων για συζήτηση της υπόθεσης χωρίς εξέταση μαρτύρων, όπου η υποβολή της είναι επιτρεπτή, αν τυχόν ανακληθεί την ημέρα της δικασίμου θα έχει ως συνέπεια την αυτόματη αναστολή της δίκης κατά τον γενικό κανόνα που ισχύει στα πολιτικά δικαστήρια και συνεπώς αίτημα αναβολής κατά την ημέρα της δικασίμου είναι άνευ αντικειμένου, αφού η υπόθεση δεν θα συζητείται.

7) Υποθέσεις που δεν επιτρέπεται κατά τα προαναφερόμενα να συζητηθούν κατά τη διάρκεια ισχύος της Κ.Υ.Α., αποσύρονται από το πινάκιο με ευθύνη της Γραμματείας του Δικαστηρίου και σε περίπτωση που από παραδρομή εγγράφηκαν στο πινάκιο ή έκθεμα δεν συζητούνται από το Δικαστήριο, ακόμα και αν παρίστανται οι διάδικοι ή οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, οι οποίοι επομένως δεν μπορούν να υποβάλλουν οποιοδήποτε αίτημα.»