Από την έντυπη έκδοση
Tου Α. Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Για τρίτη συνεχή φορά αφιερώνουμε αυτή τη στήλη (μετά τα σημειώματα στις 17/1 και 21/1) στο πέρασμα της μεταμνημονιακής τρόικας από την Αθήνα. Ο λόγος δεν -ΔΕΝ- είναι ότι πρόκειται για μια παρουσία ιδιαίτερα σημαντική, από την οποία θα κριθούν πολλά (όπως κατ’ επανάληψιν είχε συμβεί τα χρόνια των Μνημονίου-2 και -3, με όλο το σασπένς των αξιολογήσεων, από τις οποίες κρίνονταν δόσεις και υπο-δόσεις από τις οποίες εξαρτάτο η μη ασφυξία, με αυστηρό έλεγχο προαπαιτουμένων και με αμφισβήτηση στόχων πλεονασμάτων και προβολών ανάπτυξης – θυμόσαστε;), ή έστω η οποία θα συσχετίζεται εύλογα με πολιτικές εκτιμήσεις. Το αντίθετο: κανονικά αυτό το ολιγοήμερο πέρασμα της -να τη λέμε έτσι;- μετατρόικας είναι πολύ περισσότερο ένα γενικό τσεκάρισμα προόδου παρά μια αντιπαραβολή των 14 ή 16 εκκρεμοτήτων / «προαπαιτούμενων», που τα είχε καταγράψει η (λησμονημένη, άλλωστε «ρηχή»…) πρώτη μεταμνημονιακή αξιολόγηση του Δεκεμβρίου, με ενδεχόμενο «κόκκινο φως» ή «κίτρινη κάρτα» ή άλλα θαματικά αυτού του τύπου.
Γι’ αυτό / μ’ αυτή τη λογική, άλλωστε, είχε ψιλο-συμφωνημένα στραφεί η προσοχή των συζητήσεων σε ζητήματα όπως τα εργασιακά/η αύξηση του κατώτατου μισθού (που θα επέτρεπε στην ευρωπαϊκή πλευρά να δείξει κοινωνικότερο πρόσωπο), ή όπως η πρόοδος στην εξυγίανση του χρηματοπιστωτικού τομέα (σχήματα για επιτάχυνση της μείωσης των NPLs /NPEs, διόρθωση της προστασίας πρώτης κατοικίας). Ειδικά στη δεύτερη κατηγορία ανοικτών θεμάτων, όλοι γνωρίζουν και αναγνωρίζουν ότι μόνο «βήματα» μπορούν να ζητούνται, να επιδιώκονται και να γίνονται – το να ζητά κανείς «λύσεις» δεν θα ήταν μόνο μάταιο, θα μπορούσε να είναι και αντιπαραγωγικό.
Ενώ λοιπόν κάπως έτσι στρωνόταν το τραπέζι, κι ενώ η προσοχή ήταν να μείνει περισσότερο στα κάποια καλά λόγια της Έκθεσης μεταμνημονιακής παρακολούθησης ώστε να διευκολυνθεί και το πείραμα επανόδου της Ελλάδας στις αγορές, ξαναβρέθηκε στη σκηνή το παλιό, δοκιμασμένο σενάριο της αντιπαράθεσης. Κι ενώ στο μέτωπο της αύξησης του κατώτατου μισθού των 586 ευρώ/μήνα γινόταν πλέον δεκτό ότι κάτι στην ψαλίδα των 5%-10% αύξηση θα έδινε 35 ευρώ εκεί που νωρίτερα στη διαδικασία γινόταν λόγος για 20-25 (θυμίζουμε ότι η διαδικασία για τον επαναπροσδιορισμό του κατώτατου μισθού, ακόμη νομοθετικά και όχι με συλλογική διαπραγμάτευση, περιλαμβάνει σειρά βημάτων: διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, υπολογισμούς ΚΕΠΕ, εισήγηση τριμελούς από πρόεδρο ΟΜΕΔ/ ΥΠΟΙΚ/υπ. Εργασίας κ.λπ.) αίφνης στοχοποιήθηκε η διάσταση κατάργησης του υποκατώτατου.
