Περάσαμε την εβδομάδα εμπεδώνοντας το πακέτο της Θεσσαλονίκης και βγάλαμε το Σαββατοκύριακο εντρυφώντας στις δημοσκοπήσεις.
Δεν γίναμε πολύ σοφότεροι, αλλά εάν μείνουμε στα βασικά, η «φορολογική μεταρρύθμιση» Μητσοτάκη μάλλον δεν συνεπήρε τα εκλογικά πλήθη.
Όπερ, συμπέρασμα πρώτο: Η πιο «τολμηρή φορολογική μεταρρύθμιση της Μεταπολίτευσης» δίνει -προς το παρόν τουλάχιστον- πίσω στην κυβέρνηση περί τη 1,5 μονάδα από τα ποσοστά που είχε χάσει τους προηγούμενους μήνες. Στις πέντε δημοσκοπήσεις που είδαν το φως τις τελευταίες ημέρες το ποσοστό της Νέας Δημοκρατίας στην πρόθεση ψήφου κυμαίνεται από το 21,9% έως το 27% στην καλύτερη περίπτωση. Η αυτοδυναμία μοιάζει άπιαστη υπόθεση, ακόμη και το μπόνους εδρών στο πρώτο κόμμα είναι ζητούμενο (εφόσον στις τέσσερις από τις πέντε μετρήσεις η Ν.Δ. βρίσκεται κάτω από το φράγμα του 25%), ενώ τα ποιοτικά στοιχεία δείχνουν πως τα τρία τέταρτα της κοινωνίας δεν θεωρούν πως οι φοροελαφρύνσεις Μητσοτάκη θα βελτιώσουν τη ζωή τους.
Συμπέρασμα δεύτερο: Η Ν.Δ. πληρώνει με βαριά φθορά την κρίση της ακρίβειας, τα σκάνδαλα διαφθοράς και τον κλονισμό του κράτους δικαίου, η αντιπολίτευση όμως δεν κερδίζει τίποτα. Ο κατακερματισμός διατηρείται, το ΠΑΣΟΚ παγιώνει τη δεύτερη θέση, αλλά παραμένει ακούνητο στα ποσοστά των ευρωεκλογών (από 9,7% έως 12%), ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ εξαϋλώνεται σταθερά, είτε περιμένοντας είτε αφορίζοντας τον Τσίπρα. Κυβερνητική εναλλακτική δεν υπάρχει, ούτε διαφαίνεται.
Συμπέρασμα τρίτο, εφ’ όλης της ύλης: Η κυβέρνηση δεν αρέσει και η αντιπολίτευση δεν υπάρχει. Ενίοτε στην πολιτική οι εξηγήσεις είναι τόσο απλές όσο το προφανές – πόσο μάλλον όταν τα «αφηγήματα» περισσεύουν, αλλά δεν υπάρχει, από καμία πλευρά, ούτε όραμα, ούτε εθνικός στόχος. Οπότε, εξίσου απλά, ισχύει -επίσης και για τις δύο πλευρές- το «mind the gap»…