Skip to main content

ΙΜΟ: Φοβούνται για καύσιμα- «μπόμπα» τέσσερις χώρες, τρεις ναυτιλιακές οργανώσεις

Από την έντυπη έκδοση

Του Λάμπρου Kαραγεώργου
[email protected]

Θέμα ασφάλειας για τα νέα καύσιμα που θα χρησιμοποιούν τα πλοία από το 2020 θέτουν στον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό τέσσερις χώρες με σημαντική ναυτιλιακή παρουσία και τρεις κορυφαίες διεθνείς ναυτιλιακές οργανώσεις.

Με έγγραφό τους που κατέθεσαν στην Επιτροπή Προστασίας του Περιβάλλοντος του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΙΜΟ), η οποία θα συνεδριάσει τον επόμενο μήνα, ο Παναμάς, τα Νησιά Μάρσαλ, η Λιβερία και οι Μπαχάμες, οι σημαίες των οποίων εκπροσωπούν πάνω από το 45% του παγκόσμιου στόλου, και οι ναυτιλιακές ενώσεις BIMCO, Intertanko και Intercargo, που εκπροσωπούν πάνω από το 80% του παγκόσμιου στόλου, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τα νέα καύσιμα και ζητούν μια περίοδο προσαρμογής.

Όπως υποστηρίζουν στο έγγραφό τους οι εφοπλιστές, δεν μπορούν να αναλάβουν την ευθύνη για την ασφάλεια των καυσίμων που παράγουν τα διυλιστήρια και θα υποχρεωθούν να τα αγοράζουν, όπως επίσης δεν μπορούν να είναι βέβαιοι για τη διαθεσιμότητά τους και ως εκ τούτου κρίνεται αναγκαίος ένας χρόνος προσαρμογής ώστε να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία του εφοδιασμού του παγκόσμιου στόλου.

Στο μικροσκόπιο η σταθερότητα

Το θέμα που τίθεται είναι κατά πόσο είναι ασφαλή τα νέα καύσιμα χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο και, πιο συγκεκριμένα, τα καύσιμα που προκύπτουν από ανάμιξη καυσίμων (blended fuels), προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση των πλοίων με το ανώτατο όριο 0,5% περιεκτικότητας σε θείο των ναυτιλιακών καύσιμων από 1η Ιανουαρίου 2020. Τα σχετικά θέματα ασφάλειας αφορούν τη σταθερότητα καυσίμου, την ασυμβατότητα μεταξύ διαφορετικών παρτίδων blended fuels, τα χαμηλότερα σημεία ανάφλεξης από το ελάχιστο απαιτούμενο από τη SOLAS, τα ανεπαρκή περιθώρια ασφάλειας για τα καταλυτικά σωματίδια και τις εκτεταμένες καθυστερήσεις στην ανάφλεξη λόγω κακών χαρακτηριστικών καύσης.

Σημειώνεται ότι ήδη έχουν καταγραφεί σοβαρά προβλήματα ασφάλειας σε περισσότερα από 120 πλοία από προβληματικά καύσιμα.

Οι συντάξαντες την πρόταση ζητούν μια «ρεαλιστική προσέγγιση» στην επιβολή των κανόνων που θα αφορούν τα νέα καύσιμα, η χρήση των οποίων εξασφαλίζει μειωμένες εκπομπές θείου (0,5%) στην ατμόσφαιρα από τη ναυτιλία.
Ουσιαστικά αυτό που ζητούν οι ναυτιλιακές ενώσεις και τα κράτη είναι η εισαγωγή μιας φάσης προσαρμογής μετά την προθεσμία της 1ης Ιανουαρίου 2020 για το νέο ανώτατο όριο για το θείο, κατά την οποία τα πλοία που θα ελέγχονται δεν θα αντιμετωπίζουν μια αδικαιολόγητη τιμωρία.

Αλλαγή παιχνιδιού και κανόνων

Στο θέμα των προβληματικών καυσίμων έχει αναφερθεί και η Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών, η οποία αντιπροσωπεύει το 20% του παγκόσμιου στόλου. Μάλιστα, ο πρόεδρός της Θεόδωρος Βενιάμης έχει τονίσει ότι δεν μπορεί να ευθύνεται η ναυτιλία για την ποιότητα των καυσίμων.

Όπως έχει δηλώσει, μεταξύ άλλων, «οι νέοι κανόνες αποτελούν αλλαγή παιχνιδιού για τους εφοπλιστές, τους διαχειριστές πλοίων και τα διυλιστήρια. Οι Έλληνες πλοιοκτήτες εργάζονται σθεναρά προς τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του νέου ορίου 0,5% του θείου από τον ΙΜΟ από την 1η Ιανουαρίου 2020. Ωστόσο, είναι σημαντικό τα σχετικά εμπλεκόμενα μέρη επίσης να καταβάλουν κάθε προσπάθεια για να παράσχουν στον ναυτιλιακό κλάδο τα απαραίτητα μέσα για την επίτευξη αυτού του στόχου». Επίσης υπογράμμισε ότι «είναι εξίσου σημαντικό τα νέα καύσιμα να μη θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια των πλοίων και των πληρωμάτων».

Η ΕΕΕ δεν θέλει μετάθεση εφαρμογής

Με δηλώσεις του στους Loydlist ο κ. Βενιάμης ξεκαθαρίζει επίσης ότι η ΕΕΕ δεν είναι υπέρ της μετάθεσης της ημερομηνίας εφαρμογής των νέων καυσίμων.

Η ΕΕΕ παραμένει σταθερά προσηλωμένη στις ημερομηνίες που έχουν συμφωνηθεί στον ΙΜΟ, δήλωσε ο κ. Βενιάμης προσθέτοντας όμως ότι ταυτόχρονα ανησυχεί για τις αβεβαιότητες που παρατηρούνται αναφορικά με τη διαθεσιμότητα και την προμήθεια καυσίμων τα οποία συμμορφώνονται με τη διεθνή σύμβαση Marpol και επίσης είναι συμβατά και με τη διεθνή σύμβαση Solas, που σημαίνει πόσο είναι ασφαλή, κατάλληλα και διαθέσιμα σε όλο τον κόσμο.

Προβληματισμοί εκφράζονται και για το κατά πόσο η τοποθέτηση scrubbers αποτελεί εναλλακτική λύση, ασφαλή και περιβαλλοντικά σωστή.