Skip to main content

Chevron και Ανατολική Μεσόγειος: Ενέργεια, γεωπολιτική και η στρατηγική θέση της Ελλάδας

Φωτ. αρχείου

Η Ανατολική Μεσόγειος μετατρέπεται σε ένα από τα πιο πυκνά γεωπολιτικά σταυροδρόμια του 21ου αιώνα

Η Ανατολική Μεσόγειος βρίσκεται τα τελευταία χρόνια στο επίκεντρο μιας σύνθετης εξίσωσης: ενεργειακή ασφάλεια, περιφερειακή αντιπαλότητα, στρατηγική παρουσία μεγάλων δυνάμεων.

Η πρόσφατη κατάθεση δεσμευτικής προσφοράς από τη Chevron, σε συνεργασία με τη HELLENiQ Energy, για έρευνες υδρογονανθράκων νότια της Κρήτης και της Πελοποννήσου είναι μια ένδειξη ότι η περιοχή τείνει να μετατραπεί σε κομβικό πεδίο του διεθνούς ενεργειακού ανταγωνισμού με την Ελλάδα να διεκδικεί όλο και πιο κεντρικό ρόλο.

Η είσοδος μιας αμερικανικής πολυεθνικής σε ζώνες που αμφισβητήθηκαν από το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο του 2019 λειτουργεί εν μέρει ως σιωπηρή αναγνώριση των ελληνικών θέσεων, διότι σε αντίθεση με τις διπλωματικές δηλώσεις, οι επενδυτικές αποφάσεις εταιρειών αυτού του μεγέθους συνήθως έχουν διάρκεια, οικονομικό βάθος και διεθνή πολιτική βαρύτητα. Δεν είναι τυχαίο ότι σε ανάλογες περιπτώσεις – όπως η είσοδος της ExxonMobil στην κυπριακή ΑΟΖ ή η ανάπτυξη του Leviathan στο Ισραήλ – οι γεωπολιτικές ισορροπίες μεταβλήθηκαν υπέρ των χωρών που φιλοξένησαν αυτές τις επενδύσεις/συνεργασίες.

Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα μπορεί να επαναπαυθεί καθώς  χωρίς εθνική στρατηγική και συνεχόμενο έλεγχο του πλαισίου, υπάρχει πάντοτε κίνδυνος οι πολυεθνικές να κινηθούν με βάση μόνο τα δικά τους συμφέροντα.

Η Άγκυρα προσπάθησε να απαντήσει επικοινωνιακά ανακοινώνοντας επαφές με στελέχη της Chevron ωστόσο, η ουσία είναι ότι οι αμερικανικές εταιρείες εισέρχονται στην ελληνική ΑΟΖ και όχι στην τουρκική. Αυτό αποδυναμώνει το αφήγημα του τουρκολιβυκού μνημονίου. Η Τουρκία μπορεί να συνεχίσει να δημιουργεί ένταση στο πεδίο και η ισχύς του διεθνούς επιχειρηματικού και διπλωματικού παράγοντα να  περιορίζει την αποτελεσματικότητα αυτής της στρατηγικής όμως σε καμια περίπτωση αυτο το μνημόνιο δεν έχει καταστεί ανενεργό και για το λόγο αυτό η εγρήγορση και η επαγρύπνηση είναι απαραίτητη.

Η πρόσφατη δραστηριότητα του αιγυπτιακού επιστημονικών ερευνών  σκάφους σε περιοχή που «καλύπτει» το μνημόνιο είναι ακόμη πιο αποκαλυπτική. Το Κάιρο δεν περιορίζεται σε δηλώσεις, αλλά φαίνεται να αμφισβητεί εμπράκτως τις τουρκολιβυκές διεκδικήσεις. Η περαιτέρω ενίσχυση του άξονα Ελλάδας–Αιγύπτου αποτελεί επομένως ένα αναγκαίο εργαλείο για την ασφάλεια και τη σταθερότητα της Ανατολικής Μεσογείου. Το ζητούμενο είναι αν η Αθήνα θα προχωρήσει σε συγκεκριμένα έργα με το Κάιρο ή αν θα μείνει και πάλι σε φωτογραφίες και ανακοινώσεις.

