«Επιτήρηση και τιμωρία», είναι ένα από τα έργα, του διάσημου Γάλλου Φιλοσόφου, Κοινωνιολόγου και Ψυχολόγου Φισέλ Φουκώ, γραμμένο περί το 1975. Στο εν λόγω έργο, ο Μισέλ Φουκώ αναπτύσσει και αναλύει πως το νεότερο ποινικό σύστημα δεν τολμά να υποστηρίξει ότι τιμωρεί εγκλήματα.
Διατείνεται, γράφει ο Φουκώ, ότι αναμορφώνει τους εγκληματίες. Εδώ και αιώνες διατηρεί στενούς δεσμούς με τις «επιστήμες του ανθρώπου», ψυχιάτρους, ψυχολόγους, κλπ, έτσι ώστε κάτω από τη γνώση με αντικείμενο τους ανθρώπους, κάτω από την ανθρωπιά των τιμωριών, βρίσκεται η πειθαρχική επένδυση των σωμάτων και των συνειδήσεων.
Στο ίδιο έργο, ο συγγραφέας αναπτύσσει τον τρόπο λειτουργίας του «Πανοπτικού», πρόκειται για ένα εργαλείο επιτήρησης που εφαρμόζεται σε φυλακές, σχολεία, ψυχιατρεία καθώς και σε εργοστάσια, ώστε όσοι βρίσκονται υπό τον έλεγχό του, να έχουν την αίσθηση της διαρκούς παρακολούθησης χωρίς να γνωρίζουν ωστόσο, ποιος τους παρακολουθεί, έχοντας ως απώτερο σκοπό την επιβολή της εξουσίας στα υποκείμενα.
Φυσικά και η παραπάνω αναφορά δεν σκοπεύει στη θεωρητική κατάρτιση των αναγνωστών, προέκυψε όμως με αφορμή την παρουσίαση του Εθνικού Σχεδίου για τη νεανική παραβατικότητα, πρόβλημα ομολογουμένως υπαρκτό. Το εν λόγω σχέδιο, που παρουσιάστηκε παρουσία του Πρωθυπουργού και σε διυπουργική συνεργασία τριών Υπουργείων (Προστασίας του Πολίτη, Παιδείας και Υπουργείο Οικογένειας), στο σημείο αυτό, ας επιτραπεί η Αλτουσεριανή (Λουί Αλτουσέρ), σύλληψη περί των τριών Ιδεολογιών Μηχανισμών του Κράτους, δηλαδή, όπου η κυρίαρχη ιδεολογία εφαρμόζεται στους πολίτες δια μέσου του ελέγχου των μηχανισμών όπως το σχολείο, η οικογένεια, η θρησκεία καθώς και ο στρατός.
Συνεπώς, παραπέμπει άμεσα σε πρακτικές, υιοθετημένες, από άλλα συστήματα πειθαρχίας όπως ο στρατός και οι φυλακές, γεγονός που επιτρέπει την παράφραση του έργου «Επιτήρηση και τιμωρία» στον τίτλο «Επιτήρηση και αγγαρεία…». Και αυτό διότι, τα μέτρα που προτείνονται όπως η μετατροπή της αποβολής από τις σχολικές αίθουσες σε κοινωνική εργασία, θυμίζουν πρακτικές όπως οι αγροτικές φυλακές καθώς και οι στρατιωτικές αγγαρείες…
Επίσης, εντύπωση προκάλεσε, τουλάχιστον για όσα είδαν το φως της δημοσιότητας, το γεγονός, ότι δεν σκιαγραφείται το προφίλ των παραβατικών νέων, αλλά ούτε και αναλύθηκαν πειστικά τα αίτια που ενδεχομένως οδηγούν στις εν λόγω παρεμβατικές συμπεριφορές.
Ωστόσο, η επιστημονική ομάδα που κατάρτισε το εν λόγω Εθνικό Σχέδιο, αρκέστηκε να αναφέρει ότι βασίστηκε σε πρωτογενή έρευνα καθώς δεν υπήρχε ιστορικό δευτερογενούς έρευνας. Ως εκ τούτου, καλούμαστε εκ των συνθηκών όλοι, καθότι η νεανική παραβατικότητα, αποτελεί κοινωνικό ζήτημα, να διατυπώνουμε απόψεις κατόπιν πρωτογενούς έρευνας.
