Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Τον θάνατο τον ενικούν, άντρες που δεν δειλιούνε.
Δεν ήταν μια συνηθισμένη μέρα. Ο Σεπτέμβριος είχε ήδη ξοδέψει οκτώ μέρες. Σύννεφα σκέπαζαν την Αθήνα από το πρωί, ώσπου ξέσπασαν σε βροχή, δυνατή, «παλαμακική», μια φθινοπωρινή μπόρα. Εκείνη την ώρα. Του αποχαιρετισμού. Συσχέτιση τοπίου και κατάστασης.
Λένε ότι «ένα τοπίο είναι μια ψυχική κατάσταση, αλλά αυτή η φράση είναι το ισχνό εύρημα ενός αδύναμου ονειροπόλου… Θα ήταν ορθότερο να πει κανείς ότι μια ψυχική κατάσταση είναι ένα τοπίο, διότι υπάρχει το πλεονέκτημα ότι η φράση δεν περιέχει το ψεύδος μιας θεωρίας, αλλά απλώς την αλήθεια μιας μεταφοράς».
Μεταφορά σ’ ένα άλλο «εμείς». Ήταν όλοι τους εκεί. Αλλά τούτη η πενθηφόρος σύναξη θα ήταν απλώς ένα επίσημο κατευόδιο, αν δεν έβγαινε στις οθόνες η συγκίνηση του ανώνυμου για τον άντρα, που ήταν πραγματικός, ως μυθιστορηματικός, που «δεν υπήρξε ποτέ ένας, μα πολλοί».
Οι Έλληνες σε χαιρετάνε. Ο καθένας με έναν στίχο από τα μύρια τραγούδια σου σε ξεπροβοδάνε. Λεβέντικα, όπως αξίζει σε εκείνους που αφήνουν σ’ αυτά τα χώματα τ’ αχνάρια τους, και δεν ησυχάζουν αν δεν το κάνουν. Σεμνά. Με ένα κόκκινο ή λευκό λουλούδι. Λιτά. Με ένα σημείωμα σαν αυτό που άφησε πολίτης πάνω στο φέρετρο κι ανέγραφε μία μόνο λέξη. «Ευγνώμων».
«Ω του θαύματος! Τί το περί ημάς τούτο γέγονε μυστήριον; Πώς παρεδόθημεν τη φθορά και συνεζεύχθημεν τω θανάτω; Όντως Θεού προστάξει ως γέγραπται, του παρέχοντος τοις μεταστάσι την ανάπαυσιν».
«Το μυστήριο άπλωνε. Μια μεγάλη ψυχή που χώνεται στον Άδη και τον τραντάζει και ενώνει τους κόσμους», όπως έγραφε η Ιωάννα Τσάτσου, όταν πέθανε ο Γερο-Παλαμάς.
Κόσμος, πολύς κόσμος, ετερόκλητος βγήκε, για να τον τιμήσει. Άνθρωποι πληγωμένοι, διαψευσμένοι, ηλικιωμένοι, μικρά παιδιά ρωτούν, νέοι αφήνονται σ’ αυτό το άλλο «εμείς». Έχασαν συγγενή.
«Πώς πεθαίνει ένας άντρας; Παράξενο… Κανένας δεν το συλλογίστηκε… Κι όμως κερδίζει κανείς το θάνατό του, το δικό του θάνατο, που δεν ανήκει σε κανέναν άλλον και τούτο το παιχνίδι είναι η ζωή». Ο Μίκης Θεοδωράκης κέρδισε το δικό του πέρασμα, κι αυτό ήταν απόλυτα συμβατό με την προσωπικότητα και τη ζωή του. Κέρδισε το πέρασμά του σαν «φως που πατεί χαρούμενο τον Άδη», σαν Μαδάρες, που δεν λυγάνε, σαν…