Skip to main content

Ευφορία, με ναύλα και αξίες πλοίων σε υψηλά επίπεδα

Πώς η τεχνητή έλλειψη στόλου ευνοεί εν μέσω γεωπολιτικών εντάσεων τις ναυτιλιακές αγορές

Η τεχνητή έλλειψη στόλου, λόγω γεωπολιτικών εντάσεων, κυρώσεων και κλιματικών διαταραχών, δημιουργεί ευφορία στις ναυτιλιακές αγορές, οδηγώντας σε υψηλά ναύλα και αξίες των περιουσιακών στοιχείων.

Όπως επισημαίνεται στη μηνιαία έκθεση του οίκου Danish Ship Finance, η προσφορά υπερβαίνει τη ζήτηση στους περισσότερους κύριους ναυτιλιακούς κλάδους για τα μεγαλύτερα τμήματα της δεκαετίας του 2020. Αυτό από μόνο του είναι μια αρνητική συνθήκη για μια ναυλαγορά.

Παρ’ όλα αυτά, οι παράγοντες που αναφέρθηκαν παραπάνω έχουν επιφέρει ταξίδια μεγαλύτερων αποστάσεων και έχουν προκαλέσει ανεπάρκειες στις υποδομές πολλών αγορών.

«Αυτές οι εξελίξεις έχουν ουσιαστικά μειώσει τη χωρητικότητα του παγκόσμιου στόλου, διατηρώντας την αξιοποίηση των πλοίων σε υψηλά επίπεδα», εξηγούν οι αναλυτές.

Το αποτέλεσμα είναι οι ναυτιλιακές αγορές να σημειώνουν καλές επιδόσεις και οι περισσότεροι κλάδοι να βιώνουν παρατεταμένες περιόδους υψηλών ναύλων και second hand τιμών από τις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας.

«Η δραστηριότητα είναι υψηλή και πολλά πλοία έχουν αλλάξει χέρια σε συναλλαγές τόσο νεότευκτων όσο και second hand τονάζ. Τα βιβλία παραγγελιών παραμένουν σε σχετικά χαμηλά ή μέτρια επίπεδα, με την εξαίρεση των containerships και gas carriers», τονίζει η Danish Ship Finance.

Τα ναύλα

O δείκτης ClarkSea Index του ναυλομεσιτικού οίκου Clarksons, ο οποίος αποτυπώνει την πορεία των ναυλαγορών, ανήλθε στο τέλος Απριλίου στα 24.206 δολ. την ημέρα, παραμένοντας στο εύρος του 25% των υψηλότερων επιδόσεων από το 2000. Οι κύριοι δείκτες για τα tankers, τα bulk carriers, τα LPG carriers και τα containerships διαπραγματεύονται όλοι στο εύρος 20%-35% των υψηλότερων επιδόσεων.

«Το ισχυρό περιβάλλον ναύλων και τιμών είναι εντυπωσιακό, ιδιαίτερα εάν κοιτάξουμε την ισορροπία προσφοράς και ζήτησης», σημειώνει η Danish Ship Finance.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτουν οι αναλυτές, από το 2019 έως και το 2023 η μέση ετήσια ανάπτυξη του στόλου διαμορφώθηκε στο 3,4%, την ώρα που το αντίστοιχο νούμερο στους όγκους του εμπορίου διά θαλάσσης είναι +0,6%. «Οι όγκοι του εμπορίου υποχώρησαν το 2020 και το 2022, αλλά αυξήθηκαν το 2021 και το 2023 σε ευθυγράμμιση με την οικονομική ανάπτυξη», εξηγούν οι αναλυτές.

Οι προοπτικές

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν, τέλος, οι εκτιμήσεις του οίκου Danish Ship Finance για τις προοπτικές του εμπορίου διά θαλάσσης.

«Τα σημάδια δείχνουν ότι οι όγκοι πιθανότατα θα μειωθούν από τη δεκαετία του 2030 έως και το 2050 και ότι πιθανότατα θα αποτελούνται από φορτία που είναι πιο εφικτό να μεταφερθούν από το να παραχθούν τοπικά. Αυτό ίσως σημάνει την αποσύνδεση των όγκων του εμπορίου διά θαλάσσης και της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης», σημειώνουν οι αναλυτές.

Όπως αναφέρουν, μεγάλες διεθνείς τάσεις, όπως οι δημογραφικές εξελίξεις και η απανθρακοποίηση, αναπροσαρμόζουν σιωπηρά τη σχέση ανάμεσα στους δύο παράγοντες.

Η Danish Ship Finance προειδοποίησε ότι το παγκόσμιο ΑΕΠ μετατοπίζεται ολοένα και περισσότερο προς τον τομέα των υπηρεσιών, ο οποίος είναι εγγενώς λιγότερο εξαρτημένος από το θαλάσσιο εμπόριο απ’ ό,τι ο πρωτογενής και ο δευτερογενής τομέας.

Ταξίδια μεγαλύτερων αποστάσεων

Οι γεωπολιτικές εντάσεις επέφεραν ταξίδια μακρινότερων αποστάσεων, μειώνοντας παράλληλα τη χωρητικότητα του παγκόσμιου στόλου.

«Οι μεγαλύτερες αποστάσεις στα ταξίδια είναι τόσο αποτελεσματικές όσο η ανάπτυξη των όγκων σε όρους αξιοποίησης των στόλων, αν και μπορούν να αποδειχτούν λιγότερο ανθεκτικές με την πάροδο του χρόνου, εάν δεν οδηγούνται από τα θεμελιώδη στοιχεία, όπως η τελική ζήτηση του χρήστη, οι τοποθεσίες των διυλιστηρίων, των ορυχείων και των χημικών μονάδων κ.λπ.», σημειώνει η Danish Ship Finance.

Για να γίνει αντιληπτή η συνεισφορά στη ναυλαγορά, οι αναλυτές αναφέρουν ότι οι μεγαλύτερες αποστάσεις πρόσθεσαν το ισοδύναμο μίας ποσοστιαίας μονάδας στη ζήτηση πλοίων ανά έτος από το 2020 έως το 2023.