Skip to main content

Κλιματική κρίση: Άλλο «πράσινη» μετάβαση και άλλο «πράσινος» καπιταλισμός

Του Γιάννη Α. Μυλόπουλου

Η παραδοχή της Αειφόρου Ανάπτυξης για το Περιβάλλον, η οποία γεννήθηκε στη Διάσκεψη του ΟΗΕ το 1992 στο Ρίο, συνέδεσε τις αιτίες του περιβαλλοντικού προβλήματος του πλανήτη με την οικονομική ανάπτυξη και το παραγωγικό μοντέλο.

Από τότε μέχρι σήμερα έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Η αντίληψη ότι οι αιτίες του διαρκώς επιδεινούμενου περιβαλλοντικού προβλήματος του πλανήτη ανάγονται στο μοντέλο της ανάπτυξης, το οποίο έγινε πιο επιθετικό και πιο ισχυρά ανταγωνιστικό στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας, έχει πλέον εμπεδωθεί.

Η παρουσίαση του περιβαλλοντικού ζητήματος ως ζητήματος υπέρβασης της φέρουσας ικανότητας του πλανήτη εξ αιτίας των πιέσεων που ασκεί στο παγκόσμιο οικοσύστημα η επιθετική οικονομική ανάπτυξη, έχει γίνει στις μέρες μας κοινή συνείδηση.

Όπως κοινή συνείδηση είναι σήμερα ότι η Ανάπτυξη και το Περιβάλλον είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

Που σημαίνει ότι είναι κοινώς αποδεκτό ότι δεν υπάρχει ανάπτυξη χωρίς περιβαλλοντική βάση. Ορυκτά, φυσικοί και ενεργειακοί πόροι, δάση, έδαφος, νερά και οικοσυστήματα τροφοδοτούν τις οικονομικές δραστηριότητες και αποτελούν την απαραίτητη προϋπόθεση για οικονομική ανάπτυξη.

Όπως, αντίστοιχα, κοινώς αποδεκτό είναι και το ότι δεν υπάρχει κανένα περιβαλλοντικό πρόβλημα που να μην έχει την αιτία του στην οικονομική ανάπτυξη. Η εξάντληση των φυσικών και ενεργειακών πόρων και η υποβάθμιση των οικοσυστημάτων και των φυσικών διαθεσίμων οφείλεται στις αναπτυξιακές δραστηριότητες που όσο εντείνονται, τόσο καταναλώνουν και ρυπαίνουν όλο και μεγαλύτερο μέρος των περιβαλλοντικών αγαθών.

Το αναπτυξιακό και περιβαλλοντικό αδιέξοδο καταγράφεται με τον υπολογισμό της ημέρας υπέρβασης της γης, (earth overshoot day).

Που είναι η ημέρα κάθε χρόνου, κατά την οποία έχει καταναλωθεί το σύνολο των ανανεώσιμων αποθεμάτων της γης. Που σημαίνει ότι μετά από αυτήν και μέχρι το τέλος της χρονιάς, η ανάπτυξη εξαντλεί πλέον τα μόνιμα αποθέματα του πλανήτη.

Φέτος η ημέρα υπέρβασης της γης ήταν στις 29 Ιουλίου. Επί 5 μήνες δηλαδή φέτος, από τον Αύγουστο μέχρι το Δεκέμβριο, η ανάπτυξη στηρίζεται αποκλειστικά στην κατανάλωση μόνιμων αποθεμάτων, τα οποία δεν πρόκειται να αναπληρωθούν ποτέ.

Αυτό συμβαίνει συστηματικά, με διαρκώς επιδεινούμενους ρυθμούς από το 1970, οπότε ήταν η τελευταία χρονιά που η ημέρα υπέρβασης της γης βρέθηκε στο οριακό σημείο να συμπίπτει με το τέλος του Δεκεμβρίου.

