Skip to main content

Έκρηξη ναύλων στα δεξαμενόπλοια

Από την έντυπη έκδοση

Του Λάμπρου Καραγεώργου
[email protected]

Πάνω από 50.000 δολάρια έφτασαν τις τελευταίες ημέρες οι ημερήσιοι ναύλοι στη spot αγορά για τα πολύ μεγάλα δεξαμενόπλοια, Very Large Crude Carriers (VLCC), κυρίως στα δρομολόγια από Μέση Ανατολή προς Κίνα και Ιαπωνία. Πρόκειται για τα υψηλότερα επίπεδα των δύο τελευταίων χρόνων σύμφωνα με τη Morgan Stanley, με την άνοδο να είναι σημαντική σε σχέση με έναν μηνά πριν αν υπολογισθεί ότι ο μέσος ημερήσιος ναύλος τον Σεπτέμβριο ήταν στα 16.000 δολ. την ημέρα.

Η ενίσχυση των ναύλων στηρίχθηκε σε μία πολύ ισχυρότερη ζήτηση στη Μέση Ανατολή, καθώς η Σαουδική Αραβία αύξησε την παραγωγή αργού για να αντισταθμίσει τη μείωση της προσφοράς ιρανικού πετρελαίου. Επιπλέον, σημειώνει η Morgan Stanley, ανοδικά κινήθηκαν και οι εξαγωγές αμερικανικού αργού πετρελαίου με αποτέλεσμα και την άνοδο των τονομιλίων. Επίσης, σύμφωνα με τον ναυλομεσιτικό οίκο Charles R. Weber, τον Οκτώβριο καταγράφηκαν στη Μέση Ανατολή 157 φορτία στη spot αγορά, 12% περισσότερα από ό,τι τον Σεπτέμβριο, ενώ και ο Νοέμβριος φαίνεται να κινείται ακόμη καλυτέρα και περίπου 10% πάνω από ό,τι ο Οκτώβριος. Ωστόσο, όπως σημειώνει ο αναλυτής της Allied Shipbroking Γιώργος Λαζαρίδης, το ερώτημα που θέτουν οι εμπλεκόμενοι με τον κλάδο είναι πόσο μπορεί να κρατήσει αυτή η ευφορία και εάν πρόκειται για ένα φαινόμενο που σχετίζεται με την εποχικότητα.

Εξετάζοντας τα τρέχοντα δεδομένα της αγοράς που σχετίζονται με την προσφορά και τη ζήτηση φαίνεται ότι η γενικότερη εικόνα είναι θετική. Το σύνολο του στόλου αποτελείται σήμερα από 5.150 πλοία, με μόλις 39 δεξαμενόπλοια περισσότερα από ό,τι στην αρχή του τρέχοντος έτους. Ειδικά για τα VLCC τα στοιχεία είναι ακόμη πιο εντυπωσιακά, καθώς ουσιαστικά ο αριθμός των πλοίων είναι μικρότερος τώρα από την αρχή του έτους, προσθέτει ο κ. Λαζαρίδης. Η διάλυση 150 περίπου δεξαμενόπλοιων φέτος έχει παίξει ρόλο σε αυτό. Το 2018 έχουν διαλυθεί 53% περισσότερα δεξαμενόπλοια από ό,τι πέρυσι.

Οι παραγγελίες

Τα μεγέθη στο βιβλίο παραγγελιών είναι επίσης χαμηλότερα σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2017 και του 2016, αν και αξίζει να αναφερθεί ότι ένα σημαντικό ποσοστό του τρέχοντος βιβλίου παραγγελιών αναμένεται να παραδοθεί εντός του 2019. Βέβαια, ο αριθμός των δεξαμενόπλοιων που έχουν ηλικία μεγαλύτερη των 20 ετών είναι 276, περίπου 5% λιγότερα από πέρυσι.

Παρ’ όλα αυτά, όμως, μπορεί η διάλυση να συνεχισθεί με ικανοποιητικούς ρυθμούς για τα επόμενα δυο χρόνια λόγω των νέων περιβαλλοντικών κανονισμών και ειδικότερα την εισαγωγή των νέων καυσίμων μειωμένης περιεκτικότητας σε θείο από το 2020.

Επίσης δεν αποκλείεται κάποια από τα δεξαμενόπλοια μεγαλύτερου μεγέθους να χρησιμοποιηθούν ως πλωτές αποθήκες για τα νέα καύσιμα.

Από την πλευρά της προσφοράς αργού, η οποία έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο σε αυτή την ανάκαμψη, διαφαίνεται συνέχιση της τάσης αυτής καθώς οι εξαγωγές αμερικανικού αργού που ενισχύθηκαν φέτος αναμένεται να ακολουθήσουν ανάλογη τάση και την επόμενη χρονιά. Μια άλλη πτυχή που επηρέασε την αγορά είναι η γεωπολιτική αναταραχή μεταξύ του Ιράν και των ΗΠΑ, η οποία οδήγησε στην ανανέωση των αμερικανικών κυρώσεων. Ως αποτέλεσμα της εξέλιξης αυτής, οι ποσότητες του ιρανικού πετρελαίου που πέφτουν στην αγορά έχουν μειωθεί, ενώ οι εισαγωγείς της Από Ανατολής έχουν στραφεί σε νέες πηγές όπως είναι η Δυτική Αφρική με συνέπεια την άνοδο των τονομιλίων μεταφερόμενου φορτίου.

«Πράσινα» καύσιμα

Μια ακόμη «πηγή» νέων δεδομένων για το εμπόριο αργού είναι η είσοδος στην αγορά του νέου καυσίμου μειωμένου θείου από 1/1/2020. Εκτιμάται ότι θα παρατηρηθεί αύξηση της απόστασης μεταξύ των πηγών του αργού και των διυλιστηρίων που θα έχουν τη δυνατότητα παραγωγής καυσίμων μειωμένου θείου, γεγονός που σημαίνει αύξηση της ζήτησης για δεξαμενόπλοια.

Τα σύγχρονα και ευέλικτα διυλιστήρια καταγράφονται κυρίως στον Κόλπο του Μεξικού και στην Άπω Ανατολή και αναμένεται να επωφεληθούν από αυτόν τον κανονισμό, αντίθετα από τα παρωχημένα διυλιστήρια που βρίσκονται σε περιοχές όπως η Ευρώπη και η Ρωσία. Επίσης η ζήτηση αργού παραμένει σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας σε ικανοποιητικά επίπεδα για το 2018 και το 2019, στο 1,3 εκατ. βαρέλια την ημέρα και 1,4 εκατ. βαρέλια την ημέρα αντίστοιχα.