Στην ομιλία της ορκωμοσίας του, στις 20 Ιανουαρίου, ο Τραμπ δεσμευόταν ότι θα γράψει ιστορία ως ο παγκόσμιος «ειρηνοποιός».
«Η επιτυχία μας», δήλωνε στους Αμερικανούς, «δεν θα μετρηθεί μόνον από τις μάχες που θα κερδίσουμε, αλλά και από τους πολέμους που θα τερματίσουμε. Και, ίσως ακόμη πιο σημαντικό, από τους πολέμους στους οποίους δεν θα μπούμε ποτέ».
Σήμερα, μόλις 150 ημέρες μετά, καμία από αυτές τις λέξεις του Αμερικανού προέδρου δεν αξίζει ούτε σεντ. Τα ξημερώματα της Κυριακής ο Ντόναλντ Τραμπ έκανε εκείνο που δεν τόλμησε ουδείς προκάτοχός του: Έβαλε τις Ηνωμένες Πολιτείες σε απευθείας πόλεμο με το Ιράν και, δη, σε έναν πόλεμο «προληπτικό» υπέρ τρίτων – υπέρ του Ισραήλ. Χωρίς να απειλούνται άμεσα συμφέροντα των ΗΠΑ και χωρίς καν ο πόλεμος αυτός να έχει τη στήριξη όχι μόνον της πλειοψηφίας των Αμερικανών, αλλά και του ίδιου του τραμπικού κινήματος.
«Γιατί κάνουμε τη βρόμικη δουλειά εδώ; Γιατί συμμετέχουμε στις επιχειρήσεις ενός πολέμου που αποτελεί πόλεμο επιλογής;» ρώτησε χθες ο Στιβ Μπάνον, επικεφαλής της καμπάνιας του Τραμπ στην πρώτη θητεία του.
«Ο Τραμπ τζογάρει την προεδρία του βάζοντας τις ΗΠΑ σε πόλεμο με το Ιράν» έγραψαν από την πλευρά τους οι «Financial Times», το πρόβλημα όμως είναι πως ο Αμερικανός πρόεδρος μάλλον τζογάρει και ρισκάρει πολύ περισσότερα.
Είτε επειδή σύρθηκε από τον Νετανιάχου είτε επειδή αυτοπαγιδεύτηκε στη δική του πολεμική ρητορική, ο Ντόναλντ Τραμπ άνοιξε το Κουτί της Πανδώρας στη Μέση Ανατολή. Ο ίδιος μπορεί να υποστηρίζει ότι το χτύπημα κατά του Ιράν ήταν «εφάπαξ» και να ζητά συνθηκολόγηση και «ειρήνη», ουδείς όμως γνωρίζει τι θα ακολουθήσει – πόσο θα απλωθεί η φωτιά, πώς και πού θα χτυπήσει η Τεχεράνη, τι θα κάνουν οι Άραβες του Κόλπου, πώς θα κινηθούν η Ρωσία και η Κίνα.
Ο Τραμπ πήρε το ρίσκο, έκανε την κίνησή του, αλλά ό,τι συμβεί από εδώ και πέρα δεν είναι υπό τον έλεγχό του.