Οι απελάσεις παράνομων μεταναστών αποτέλεσαν βασικό στοιχείο των προεκλογικών δεσμεύσεων του Ντόναλντ Τραμπ και προς αυτή την κατεύθυνση κινήθηκε από τις πρώρες μέρες της επιστροφής του στον Λευκό Οίκο.
Η μεταναστευτική του πολιτική έχει συναντήσει μπλόκα από ομοσπονδιακούς δικαστές αλλά και πολλές αντιδράσεις καθώς οι αμερικανικές αρχές έχουν απελάσει μέχρι και κατά λάθος άτομο.
Χαρακτηρίζεται επίσης από μια διάθεση ευρηματικότητας. Όπως έχει γίνει γνωστό, η κυβέρνηση Τραμπ προτίθεται ακόμη και να πληρώσει τους μετανάστες που δεν διαθέτουν νόμιμα έγγραφα προκειμένου να επιστρέψουν οι ίδιοι στη χώρα προέλευσής τους.
Στην τελευταία είδηση σχετικά με τις απελάσεις, η αμερικανική κυβέρνηση βρίσκεται σε συνομιλίες με τη Ρουάντα για ένα σχέδιο σύμφωνα με το οποίο μετανάστες που απελαύνονται από τις ΗΠΑ θα μεταφέρονται και θα κρατούνται στη χώρα της ανατολικής Αφρικής.
Η πρόταση
Οι προσπάθειες της αμερικανικής κυβέρνησης δεν σταμάτησαν σε αυτά, όπως αποκαλύπτει ρεπορτάζ της εφημερίδας Washington Post που επικαλείται σχετικά έγγραφα. Σύμφωνα με την WP, η κυβέρνηση Τραμπ ζήτησε νωρίτερα φέτος από την ουκρανική κυβέρνηση να δεχτεί έναν αριθμό μεταναστών από τρίτες χώρες, τους οποίους ετοιμάζονται να απελάσουν οι ΗΠΑ.
Πρόκειται για ένα πρωτοφανές αίτημα προς μια χώρα που βρίσκεται σε πόλεμο και η οποία εξαρτάται από τη στρατιωτική και οικονομική στήριξη των ΗΠΑ για να επιβιώσει απέναντι, σχολιάζει η αμερικανική εφημερίδα σημειώνοντας ότι η πρόταση παραβλέπει ακόμη και το γεγονός ότι στην Ουκρανία τα αεροδρόμια δεν λειτουργούν εξαιτίας των αεροπορικών επιθέσεων από τη Ρωσία.
Η αντίδραση του Κιέβου
Τα έγγραφα που επικαλείται η WP δεν αναφέρουν πώς αντέδρασε το Κίεβο στην πρόταση που υπεβλήθη στα τέλη Ιανουαρίου. Αναφέρεται πάντως ότι Ουκρανή διπλωμάτης ενημέρωσε την αμερικανική πρεσβεία ότι η κυβέρνηση της χώρας της θα απαντήσει στο αμερικανικό αίτημα μόνον αν υπάρξει επίσημη πρόταση και πως η πρόταση υπεβλήθη και σε άλλες χώρες περίπου την ίδια ημερομηνία.
Η Ουκρανία δεν έχει δεχτεί υπηκόους τρίτων χωρών που προέρχονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες και δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι το Κίεβο εξέτασε σοβαρά την αμερικανική πρόταση, σημειώνεται επίσης στο δημοσίευμα. Δύο Ουκρανοί αξιωματούχοι με γνώση του θέματος, αποκάλυψαν ότι το θέμα δεν έφτασε ποτέ στα υψηλότερα κλιμάκια της κυβέρνησης του Κιέβου. Επιπλέον, ο ένας εκ των δύο ανέφερε ότι δεν γνώριζε αν οι Ηνωμένες Πολιτείες έθεσαν πολιτικά ανταλλάγματα σχετικά με την πρότασή τους.
Πρώην Αμερικανοί αξιωματούχοι δήλωσαν ότι ο διάλογος ΗΠΑ-Ουκρανίας σχετικά με τις απελάσεις είναι ασυνήθιστος και δεν αποτελεί μέρος οποιασδήποτε συνήθους διπλωματικής οδού.
Επιθετική πολιτική
Αυτά τα έγγραφα μαζί με άλλα, που χρονολογούνται από τον Ιανουάριο μέχρι τον Μάιο, ρίχνουν φως στον ανορθόδοξο και επιθετικό τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση Τραμπ προσπαθεί να διευρύνει την πολιτική των απελάσεων και να αυξήσει τον αριθμό των χωρών που θα δέχονται υπηκόους τρίτων χωρών από τις ΗΠΑ, σε αντάλλαγμα να βελτιώσουν, οι χώρες αυτές, τις σχέσεις τους με την Ουάσιγκτον.
Μέχρι στιγμής ορισμένες κυβερνήσεις χωρών της Λατινικής Αμερικής, συμπεριλαμβανομένων του Ελ Σαλβαδόρ, του Μεξικού, της Κόστα Ρίκα και του Παναμά, συμφώνησαν να δέχονται απελαθέντες που δεν είναι πολίτες τους. Κάποιες έχουν δεχθεί έπειτα από οικονομικό δέλεαρ, όπως το Ελ Σαβαδόρ που δέχθηκε ενίσχυση για να στεγάσει τους απελαθέντες των ΗΠΑ σε διαβόητη φυλακή, και άλλες μετά από απειλές επιβολής δασμών ή απειλές στρατιωτικής δράσης, όπως ο Παναμάς που δέχθηκε απειλές για ανακατάληψη της Διώρυγας του Παναμά.
Όπως το έθεσε η Yael Schacher, διευθύντρια για την Αμερική και την Ευρώπη στην ανθρωπιστική οργάνωση Refugees International, φαίνεται ότι η κυβέρνηση Τραμπ βάζει στο στόχαστρο κυβερνήσεις που «ξέρει ότι θέλουν να κερδίσουν την εύνοια του και βρίσκονται υπό κάποια πίεση».
Παράλληλα, η Schacher σημειώνει ότι και οι προηγούμενες κυβερνήσεις των ΗΠΑ είχαν συνεργαστεί με ξένες χώρες για την υποδοχή υπηκόων τρίτων χωρών, ωστόσο, «αλλά η έκταση αυτής της προσέγγισης είναι νέα». «Αυτό που είναι ασυνήθιστο», πρόσθεσε, «είναι η ποικιλία των διευθετήσεων, η ad hoc φύση τους, οι ξεκάθαρες αμοιβές τους και το ποσό των χρημάτων που θα διαθέσει η διοίκηση».