Skip to main content

Οι δημόσιες επενδύσεις μπορούν να τονώσουν την ανάπτυξη

Από την έντυπη έκδοση

Του Christian Dreger
υπεύθυνου Ερευνών Διεθνών Οικονομικών στο DIW Berlin

Tο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης ορίζει ανώτατα όρια για το δημόσιο χρέος που θεωρούνται προϋπόθεση για μεγαλύτερη και βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη στην Ευρωζώνη. Το Σύμφωνο επιτάσσει ότι τα ελλείμματα του προϋπολογισμού σε ετήσια βάση δεν μπορούν να υπερβαίνουν το 3% του ΑΕΠ και ότι η αναλογία χρέους-οικονομικής παραγωγής πρέπει να βρίσκεται κάτω από 60%. Αν αυτά τα όρια δεν τηρηθούν, τότε προβλέπονται διορθωτικές ενέργειες, ακόμα και οικονομικές κυρώσεις.

Παλιότερα το Σύμφωνο δεν τηρείτο και πολλές φορές αποδυναμώθηκε, ιδίως όταν ζητήθηκε από τα μεγαλύτερα κράτη της Ευρωζώνης πριν από την κρίση, εντούτοις από τότε έχει γίνει πιο αυστηρή η τήρησή του, ώστε να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στις αγορές.

Για να προωθηθεί η βιωσιμότητα των δημοσιονομικών μεγεθών, έχουν υλοποιηθεί μέτρα λιτότητας, τα οποία είναι μέρος της ανασυγκρότησης, ιδίως σε χώρες που βρίσκονται σε έκτακτες καταστάσεις. Αρκετές χώρες στην Ευρωζώνη, όπως η Ελλάδα, δεν ήταν σε θέση να χρηματοδοτήσουν το χρέος τους ή να σώσουν (ανακεφαλαιοποιήσουν) τις υπερχρεωμένες τράπεζες που είχαν υπό την εποπτεία τους, χωρίς υπερεθνική βοήθεια. Η Ελλάδα λαμβάνει στήριξη, υπό όρους, από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ), με αντάλλαγμα την υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, καθώς και την πρόοδο στην εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών της.

Η πολιτική της δημοσιονομικής λιτότητας είναι ωφέλιμη για την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης σε μακροπρόθεσμο διάστημα, αλλά οι επιπτώσεις είναι πολλές φορές αρνητικές στη βραχυπρόθεσμη προοπτική. Η εξυγίανση των δημοσιονομικών μεγεθών μέσω της μείωσης των δαπανών και η αύξηση των φόρων επιδρούν αρνητικά στην οικονομία πολλών χωρών. Το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα και την Ισπανία υπερβαίνει το 25%, ενώ το ποσοστό ανεργίας στους νέους είναι ακόμα υψηλότερο. Επειδή η ανάκαμψη κινείται μέχρι στιγμής σε χαμηλά επίπεδα, η έλλειψη θέσεων εργασίας μπορεί να υφίσταται για πολλά χρόνια ακόμα, ενώ βλέπουμε ότι και η μακροχρόνια ανεργία παρουσιάζει αύξηση.

Οι δημόσιες επενδύσεις είναι από τους βασικούς «υποψηφίους» για τη μείωση των δαπανών. Μειώσεις σε δημόσιες επενδύσεις είναι πιο εύκολες να υλοποιηθούν απ’ ό,τι περικοπές σε κοινωνικές παροχές. Αν και το ποσοστό των δημοσίων επενδύσεων στην Ελλάδα υπερέβαινε το 12% των κρατικών δαπανών πριν από την κρίση, στη συνέχεια έπεσε κάτω από 6% τα τελευταία χρόνια. Η δραματική αυτή πτώση μπορεί να φαίνεται υπερβολική λόγω των ιδιωτικοποιήσεων, αλλά η συνολική τάση είναι εντυπωσιακή.