Σε αυτό το πλαίσιο, δεν είναι λίγοι οι εκπαιδευτικοί που κάνουν λόγο για έλλειψη σημαντικής οργάνωσης και σχεδίου σχετικά με την ύπαρξη ψυχολόγων στα σχολεία καθώς όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά εδώ και χρόνια, διευθυντές πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων σχολικών μονάδων, «σπάμε το κεφάλι μας, να τους βοηθήσουμε στο τι να κάνουν, για να μην περιφέρονται άσκοπα στις σχολικές αίθουσες».
Ωστόσο, δεν είναι λίγα τα γραπτά δευτερογενούς έρευνας, ειδικών ψυχικής υγείας καθώς και κοινωνιολόγων σε όλη την Ευρώπη και κυρίως στη Γαλλία, που αναπτύσσουν απόψεις σχετικά με την στροφή των νέων στην παραβατικότητα ακόμη και στο εξτρεμισμό, ως αίτιο του «λόγου της κανονικότητας» και συνακόλουθα στην έλλειψη κοινωνικής υπερβατικότητας.
Τις εξαιρετικά επικίνδυνες επιπτώσεις της υπέρμετρης επιβολής του λόγου της κανονικότητας (νόμος, τάξη, ασφάλεια) δηλαδή μιας κοινωνίας που στερείται υπερβατικότητας και οδηγεί στην ανάδυση των σύγχρονων μορφών εξτρεμισμού μέσω της δημιουργίας των λεγόμενων «περιθωρίων», αναλύει ο Γάλλος ψυχαναλυτής Réginald Blanchet στο άρθρο του «Στροφή προς το τζιχάντ…», www.lacanquotidien.fr. Ειδικότερα, ο συγγραφέας αναλύει το ψυχαναλυτικό αίτιο της κοινής κλωστής που ενώνει την υπερβολική επιταγή στην νομιμότητα με την εμφάνιση του εξτρεμισμού. Αποδίδοντας το κίνητρο της ένταξης σε εξτρεμιστικές οργανώσεις ως την αντιπαράθεση με τους κώδικες της κυρίαρχης κουλτούρας και μάλιστα της νομιμότητας.
Όπως γράφει χαρακτηριστικά: «Οι παραβατικές πρακτικές ισοδυναμούν με πράξεις ανυπακοής των αποκλεισμένων που πλασάρουν τους εαυτούς τους ως τέτοιους απέναντι στην καλή κοινωνία, η οποία τους στιγματίζει και τους περιθωριοποιεί. Εμφανίζονται ως σύμπτωμα ενός πολιτισμού, που στερείται πλέον κάθε υπερβατικότητας».
Ωστόσο, στη χώρα μας, από ό,τι φαίνεται πέρασε απαρατήρητη και δεν ελήφθη υπόψη υπευθύνων, η κουλτούρα που διαμορφώνεται από τις επιλογές των έφηβων και λοιπόν νεολαίων, όπως φαίνεται από με τις σχετικές πολιτισμικές επιλογές τους. Ενδεικτικό, της κουλτούρας που αναπτύσσεται είναι η επιλογή των νέων σε μαζικές συναυλίες εναλλακτικών καλλιτεχνών με καταγγελτικό λόγο, καθώς και επιλογές τους, να συνωστίζονται στις αίθουσες κινηματογράφων, αναζητώντας εναλλακτικά πρότυπα ζωής και ηρωοποίησης αυτών των προτύπων, ως απάντηση στην επιβαλλόμενη κουλτούρα της κανονικότητας και του «καθωσπρεπισμού».
Eνδεικτικός ήταν επίσης, ο συνωστισμός νεαρών στην πρόσφατη ταινία για τη ζωή του Στέλιου Καζαντζίδη με τον τίτλο (Υπάρχω). Εντύπωση είχε προκαλέσει το 2019, η μαζική προσφυγή των εφήβων στις αίθουσες των κινηματογράφων προκειμένου να δουν την γνωστή ταινία «ο Τζόκερ». Για την ιστορία, ο τότε και νυν υπουργός Προστασίας του Πολίτη, κος Μιχάλης Χρυσοχοϊδης, είχε δεχτεί πυρά, από τον Αλέξη Τσίπρα, για την εισβολή της αστυνομίας, στις κινηματογραφικές αίθουσες καθώς έφηβοι παρακολουθούσαν την εν λόγω κοινωνική ταινία, που αφορούσε και στο σημαντικό θέμα του μπούλινγκ.