Το αναπτυξιακό και περιβαλλοντικό αδιέξοδο αποτυπώνεται ακόμη και από τις εκτιμήσεις ότι αν ολόκληρος ο πλανήτης είχε τους ρυθμούς της ανάπτυξης των ΗΠΑ, θα χρειαζόταν οι φυσικοί πόροι 5 πλανητών σαν τη γη για να συντηρήσουν αυτή την ανάπτυξη. Ενώ αντίστοιχα αν ο πλανήτης αναπτύσσονταν σαν τη Γερμανία θα χρειαζόταν 3 πλανήτες σαν τη γη, αν αναπτύσσονταν σαν το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία 2,7, αν αναπτύσσονταν σαν την Ισπανία 2,5, ενώ αν όλος ο πλανήτης είχε την ανάπτυξη της Ινδίας, θα αρκούσε το 0,7 των φυσικών αγαθών της γης για να συντηρήσει αυτή την ανάπτυξη.

Αν συνεχίσουμε λοιπόν και τις επόμενες δεκαετίες να εξαντλούμε και να καταστρέφουμε το περιβάλλον και τους πόρους του με τους σημερινούς ρυθμούς ανάπτυξης, σύντομα θα χρειάζονται κοντά στους 3 πλανήτες σαν τη γη για να συντηρήσουν αυτή την ανάπτυξη.

Η κλιματική κρίση δεν είναι παρά μια κορυφαία και σε παγκόσμια κλίμακα εκδήλωση του περιβαλλοντικού προβλήματος. Η υπέρβαση της φέρουσας ικανότητας του κλίματος οφείλεται στην εντατική, εδώ και δεκαετίες, παραγωγή και κατανάλωση ενέργειας. Η οποία εκδηλώνεται μέσω της υπέρμετρης και της σωρευτικής εκπομπής αερίων της καύσης, που επιδεινώνουν το φαινόμενο του θερμοκηπίου.

Η απανθρακοποίηση, η απεξάρτηση δηλαδή της παραγωγής ενέργειας από τον άνθρακα, η οποία αποτελεί την κυρίαρχη επιλογή για την αντιμετώπιση του φαινομένου του θερμοκηπίου και την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, είναι μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου που έχει ως στόχο την εφαρμογή ενός διαφορετικού παραγωγικού μοντέλου, συμβατού με τα όρια και τις αντοχές του περιβάλλοντος, που θα στηρίζεται στην αρχή της εξοικονόμησης των πόρων του πλανήτη.

Η αναζήτηση ενός νέου, βιώσιμου μοντέλου ανάπτυξης το οποίο δεν θα παραβιάζει τη φέρουσα ικανότητα της φύσης, είναι το μεγάλο ζητούμενο της παραδοχής της αειφορίας.

Ο στόχος αυτός όμως για να γίνει εφικτός, απαιτεί μικρότερους ρυθμούς ανάπτυξης. Μια προϋπόθεση που δεν μπόρεσε να υλοποιηθεί, καθώς συγκρούστηκε με την επιθετική ανάπτυξη και με τους φρενήρεις ρυθμούς του οικονομικού ανταγωνισμού που επέβαλε η παγκοσμιοποίηση. Πολλώ δε μάλλον η προϋπόθεση της λιγότερης ανάπτυξης δεν έγινε εφικτό να υλοποιηθεί κατά την τελευταία δεκαπεντατία, όταν οι ευαίσθητοι κρίκοι της παγκόσμιας οικονομικής αλυσίδας βυθίστηκαν στην κρίση.

Η υπέρβαση αυτού του αδύνατου σημείου της αειφορικής ανάπτυξης επιτεύχθηκε με την ιδέα της πράσινης μετάβασης. Η οποία είναι η μετεξέλιξη της αρχικής παραδοχής της αειφορίας και απαιτεί ένα νέο μοντέλο πράσινης ανάπτυξης συμβατό με τα όρια της γης. Όχι όμως γιατί θα προχωρεί με πιο αργούς ρυθμούς, αλλά γιατί το αποτύπωμά του στο περιβάλλον θα είναι μικρότερο από εκείνο του σημερινού αναπτυξιακού προτύπου.

Η Πράσινη Ανάπτυξη είναι λοιπόν μια νέα πρόκληση για την ανθρώπινη ευφυία. Αν η απανάπτυξη και η ύφεση της οικονομίας δεν μπορούν να είναι η λύση για την ανθρωπότητα σε μια εποχή που έχει συνηθίσει να τρέχει με ιλιγγιώδεις ταχύτητες, τότε πρέπει να βρεθούν νέες, «πράσινες» αναπτυξιακές δραστηριότητες, που δεν θα αφήνουν αρνητικό αποτύπωμα στο περιβάλλον.

Οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, (ΑΠΕ), όπως η ηλιακή, η αιολική, η κυματική και η γεωθερμική, βρίσκονται στην καρδιά αυτού που επιδιώκεται με την πράσινη μετάβαση. Γιατί ενώ παράγουν ενέργεια, έχουν δύο τεράστια πλεονεκτήματα.

Το πρώτο είναι ότι δεν εξαντλούνται, όπως εξαντλούνται οι ορυκτοί και ενεργειακοί πόροι, ο άνθρακας, ο λιγνίτης, το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο κλπ. Και το δεύτερο ότι είναι καθαρές μορφές ενέργειας, με την έννοια ότι δεν αφήνουν αρνητικό ίχνος στο περιβάλλον, όπως συμβαίνει με τα αέρια της καύσης και τις επιπτώσεις που έχουν οι εκπομπές τους στο φαινόμενο του θερμοκηπίου.

Η αναζήτηση λοιπόν «πράσινων» δραστηριοτήτων, όπως είναι οι ΑΠΕ, αλλά και η οικολογική γεωργία και ο οικοτουρισμός και ο αγροτουρισμός, που ενώ συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη, δεν υπόκεινται σε περιορισμούς καθώς δεν εξαντλούν, ούτε υποβαθμίζουν το περιβάλλον, είναι το μεγάλο ζητούμενο σήμερα.

Η διάκριση μεταξύ ανάπτυξης, (development) και μεγέθυνσης (grouth) της οικονομίας δίνει προστιθέμενη αξία στο «πράσινο» εγχείρημα.

Που σημαίνει ότι η ευφορία που προκάλεσε αρχικά η ιδέα της πράσινης μετάβασης δεν πρέπει να μας απομακρύνει από τον αρχικό στόχο, που ήταν η προσαρμογή της ανάπτυξης στα δεδομένα της φύσης και όχι το αντίθετο, η προσαρμογή δηλαδή της φύσης στα δεδομένα της ανάπτυξης. Κάτι το οποίο αποδείχθηκε εξ αντικειμένου ανέφικτο, αφού το περιβάλλον είναι ούτως ή άλλως πεπερασμένο και εξελίχθηκε καταστροφικά τόσο για τη γη, όσο και για την ίδια την ανάπτυξη.

Η ύβρις της υπέρβασης των ορίων της φύσης δεν είναι συμβατή με την ιδέα της πράσινης μετάβασης.

Η απεξάρτηση από τον άνθρακα και η επένδυση στις ΑΠΕ δεν είναι επομένως πανάκεια για την τροφοδότηση ενός νέου και για μια ακόμη φορά αδηφάγου και άπληστου μοντέλου ανάπτυξης που θα στηρίζεται στην παραγωγή και την κατανάλωση ολοένα και περισσότερων αγαθών.

Το φαινόμενο του «ριμπάουντ», το οποίο συμβάλλει στην αποτυχία κάθε μορφής διατροφικής δίαιτας που δεν στηρίζεται στην εξοικονόμηση θερμίδων, είναι χαρακτηριστικό και για την υπόθεση της πράσινης μετάβασης.

Αν κάποιος υπέρβαρος, μεθυσμένος από την ευφορία της ανακάλυψης διαιτητικών ειδών διατροφής, όπως των γλυκών με υποκατάστατα ζάχαρης, καταναλώνει με μεγαλύτερους ρυθμούς τα «διαιτητικά» γλυκίσματα, είναι βέβαιο ότι δεν θα αδυνατίσει ποτέ. Γιατί θα συνεχίσει να παίρνει, τρώγοντας άφοβα περισσότερα προϊόντα με υποκατάστατα ζάχαρης, τις ίδιες ή και περισσότερες θερμίδες σε σχέση με πριν.

Η διεθνής επιστημονική κοινότητα είναι σαφής. Η λύση του προβλήματος δεν είναι η αντικατάσταση του άνθρακα από ΑΠΕ, προκειμένου να συνεχίσει να ισχύει το ίδιο αδηφάγο και βυθισμένο στην πλεονεξία επιθετικό παραγωγικό μοντέλο.

Δεν αρκούν συνεπώς η απεξάρτηση από τον άνθρακα και η αντικατάσταση της παραγωγής της ενέργειας από ΑΠΕ για την επιτυχία του στόχου της καταπολέμησης της κλιματικής κρίσης.

