Επτά στις δέκα επιχειρήσεις της χώρας δήλωσαν από ζημιές έως κέρδη χαμηλότερα των 10.000 ευρώ για τη χρήση του 2023, αναφέρουν στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, με τον κύριο όγκο της κερδοφορίας να αντιστοιχεί στις Α.Ε., εκ των οποίων οι μισές ανακοίνωσαν αρνητικά καθαρά αποτελέσματα.
Σε μια χώρα η οποία εμφανίζει υψηλές αναπτυξιακές επιδόσεις -από τις υψηλότερες στην Ευρώπη-, που παράγει υπερπλεονάσματα και «ροκανίζει» το δημόσιο χρέος με ταχείς ρυθμούς, η αγορά δείχνει να κινείται στον δικό της… ρυθμό και με όρους που δεν «παντρεύονται» κατ’ ανάγκη με τη γενικότερη εικόνα της οικονομίας.
Από την άλλη, πώς να σχολιάσουμε το γεγονός ότι ενώ η «ραχοκοκαλιά της οικονομίας», όπως συνηθίζουμε να λέμε, είναι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, μόλις τρεις στις δέκα εταιρείες εμφανίζουν αξιόλογη κερδοφορία;
Αυτή η ανισομερής κατανομή των κερδών δεν μπορεί παρά να υποδηλώνει και ανισομέρεια στην ανάπτυξη της επιχειρηματικής κοινότητας, στο μοίρασμα των δυνάμεών της, στη διάθεση των επενδυτικών ροών και εν γένει των χρηματοδοτήσεων, και στη διεκδίκηση μεριδίων αγοράς κατά κλάδο, ενώ ξεκάθαρα δείχνει δυσλειτουργία του ανταγωνισμού (κοινό μυστικό -εξάλλου- σε όλους μας).
Μιλάμε για παραδοξότητες στις οποίες θα μπορούσαμε να προσθέσουμε κι άλλες, όπως για παράδειγμα τη μεγάλη έκταση που συνεχίζει να καταγράφει η φοροδιαφυγή, το παρεμπόριο και το μαύρο χρήμα, τις εκατοντάδες χιλιάδες κενές θέσεις εργασίας, το επίμονο brain drain, το βαθιά αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο, την παντελώς ασύνδετη σχέση της αγοράς εργασίας με την εκπαιδευτική κοινότητα και, το κυριότερο, τη μη αναμόρφωση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας.
Στην Ελλάδα, ορθώς επιμένουμε διεκδικώντας δικαιότερη κατανομή των φορολογικών βαρών, ίσως όμως θα ήταν χρησιμότερο να διεκδικούμε δικαιότερη κατανομή της κερδοφορίας του επιχειρείν, που από μόνη της θα άλλαζε πολλά στο ΑΕΠ, στις επενδύσεις, στις εξαγωγές, στη φορολογία, στην απασχόληση, στα εισοδήματα, στην κατανάλωση.