Η ιστορία δύσκολα γράφεται εν θερμώ, εύκολα όμως παραχαράσσεται. Κι ακόμη πιο εύκολα γίνεται εργαλείο πολιτικής προπαγάνδας.
Εξ ου και η 10η επέτειος του δημοψηφίσματος έγινε πεδίο δόξης λαμπρό για όσους θέλουν -κι έχουν συμφέρον- να αναστήσουν τα φαντάσματα του παρελθόντος: Το φάντασμα του «Τσίπρα που έπαιξε τη χώρα στα ζάρια», των «Λαφαζάνηδων που ήταν έτοιμοι να μπουκάρουν στο Νομισματοκοπείο», της «μεγάλης kolotoumbas» (που, παρεμπιπτόντως, κρίθηκε και νομιμοποιήθηκε πλήρως στις εκλογές του Σεπτέμβρη του 2015), της «καταστροφικής διαπραγμάτευσης που είχε στόχο να βγάλει την Ελλάδα από το ευρώ».
Όλα αυτά συνθέτουν, εδώ και δέκα χρόνια, το προσφιλές αφήγημα του εθνικού μας δράματος. Είτε υπαρκτά όμως, είτε διογκωμένα και παραμορφωμένα, όλα αυτά δεν ήταν ούτε η αρχή ούτε ο πυρήνας, αλλά μόνον το τέλος της ιστορίας. Διότι πριν υπάρξουν είχε προηγηθεί και είχε υπάρξει το πραγματικό, μεγάλο δράμα – μια σκληρή, ιστορική χρεοκοπία. Και γι’ αυτήν τη χρεοκοπία ουδείς μιλά και ουδείς ανέλαβε ποτέ την ευθύνη.
Ο Τσίπρας μπορεί να οφείλει αυτοκριτική για τις «αυταπάτες», για την αριστερή ανωριμότητα και γιατί υποτίμησε τις ευρωπαϊκές δομές ισχύος και εξουσίας. Για την «αριστερή μελαγχολία» επίσης, για την πτώση των μεσαίων στρωμάτων και γιατί -κυρίως- αγνόησε τη λαϊκή εντολή του 2019.
Δεν οφείλει όμως καμία αυτοκριτική και καμία συγγνώμη για τη χρεοκοπία της χώρας. Αυτή τη χρωστούν οι ίδιοι οι σταυροφόροι του αναθέματος κατά Τσίπρα – εκείνοι που, πολύ πριν από το 2015, είχαν ήδη ρίξει την οικονομία στα βράχια και είχαν τινάξει την μπάνκα του χρέους στον αέρα (πριν «σκίσουν» πρώτοι τα μνημόνια).
Κάποιοι εξ αυτών μπορεί να οφείλουν και κάτι παραπάνω: ένα «ευχαριστώ» στον Τσίπρα γιατί τους άφησε ένα ρυθμισμένο χρέος, έναν κουμπαρά με 37 δισ. και στρωμένο δρόμο για την «κανονικότητα». Ο ίδιος είχε βρει μόνον άδεια, στεγνά ταμεία, και το κλειδί του Μαξίμου κάτω από το χαλάκι της εξώπορτας…