Εδώ έχουμε μια κρίσιμη εξέλιξη, καθώς η δημόσια επένδυση διαδραματίζει σημαντικό ρόλο για την οικονομία. Για παράδειγμα, η δημόσια επένδυση δημιουργεί πιο ευνοϊκές συνθήκες για τον ιδιωτικό τομέα μέσω των καλύτερων υποδομών. Η ύπαρξη υποδομών και κοινών αγαθών μπορεί να συμβάλει στην αύξηση της παραγωγικότητας των ιδιωτικών επενδύσεων, που μπορούν να αξιοποιήσουν τις καλύτερες επιχειρηματικές συνθήκες. Οι δημόσιες επενδύσεις στον τομέα της ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών ή σε άλλες δικτυωμένες βιομηχανίες έχουν τονώσει τις ιδιωτικές επενδύσεις κατά το παρελθόν.

Για μια οικονομία όπως της Ελλάδας, η καθαρή αύξηση στις δημόσιες επενδυτικές δαπάνες δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μια εφικτή επιλογή, καθώς η αναλογία χρέους με την οικονομική παραγωγή είναι σχεδόν 180%, κάτι που είναι κατά βάση μη βιώσιμο.

Από την άλλη πλευρά, η έλλειψη κεφαλαίου από το Δημόσιο είναι ένα σύνηθες φαινόμενο στην Ευρωζώνη, και πιο εντυπωσιακό για τα μεγάλα κράτη-μέλη, όπως η Γερμανία. Έτσι, το χαμηλό ποσοστό δημοσίων επενδύσεων μπορεί να έχει περιορίσει τις ιδιωτικές επενδύσεις και την οικονομική ανάπτυξη στη νομισματική Ένωση.

Οι δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις λοιπόν είναι επιβεβλημένες για να προωθηθεί ο θετικός ρόλος των δημοσίων επενδύσεων σε ό,τι αφορά την οικονομική ανάπτυξη.

Η εξαίρεση της εθνικής συγχρηματοδότησης των επενδύσεων των δημοσιονομικών δεικτών που καλύπτονται από το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης μπορεί να είναι μια λογική στρατηγική για τη βελτίωση της απόδοσης των επενδύσεων και τη συνολική οικονομική ανάπτυξη.

Το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο, που δημιουργήθηκε για να ελέγχει καλύτερα τον δημοσιονομικό σχεδιασμό μεμονωμένων χώρων, θα πρέπει να ενθαρρύνει τις υψηλότερες επενδυτικές δραστηριότητες στα κράτη-μέλη, κυρίως σε χώρες με δημόσιες επενδύσεις κάτω του μέσου όρου. Ειδικότερα, οι δημόσιες επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη μπορούν να βελτιώσουν την πορεία της μακροπρόθεσμης οικονομικής ανάπτυξης.

Στην Ελλάδα αυτές οι δαπάνες αγγίζουν μόνο το 0,4% του ΑΕΠ, σημαντικά πιο κάτω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.

Εκτός από τις ευεργετικές επιδράσεις των υψηλών δημοσίων επενδύσεων, κάτι που προτιμάται στον τομέα της έρευνας και ανάπτυξης, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να επιταχύνουν την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, προκειμένου να βελτιωθούν οι συνθήκες για την ιδιωτική πρωτοβουλία στις αγορές εργασίας και προϊόντων. Παρά τον στόχο να αποτελέσει έναν χώρο υψηλής και χωρίς αποκλεισμούς οικονομικής ανάπτυξης, η πραγματική απόδοση της ζώνης του ευρώ δεν έχει ανταποκριθεί στις προσδοκίες μέχρι στιγμής. Πειστικές στρατηγικές απαιτούνται για να ξεπεραστεί η κρίση και να επιτύχουμε μια πορεία για πιο δυνατή οικονομική ανάπτυξη στο μέλλον.

* Το άρθρο αυτό είναι μέρος αφιερώματος στο πλαίσιο συνεργασίας της «Ναυτεμπορικής» και του «DIW Berlin» για την κρίση στην Ελλάδα. Βασίζεται στην έρευνα «Η ελληνική κρίση: Μια ελληνική τραγωδία;» και εκφράζει την προσωπική άποψη των συντακτών.