Ένας καθρέφτης που ραγίζει κάτω από το βάρος των χαμένων ονείρων.
Κλείνεις το μαγιό στη βαλίτσα, ονειρεύεσαι τον Μπάλο, την Παλαιόχωρα, κύματα που θα ξεπλύνουν τις έγνοιες. Ψάχνεις το καλοκαίρι που θα σε ξαναγεννήσει. Όμως, φέτος, στην ίδια αμμουδιά, κάτω από τον ίδιο ουρανό, συναντάς μάτια γεμάτα θάλασσα και τρόμο. Μετανάστες από το Σουδάν, το Αφγανιστάν, που πλήρωσαν 3.500 ευρώ για μια βάρκα και μια ελπίδα. Χίλιοι πεντακόσιοι άνθρωποι σε τρεις μέρες, λέει το Λιμενικό. Πλοιάρια σκάνε στη Γαύδο, στο Ρέθυμνο, δίπλα στις ξαπλώστρες σου. Εσύ χτίζεις κάστρα στην άμμο, εκείνοι κουλουριάζονται στα τσιμέντα του λιμανιού. Εσύ ποστάρεις το ηλιοβασίλεμα, εκείνοι κοιτάζουν τη στεριά σαν θαύμα.
«Αυτή η εικόνα δεν μας τιμά», λέει η αντιδήμαρχος Χανίων. Και πώς να μας τιμήσει, όταν το cocktail σου στο beach bar σερβίρεται δίπλα σε παιδιά που τρέμουν από το κρύο; Η Κρήτη γίνεται σφυρί που χτυπάει κατακέφαλα. Κάθε βουτιά αφήνει πικρή αλμύρα, κάθε γουλιά ρακή ξεστρατίζει της διαδρομής από το ποτήρι ως την ξεγνοιασιά.
Σαν το «Fata Morgana» του Νίκου Καββαδία, όπου η θάλασσα υφαίνει οράματα να τρεμοπαίζουν στον ορίζοντα, η Κρήτη κρατά μια ψευδαίσθηση ελπίδας που μαγεύει και συντρίβει. Τουρίστες και μετανάστες, δυο σκιές στον ίδιο ήλιο, κυνηγούν το ίδιο φάντασμα: μια στεριά που λάμπει σαν σωτηρία, αλλά σβήνει σαν αντικατοπτρισμός όταν το κύμα σπάει.
Δεν φταις που πήγες διακοπές. Όχι. Αλλά η θάλασσα που σε καλεί κρύβει έναν καθρέφτη. Εσύ κυνηγάς το γαλάζιο που θα βάψει το γκρίζο της πόλης, εκείνοι μια στεριά που δεν θα τους πυροβολήσει. Εσύ πληρώνεις για τη θέα, εκείνοι με τη ζωή τους για μια θέση στη βάρκα. Και κάπου εκεί, στην ίδια παραλία, νιώθεις το βάρος: η δική σου απόδραση και η δική τους φυγή είναι οι όψεις του ίδιου νομίσματος. Ένα απεγνωσμένο κυνήγι για ζωή, για ελπίδα, για ένα κομμάτι ουρανού που δεν θα σας συντρίψει.
Η Κρήτη δεν είναι πια μόνο ο τόπος των διακοπών. Είναι η ουλή μιας ανθρωπιάς που δοκιμάζεται. Κάθε κύμα ψιθυρίζει το ίδιο: όλοι μετανάστες είμαστε, κυνηγώντας μια ανάσα που δεν πνίγεται.