Ήταν ήδη γνωστή και δηλωμένη η κυβερνητική πρόθεση, ή μάλλον απόφαση, «να ξαποστείλει αυτό το τερατούργημα» του υποκατώτατου -η διατύπωση ακριβώς έτσι, σε εσωτερικές συζητήσεις…- αλλά η τρόικα οψίμως υπολόγισε ότι αυτή η εξίσωση από τα 511 ευρώ σε έναν (αυξημένο ήδη) κατώτατο, ας πούμε 610+ ευρώ, θα σημάνει σχεδόν 20% αύξηση διαμιάς. Έτσι, όμως, συνεχίζει το τροϊκανό επιχείρημα, ένα μέτρο που (υποτίθεται ότι) πήγε να «σπάσει» την τρομακτική ανεργία των νέων -η οποία με κόπο προσπέρασε προς τα κάτω το αδιανόητο 45%- θα κινδύνευε τώρα να λειτουργήσει αντίστροφα. Συν, να δημιουργηθούν φαινόμενα νέας υποχώρησης προς τη μαύρη εργασία, ακριβώς σ’ αυτό το ιδιαίτερα ευαίσθητο μέτωπο του πληθυσμού. Ο αντίλογος, βέβαια, ήταν πως όταν έχεις αποδιαρθρώσει την αγορά εργασίας όπως είδαμε (με την τροϊκανή πίεση) τα μετά το 2012 χρόνια, παρόμοιες αναφορές θυμίζουν προφάσεις εν αμαρτία. Πάντως το κλίμα πήγε να χαλάσει.
Σοβαρότερα πάντως ήταν -και παραμένουν- τα πράγματα στο μέτωπο των χρηματοπιστωτικών. Όπου, όπως μας προκύπτει, το μήνυμα που επιδιώχθηκε να δοθεί σε επίπεδο τρόικας ήταν πως είναι μεν σεβαστές οι ανάγκες προσεκτικού σχεδιασμού των μεθόδων αντιμετώπισης των «κόκκινων» δανείων (σχέδιο ΤτΕ, σχέδια ΤΧΣ, στήριξη με εγγυήσεις ή δημόσιους πόρους), λεπτορρύθμισης των οροφών υπαγωγής στον «νέο νόμο Κατσέλη», συνεχών προσαρμογών του εξωδικαστικού κοκ, αλλά «πρέπει να προχωρήσετε πιο γρήγορα, πιο ουσιαστικά, πιο οριστικά». Σε σημείο που σχεδόν η τρόικα να έδειξε προς τη μονοδιάστατη κυριαρχία της Φραγκφούρτης, ΕΚΤ και SSM, όπου πορεύονται και πάλιν οι επικεφαλής των συστημικών τραπεζών με φρέσκες τις προσλαμβάνουσες από τη συνάντησή τους στο Μαξίμου (με απουσία ΤτΕ…). Η μεγάλη διστακτικότητα του νέου επικεφαλής το SSM Αντρέα Ενρία, διαδόχου της Ντανιέλ Νουί που την είχαμε συνηθίσει σε συχνά περάσματα στην Αθήνα και π.χ. στο Φόρουμ Δελφών, όπως άλλωστε και μέλη Εκτελεστικής Επιτροπής του Δ.Σ. της ΕΚΤ όπως ο Μπενουά Κερέ, διστακτικότητα έστω και χρησμού, προξενεί σκέψεις. Με φόντο τη συνεχιζόμενη επισήμανση του ΔΝΤ -που αποκρούεται από ευρωπαϊκής πλευράς- για ανάγκη πρόσθετης κεφαλαιακής ενίσχυσης των συστημικών.
Σιωπές και χρησμοί.