Οι συμφωνίες κυρίων για τη συγκράτηση των τιμών έχουν ένα καλό, αλλά δεν επιλύουν το πρόβλημα. Μπορούν να αποδώσουν σε βραχύ διάστημα, ώστε η πολιτική ηγεσία εν συνεχεία να εισπράξει επιδοκιμασία.
Πρωτοεμφανίστηκαν στην Ελλάδα το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1990 όταν η δραχμή τροχιοδρομούσε προς το ενιαίο νόμισμα και έπρεπε να μπει σε έλεγχο ο πληθωρισμός.
Ξεκίνησε να τις εφαρμόζει ως υπουργός Ανάπτυξης η μακαρίτισσα Βάσω Παπανδρέου και αφορούσαν συμφωνίες που έκανε η πολιτική ηγεσία με τους επικεφαλής κρατικών ομίλων, τα σούπερ μάρκετ κ.λπ. Τα αποτελέσματα, αν και πενιχρά, με τη βοήθεια του μασάζ (που γινόταν στους αριθμούς),αλλά και της «τρομοκρατίας», μέσω των (εξαγγελιών κυρίως)ελέγχων, έφεραν σε συμβατά επίπεδα τον πληθωρισμό.
Το ότι η χώρα τότε ικανοποίησε το κριτήριο του πληθωρισμού δεν σημαίνει ότι αντιμετώπισε το πρόβλημα.
Σε μια ανάλογη κατάσταση είμαστε και σήμερα. Στις εξάρσεις του φαινομένου επιχειρούμε με διοικητικά μέτρα να καθυποτάξουμε τον τιμάριθμο, καθώς αδυνατούμε να επέμβουμε στους παράγοντες που αυξάνουν τις τιμές.
Εν προκειμένω το πρώτο και σημαντικότερο είναι η προσφορά που είναι λειψή και δυστυχώς θα παραμένει τέτοια όσο η εγχώρια παραγωγή αδυνατίζει και δεν έχουμε επενδύσεις. Χωρίς παραγωγή ή εφόσον αυτή που υπάρχει βαίνει μειούμενη, τα ολιγοπώλια θα κυριαρχούν και τα προϊόντα θα αντικαθίστανται από ακριβότερα εισαγόμενα. Στην εξόχως καταναλωτική ελληνική κοινωνία (90% στο ΑΕΠ έναντι 75%-80%στην Ε.Ε.) η εγχώρια παραγωγή παίζει μικρό ρόλο.
Τα φληναφήματα που ακούγονται συχνά περί αλλαγής οικονομικού μοντέλου με έμφαση στον πρωτογενή τομέα, στη βιομηχανία και στη μεταποίηση έχουν καταντήσει εκθέσεις ιδεών, χωρίς αντίκρισμα.
Η Ελλάδα, μια παραδοσιακά γεωργική χώρα, έφθασε να εισάγει πορτοκάλια από τη Δανία, ντομάτες από τη Γερμανία και κρεμμύδια από την Αυστρία. Οι αιτίες είναι πολλές, σχετίζονται με την απίσχναση της υπαίθρου, το κόστος παραγωγής που αυξάνει, αλλά και τη μείωση των νέων αγροτών, που εγκαταλείπουν τα χωριά τους.
Στην επιχείρηση δεν μπορείς να απαγορεύσεις το κέρδος. Αν δεν κερδίζει, θα κλείσει και η προσφορά θα μειωθεί περισσότερο. Η κερδοσκοπία είναι φυσιολογική, εν αντιθέσει με την αισχροκέρδεια, την οποία πρέπει να την αντιμετωπίζουν οι ελεγκτικοί μηχανισμοί, το κράτος -διευκολύνοντας την ίδρυση επιχειρήσεων και μειώνοντας τα διοικητικά εμπόδια-, αλλά και οι καταναλωτές. Ο καταναλωτής έχει δύναμη, αφού αυτόν έχουν αποδέκτη όλα τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που υπάρχουν. Μπορεί κάλλιστα όταν βλέπει τιμές υπερβολικές -αντί να τα βάζει με την τύχη του ή το κράτος-να ψάχνει περισσότερο και εν ανάγκη να μην αγοράζει. Το μήνυμα φθάνει στην επιχείρηση και με αυτό τον τρόπο και είναι ίσως περισσότερο αποτελεσματικό από τις συμφωνίες κυρίων, όπως διαπιστώνουν συχνά ιδίοις όμμασι όσοι πάνε στο σούπερ μάρκετ και ξέρουν από τιμές.