Η ασταθής μεταβλητή της εξίσωσης μάλλον θα λέγαμε ότι είναι η Λιβύη. Οι διαβεβαιώσεις του γιού Χαφτάρ ότι η Βεγγάζη δεν θα κυρώσει το μνημόνιο είναι θετικές αλλά από μόνες τους δεν αρκούν. Η διάσπαση της χώρας και οι παρεμβάσεις τρίτων  (Τουρκία, Ρωσία) δημιουργούν αστάθεια και αυτό  καθιστά τις όποιες προφορικές υποσχέσεις επισφαλείς. Η εμπειρία δείχνει ότι σε τέτοιο περιβάλλον μόνο συγκεκριμένες συνεργασίες πχ σε λιμενικές υποδομές, στην ενέργεια και  στην ασφάλεια, μπορούν να «δέσουν» στρατηγικά τις σχέσεις και τα συμφέροντα.  Προς αυτήν την κατεύθυνση οφειλουμε να κινηθούμε. Μέχρι σήμερα πάντως η παρουσία της ελληνικής διπλωματίας στη Λιβύη παραμένει περιορισμένη και αποσπασματική.

Το ευρύτερο ενεργειακό παζλ συμπληρώνεται από το καλώδιο και τον EastMed. Πέρα από τους υδρογονάνθρακες η ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας–Κύπρου–Ισραήλ (EuroAsia Interconnector) έχει ιδιαίτερη σημασία. Πρόκειται για έναν αγωγό ενέργειας που θα συνδέσει την Ανατολική Μεσόγειο με την ευρωπαϊκή αγορά, ενισχύοντας την ασφάλεια εφοδιασμού και όχι απλά για αλλο ενα τεχνικό έργο. Οι πολιτικές τριβές γύρω από το κόστος δεν πρέπει να σκιάσουν τον στρατηγικό του χαρακτήρα. Παράλληλα, το σχέδιο του αγωγού EastMed, παρότι σήμερα είναι σε εκκρεμότητα καλό θα ήταν να επανέλθει στην ατζέντα αν τα κοιτάσματα νότια της Κρήτης αποδειχθούν εμπορικά βιώσιμα. Σε αυτό το πλαίσιο η Σούδα ως η ισχυρότερη αμερικανική βάση στη Μεσόγειο, αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία, καθώς αποτελεί το επιχειρησιακό «δίχτυ ασφαλείας» για τα μεγάλα ενεργειακά έργα.

Όμως σίγουρα η Σούδα από μόνη της δεν αρκεί: αν δεν υπάρχει εθνικό σχέδιο θωράκισης και βελτίωσης των υποδομών και  σοβαρή στρατιωτική ενίσχυση, η Ελλάδα θα εξαρτάται υπερβολικά από την καλή θέληση των συμμάχων.

Η τρέχουσα συγκυρία δημιουργεί ένα παράθυρο ευκαιρίας για την Ελλάδα με τρεις κατευθύνσεις:

Επενδυτικά τετελεσμένα: η συμμετοχή διεθνών κολοσσών ενδεχομένως να λειτουργήσει ενισχυτικά για τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Όμως χρειάζεται αξιοποίηση  και αυστηρή εποπτεία προκειμένου τα κέρδη να μην χαθούν μέσα σε συμβάσεις που δεν εξυπηρετούν το εθνικό συμφέρον.

Αποτροπή και επιχειρησιακή παρουσία: η διπλωματία έχει νόημα όταν συνοδεύεται από ικανότητα προστασίας στο πεδίο. Για παράδειγμα οι κοινές ασκήσεις με συμμάχους και η παρουσία του Π.Ν. και της Ελληνικής ακτοφυλακής, αποτελούν  «πολλαπλασιαστή» της ελληνικής στρατηγικής.

Πολυδιάστατη διπλωματία με έργο:Ένα δίκτυο συμφερόντων Αιγύπτου, Λιβύης, Κύπρου, ΕΕ και ΗΠΑ θα μπορούσε να δυσχεραίνει την αμφισβήτηση της ελληνικής θέσης. Δυστυχώς η κυβέρνηση μέχρι τώρα δείχνει περισσότερο διαχειριστική διάθεση παρά στρατηγικό όραμα.

Συμπερασματικά η Ανατολική Μεσόγειος μετατρέπεται σε ένα από τα πιο πυκνά γεωπολιτικά σταυροδρόμια του 21ου αιώνα.  Βασική προϋπόθεση είναι η χώρα μας να  κινηθεί με συνέπεια ώστε να μετατρέψει τις επενδύσεις σε πολλαπλασιαστή ισχύος, να οικοδομήσει συμμαχίες με βάθος, αμοιβαία συμφέροντα  και να εδραιωθεί ως πυλώνας σταθερότητας και ενεργειακός κόμβος στην περιοχή. Έχουμε μπροστά μας ένα παράθυρο ευκαιρίας – το αν θα το αξιοποιήσουμε ή όχι θα κριθεί κυρίως από τη βούληση και την ικανότητα της ίδιας της ελληνικής πολιτείας.

  • Ο κ. Ευάγγελος Αποστολάκης είναι βουλευτής Επικρατείας, Πρώην Υπουργός Εθνικής Άμυνας, Επίτιμος Αρχηγός ΓΕΕΘΑ