Και μιας και ο λόγος περιστρέφεται γύρω από την κουλτούρα που διαμορφώνουν οι νέοι, όπως καταγράφεται από τις μουσικές και κινηματογραφικές επιλογές τους, όσοι έχουν ασχοληθεί ουσιαστικά θα θυμούνται την εξαιρετική ταινία «το καναρινί ποδήλατο» που είχε προβληθεί το μακρινό 1999 σε όλα τα σχολεία της χώρας. Πρόκειται για μια ταινία – ύμνο, στο λειτούργημα του εκπαιδευτικού, καθώς ο ήρωας της ταινίας είναι ένας εκπαιδευτικός που εντοπίζει την ιδιαιτερότητα του μικρού μαθητή του και συμβάλλει τα μέγιστα για την ανάπτυξή του.
Επειδή όμως, έχει προηγηθεί ο λόγος για τη σχέση ομοιότητας του εκπαιδευτικού συστήματος με αυτό του σωφρονιστικού, ίσως η πιο διδακτική ταινία για την επιδραστικότητα της τέχνης στην αλλαγή της αντίληψης και της κουλτούρας, αποτελεί το αριστούργημα «Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει». Πρόκειται για ιταλική ασπρόμαυρη ταινία του 2012 σε σκηνοθεσία και σενάριο των αδερφών Ταβιάνι. Βασίζεται στο θεατρικό έργο Ιούλιος Καίσαρας του Ουίλιαμ Σαίξπηρ.
Το έργο, κέρδισε τη Χρυσή Άρκτο στο 62ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βερολίνου. «Ο Καίσαρας Πρέπει να Πεθάνει» ξεκίνησε τυχαία, όπως υποστηρίζουν οι ίδιοι οι αδερφοί Παόλο και Βιτόριο, όταν επισκέφθηκαν τη φυλακή Ρεμπίμπια, στα προάστια της Ρώμης και συνάντησαν κρατούμενους που συμμετείχαν σε μια εκδήλωση ποίησης με επίκεντρο αποσπάσματα της «Κόλασης» του Δάντη. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους ηθοποιούς που συμμετείχαν, ήταν φυλακισμένοι της πτέρυγας Υψίστης Ασφαλείας, που βρίσκονταν εκεί κυρίως για τη σχέση τους με τη μαφία και την Καμόρα, οι περισσότεροι ισόβια.
«Το ενστικτώδες “παίξιμο” τους ήταν κυριευμένο από μια δραματική ανάγκη να πουν την αλήθεια. Όταν φύγαμε από τις φυλακές συνειδητοποιήσαμε ότι θέλαμε να μάθουμε περισσότερα γι’ αυτούς και τις ιστορίες που τους οδήγησαν στη φυλακή. Ξαναπήγαμε και τους ρωτήσαμε αν ήθελαν να συμμετάσχουν σε μια κινηματογραφική διασκευή του “Ιουλίου Καίσαρα” του Γουίλιαμ Σαίξπηρ. Η απάντηση των κρατουμένων και του υπεύθυνου της καλλιτεχνικής τους αναμόρφωσης ήταν άμεση: “Ας ξεκινήσουμε αμέσως”.», δήλωναν οι σκηνοθέτες αδερφοί Ταβιάνι.
Τη θεραπευτική λειτουργία της τέχνης, δηλώνει με τον πιο συγκινητικό τρόπο ένας από τους ισοβίτες κρατούμενους στο τέλος της ταινίας: «Από όταν γνώριζα την τέχνη, αυτό το κελί έγινε φυλακή». Ίσως, η πιο πραγματική, δήλωση για την ικανότητα της τέχνης, να μας τοποθετεί με την πραγματική σχέση μεταξύ του εαυτού μας και της κοινωνικής πραγματικότητας.
Το παραπάνω αποτελεί ενδεικτικό παράδειγμα, ώστε να αναζητηθούν σύγχρονες, εναλλακτικές και δημοκρατικές μέθοδοι, προσέγγισης των εφήβων και των ανήσυχων νέων, ώστε να μπορέσουν να «μετουσιώσουν» την νεανική λίμπιντό τους, σε δημιουργία και όχι σε καταναγκαστική εργασία…
*Η Βάσω Μουρελά είναι Πολιτικός Επιστήμονας