Skip to main content

Έρευνα συσχετίζει τα ηρεμιστικά και τα υπνωτικά με αυξημένο κίνδυνο Αλτσχάιμερ

Με αυξημένο κίνδυνο για εμφάνιση της νόσου Αλτσχάιμερ συνδέεται η παρατεταμένη χρήση των βενζοδιαζεπινών, μιας ευρέως συνταγογραφούμενης κατηγορίας ηρεμιστικών, αγχολυτικών και υπνωτικών φαρμάκων, σύμφωνα με μια νέα γαλλοκαναδική επιστημονική έρευνα.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη δρα Σοφί Μπιγιοτί ντε Γκαζ του Πανεπιστημίου του Μπορντό, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό «British Medical Journal», επεσήμαναν πως δεν μπορούν να αποδείξουν ότι όντως η χρόνια λήψη βενζοδιαζεπινών κάνει κάποια ζημιά στον εγκέφαλο, όμως η συσχέτιση είναι πολύ ορατή και το ζήτημα πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω.

Οι ερευνητές μελέτησαν περίπου 1.800 ανθρώπους άνω των 66 ετών με Αλτσχάιμερ και 7.200 υγιείς συνομηλίκους τους, για λόγους σύγκρισης.

Η στατιστική ανάλυση έδειξε πως όσοι έπαιρναν βενζοδιαζεπίνες για τουλάχιστον τρεις συνεχόμενους μήνες στο παρελθόν, είχαν έως 51% μεγαλύτερη πιθανότητα να διαγνωστούν με Αλτσχάιμερ.

Όσο πιο μακρόχρονη ήταν η χρήση βενζοδιαζεπινών, τόσο μεγαλύτερος ήταν και ο κίνδυνος για τη νευροεκφυλιστική νόσο.

Ωστόσο, οι ερευνητές παραδέχτηκαν ότι, παρά το παραπάνω εύρημα, η εικόνα παραμένει θολή.

Επειδή οι βενζοδιαζεπίνες χρησιμοποιούνται για να θεραπεύσουν την αϋπνία και το άγχος που συχνά προηγούνται της εμφάνισης Αλτσχάιμερ, αυτό μπορεί να εξηγεί τη στατιστική συσχέτιση και άρα τα εν λόγω φάρμακα να μην προκαλούν τη νόσο.

Πάντως οι ερευνητές υπογράμμισαν ότι «τα ευρήματά μας έχουν μεγάλη σημασία από άποψη δημόσιας υγείας», γεγονός που δικαιολογεί την μελέτη του ζητήματος σε βάθος, καθώς, όπως ανέφεραν, «μια αύξηση του κινδύνου κατά 43% έως 51% μεταξύ των χρηστών βενζοδιαζεπινών θα δημιουργούσε έναν τεράστιο αριθμό πρόσθετων περιστατικών (Αλτσχάιμερ)».

Η άνοια και το Αλτσχάιμερ πλήττουν περίπου 36 εκατ. ανθρώπους παγκοσμίως και ο αριθμός αυτός αναμένεται να αυξάνεται συνεχώς παράλληλα με τη σταδιακή αύξηση του προσδόκιμου ζωής και τη γήρανση των ανεπτυγμένων κοινωνιών.

Οι βενζοδιαζεπίνες εμφανίστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’50 για να αντικαταστήσουν τα βαρβιτουρικά, τα οποία είχαν αποδειχτεί επικίνδυνα μετά από συχνή χρήση τους.

Αν και κανονικά η συνταγογράφησή τους δεν πρέπει να είναι μακρόχρονη λόγω της εθιστικής και εξαρτησιογόνου φύσης τους, πολλές φορές γίνονται αντικείμενο κατάχρησης.

Πηγή: ΑΜΠΕ