Χρειάζεται η συνδρομή και ενός τρίτου και απαραίτητου όρου. Που είναι η δραστική μείωση της ενέργειας που παράγεται και καταναλώνεται στον πλανήτη.

Η εξοικονόμηση της ενέργειας για την κλιματική αλλαγή, όπως και η εξοικονόμηση, αντίστοιχα, των φυσικών πόρων για την περιβαλλοντική κρίση, είναι η κρίσιμη και αναγκαία προϋπόθεση για την επιτυχία της «πράσινης» προσπάθειας.

Χωρίς το πέρασμα σε ένα πράσινο παραγωγικό μοντέλο που θα στηρίζεται στην εξοικονόμηση των ενεργειακών και των περιβαλλοντικών πόρων, ούτε ο στόχος της καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής μπορεί να γίνει εφικτός, ούτε βέβαια και το περιβαλλοντικό πρόβλημα του πλανήτη θα μπορέσει να ξεπεραστεί.

Μια γεύση από το αδιέξοδο της ανορθόδοξης, χωρίς σχεδιασμό, όσο και βιαστικής απολιγνιτοποίησης στην οποία προχώρησε η ελληνική κυβέρνηση, χωρίς ταυτόχρονη μείωση της παραγωγής ενέργειας, το πήραμε πρόσφατα. Όταν ενόψει της διεθνούς αύξησης των τιμών του ρεύματος μετά το καλοκαίρι, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να υπαναχωρήσει άτακτα και να επαναφέρει, άρον άρον, τη λειτουργία των λιγνιτικών μονάδων στην Πτολεμαϊδα.

Η χωρίς σχέδιο απολιγνιτοποίηση, με ταυτόχρονη μεγάλη επένδυση στις ΑΠΕ, χωρίς την ικανοποίηση της τρίτης προϋπόθεσης, της δραστικής μείωσης της παραγόμενης ενέργειας, δεν αποτελεί μέρος της πράσινης μετάβασης, αλλά μια ακόμη εκδήλωση μιας καινούργιας εκδοχής του νεοφιλελευθερισμού, που ονομάστηκε «πράσινος» καπιταλισμός.

Όπως αντίστοιχα συμβαίνει και με τις μεγάλες οικολογικές καταστροφές, όπως η καταστροφή των 1,3 εκατομμυρίων στρεμμάτων δασικής γης από τις πυρκαγιές που συνέβη στη χώρα το καλοκαίρι. Η οποία επειδή δυσχεραίνει τη δυνατότητα της Ελλάδας να αντιμετωπίσει την κλιματική αλλαγή, καθώς τα δάση συμβάλλουν τα μέγιστα στη μείωση των εκπομπών των θερμοκηπικών αερίων, δεν μπορεί να προσπερνάται εύκολα και να συμψηφίζεται με την εγκατάσταση νέων αιολικών πάρκων στις βουνοκορφές και στα καμένα δάση.

Ο στόχος δεν είναι η ανεξέλεγκτη αύξηση των αιολικών πάρκων και η άνευ όρων εύρεση διεξόδων πλουτισμού των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στις ΑΠΕ, παρά τις μεγάλες κοινωνικές αντιδράσεις και παρά τις σοβαρές αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις.

Ο στόχος είναι η πράσινη μετάβαση να οδηγήσει στην αναστροφή του περιβαλλοντικού προβλήματος και στην καταπολέμηση της κλιματικής κρίσης.

Η οποία δεν θα επιτευχθεί με το ίδιο μέχρι τώρα σπάταλο παραγωγικό και καταναλωτικό μοντέλο της μεγέθυνσης της οικονομίας σε βάρος του περιβάλλοντος.

Η αντιστροφή της σημερινής κατάστασης απαιτεί ένα νέο μοντέλο πράσινης ανάπτυξης που θα σεβαστεί τα όρια και τις δυνατότητες του περιβάλλοντος και θα ικανοποιήσει ισότιμα τόσο την οικονομική, όσο όμως και την περιβαλλοντική, αλλά και την κοινωνική απαίτηση για μια ανάπτυξη που θα την αντέχει ο πλανήτης.

*Καθηγητή Πολυτεχνικής Σχολής ΑΠΘ