Skip to main content

ΕΚΠΑ: Νέες διακρίσεις σε παγκόσμιο επίπεδο

Την 220η θέση στον κόσμο καταλαμβάνει για το 2021 το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ), ανάμεσα στα 800 καλύτερα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, σύμφωνα με τον διεθνώς αναγνωρισμένο πίνακα κατάταξης «Performance Ranking of Scientific Papers for World Universities».

Παράλληλα, το ΕΚΠΑ καταλαμβάνει την 1η θέση μεταξύ των έξι (6) ελληνικών Πανεπιστημίων που συμπεριλαμβάνονται στον συγκεκριμένο πίνακα κατάταξης. Πιο συγκεκριμένα, στη 2η θέση στην Ελλάδα και την 382η θέση παγκοσμίως βρίσκεται το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κι ακολουθούν το Πανεπιστήμιο Κρήτης στην 496η θέση, το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων στις θέσεις 551-600, το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο στις θέσεις 601-650 και Πανεπιστήμιο Πατρών στις θέσεις 751-800.

Επιπλέον, στην κατάταξη των Πανεπιστημίων  σε επιμέρους επιστημονικούς τομείς το ΕΚΠΑ βρίσκεται μεταξύ των άλλων, στην 122η θέση στον κόσμο στην Ιατρική.

Στην κατάταξη των επιμέρους επιστημονικών αντικειμένων το ΕΚΠΑ βρίσκεται στα top 100 στην Ανοσολογία και στη Φαρμακευτική – Τοξικολογία, στα top 150 στην Κλινική Ιατρική και στα top 200 στη Φυσική.

Η αξιολόγηση «Performance Ranking of Scientific Papers for World Universities» στηρίζεται αποκλειστικά στο ερευνητικό έργο που παράγεται και δημοσιεύεται σε κάθε Ίδρυμα, στην απήχηση που επιτυγχάνουν οι δημοσιευμένες εργασίες των μελών ΔΕΠ και ερευνητών του, καθώς και στην τελική ιδιαίτερη διάκρισή και αναγνώριση που λαμβάνουν ως δημοσιεύσεις με υψηλή απήχηση.

Σύμφωνα με τον πρύτανη του ΕΚΠΑ, Θάνο Δημόπουλο, κατάταξη όπως η συγκεκριμένη είναι ιδιαίτερα σημαντική, διότι δεν επηρεάζεται από τους πόρους που διατίθενται σε ερευνητικούς σκοπούς, από τις υποδομές εκπαίδευσης και τα μεμονωμένα επιτεύγματα μελών ΔΕΠ, αλλά από τη διαχρονική και υψηλού επιπέδου και συνέπειας επιστημονική έρευνα που λαμβάνει χώρα σε Πανεπιστήμια όπως το ΕΚΠΑ.

Τα κριτήρια αξιολόγησης για το 2021 περιλαμβάνουν οκτώ (8) δείκτες, που αντιπροσωπεύουν κι ενσωματώνουν τρία διαφορετικά κριτήρια απόδοσης των επιστημονικών δημοσιεύσεων: την παραγωγικότητα της έρευνας, τον αντίκτυπο της έρευνας και την αριστεία της έρευνας.

Η επιλογή των 800 πανεπιστημίων έγινε ύστερα από προαξιολόγηση τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ανώτατων ιδρυμάτων, των οποίων τα στοιχεία εξετάσθηκαν αρχικώς. Η τελική ένταξη στον εν λόγω πίνακα κατάταξης βασίστηκε στις πληροφορίες που προέρχονται από τους βασικούς δείκτες επιστήμης (Essential Science Indicators ESI).

Επιπρόσθετα της συνολικής κατάταξης, ο συγκεκριμένος φορέας περιλαμβάνει κατατάξεις σε 6 ευρύτερα επιστημονικά πεδία (fields), καθώς και σε 24 συγκεκριμένα επιστημονικά αντικείμενα (subjects). Και εδώ το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών έχει επιτύχει σημαντικές διακρίσεις έχοντας συμπεριληφθεί στα κορυφαία Πανεπιστήμια στα πέντε από τα έξι επιστημονικά πεδία. Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει στο επιστημονικό πεδίο της Ιατρικής το οποίο τοποθετείται στην 122η θέση στον κόσμο και στις επιστήμες της ζωής στην 208η θέση παγκοσμίως.

Και στην επιμέρους κατάταξη των Πανεπιστημίων σε συγκεκριμένα επιστημονικά αντικείμενα, το ΕΚΠΑ έχει συμπεριληφθεί  και αξιολογηθεί θετικά, δηλαδή σε θέσεις κάτω από την θέση 500, σε 14 από τα 24 αντικείμενα της κατάταξης. Μεταξύ των επιστημονικών αντικειμένων που διακρίθηκαν ιδιαίτερα στην κατάταξη είναι η Ανοσολογία  στην 77η θέση, η Φαρμακολογία – Τοξικολογία στην οποία το ΕΚΠΑ βρίσκεται στην 78η θέση παγκοσμίως, η Κλινική Ιατρική στην 112η θέση παγκοσμίως, η Φυσική στην 178η θέση,  η Πολιτική Μηχανική στην 205η θέση, οι Επιστήμες του Διαστήματος στην 234η θέση, η Μοριακή Βιολογία και Γενετική στην 240η θέση, καθώς και τα αντικείμενα Μικροβιολογία και Νευροεπιστήμες και Συμπεριφορά στην 242η θέση παγκοσμίως.

«Οι εν λόγω σημαντικές διακρίσεις αποδεικνύουν την σημαντική ερευνητική παραγωγή του Ιδρύματος, η οποία συνεχίστηκε απρόσκοπτα και παρά τα προβλήματα, στην περίοδο της πανδημίας. Παράλληλα επιβεβαιώνεται η συνεισφορά, η επίδραση και η υψηλή ποιότητα του ερευνητικού έργου του ΕΚΠΑ στη διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα, κάτι που αποτυπώνεται  στην αύξηση του αριθμού ερευνητικών άρθρων με υψηλό αριθμό ετεροαναφορών και των δημοσιεύσεων σε περιοδικά υψηλής απήχησης» επισημαίνει ο κ. Δημόπουλος.