Πριν από 15 χρόνια ακριβώς, στις 3 Μαΐου του 2010, τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων θύμιζαν έντονα την Γκουέρνικα του Πικάσο.
Την προηγουμένη, Κυριακή 2 Μαΐου, η τότε κυβέρνηση είχε ανακοινώσει τα πρώτα δραματικά μέτρα αύξησης έμμεσων και άμεσων φόρων και μείωσης μισθών και συντάξεων, καθώς και περικοπές δαπανών, που σηματοδότησαν την επίσημη ένταξη στο μακρύ τούνελ των μνημονίων και το επίσημο άνοιγμα της πόρτας του πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού «φρενοκομείου».
Σε αντάλλαγμα των επώδυνων παρεμβάσεων, η Ελλάδα θα ελάμβανε δάνειο 110 δισ. ευρώ από τον μηχανισμό στήριξης (80 δισ. ευρώ από την Ευρωζώνη και 30 δισ. από το ΔΝΤ).
Στα αξιοσημείωτα της περιόδου εκείνης ήταν οι διαβεβαιώσεις κυβέρνησης και δανειστών πως τα μέτρα ήταν προσωρινά, δεν θα λαμβάνονταν επιπρόσθετα και πως η οικονομία το αργότερο το 2012, από την ύφεση στην οποία βυθιζόταν, θα περνούσε στην ανάπτυξη.
Τίποτα από όλα αυτά δεν συνέβη. Ελήφθησαν και άλλα μέτρα και, αθροιστικά, στην 8ετία των μνημονίων ξεπέρασαν τα 70 δισ. ευρώ, χάθηκε το 26% του ΑΕΠ, η οικονομία παρέμεινε σε ύφεση μέχρι και το 2017 και πολλά άλλα δεινά.
Όμως, η μνημονιακή περίοδος άφησε και πολλές παρακαταθήκες, οι οποίες αξιοποιούνται σήμερα αποτελεσματικά από την κυβέρνηση και επιβαρύνουν τους πολίτες.
Πρόκειται για τους αυξημένους συντελεστές του ΦΠΑ, του φόρου εισοδήματος, των καυσίμων, καθώς επίσης τον ΕΝΦΙΑ κ.λπ., που παραμένουν σε μνημονιακά επίπεδα και τροφοδοτούν σήμερα τη δεξαμενή των υπερπλεονασμάτων. Χωρίς τη συνδρομή τους, δεν θα υπήρχαν δημοσιονομικά πλεονάσματα.
Η περίοδος των μνημονίων άφησε και άλλες «παρακαταθήκες». Είναι τα κόκκινα δάνεια των 100 δισ. ευρώ, είναι η έκρηξη των χρεών προς την εφορία που ξεπέρασαν τα 100 δισ. ευρώ, αλλά και τα χρέη προς τον ΕΦΚΑ που φλερτάρουν με τα 50 δισ. ευρώ.
Τυπικά τα μνημόνια έληξαν τον Αύγουστο του 2018, αλλά ουσιαστικά οι πολιτικές τους εξακολουθούν να είναι υπαρκτές.