Μελέτη η οποία δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «New England Journal of Medicine», διαπίστωσε ότι η υποβοηθούμενη αναπαραγωγή δεν συνδέεται με τον αυξημένο κίνδυνο καρκίνου.
Η συγκεκριμένη μελέτη είναι μία από τις μεγαλύτερες του είδους της και συμπεριέλαβε 106.013 παιδιά τα οποία γεννήθηκαν με εξωσωματική γονιμοποίηση. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα οι επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η υποβοηθούμενη αναπαραγωγή δεν συνδέεται με τον αυξημένο κίνδυνο καρκίνου, συμπεριλαμβανομένης της λευχαιμίας και των όγκων του κεντρικού νευρικού συστήματος (εγκέφαλος, νωτιαίος μυελός).
Όπως ανέφεραν οι επιστήμονες, παρόλο που κάποιες μελέτες έχουν δείξει ότι οι γενετικές ανωμαλίες είναι κάπως περισσότερες στα μωρά που γεννιούνται με εξωσωματική γονιμοποίηση, κάποιες άλλες έχουν αντικρούσει αυτό το εύρημα, ενώ δεν έχει ακόμα ξεκαθαριστεί αν μια πιθανή συσχέτιση οφείλεται στα φάρμακα της εξωσωματικής ή στις αιτίες της υπογονιμότητας του ζευγαριού που το οδηγούν στη λύση της εξωσωματικής.
Μέχρι σήμερα, πολλαπλές έρευνες που έχουν εστιάσει στη σχέση των ορμονικών φαρμάκων και με την πιθανή ανάπτυξη κακοήθων νόσων δεν έχουν διαπιστώσει ότι όντως αυτό ισχύει. Όπως αναφέρουν οι ειδικοί, στις γυναίκες χαμηλού κινδύνου, δηλαδή, σε αυτές που δεν έχουν ατομικό ιστορικό ή οικογενειακό ιστορικό, η χρήση ορμονικών φαρμάκων δεν σχετίζεται με πρόκληση κακοήθων νόσων. Αντίθετα, σε αυτές που κατατάσσονται στην κατηγορία υψηλού κινδύνου, με ατομικό ή οικογενειακό ιστορικό κακοήθους νόσου, μεγαλύτερης ηλικίας ή με πολλαπλές θεραπείες στο παρελθόν με ορμονικά φάρμακα συστήνεται προσοχή, καθώς η ορμονική θεραπεία μπορεί να προάγει την ανάπτυξη παθολογίας στα ορμονοευαίσθητα όργανα. Επομένως, σύμφωνα με τους ερευνητές, το βασικό σημείο είναι ο έλεγχος της γυναίκας πριν την έναρξη της ορμονικής θεραπείας με λεπτομερή λήψη ιστορικού, αναγνώριση παραγόντων επικινδυνότητας και τη διεξαγωγή προληπτικών ελέγχων, όπως είναι το τεστ Παπανικολάου, ο υπέρηχος μαστού, η μαστογραφία και το υπερηχογράφημα γεννητικών οργάνων.
Σύμφωνα με την Αμερικανική Εταιρεία Αναπαραγωγικής Ιατρικής (ASRM) και με τη βρετανική Αρχή Ανθρώπινης Γονιμοποίησης & Εμβρυολογίας (HFEA), οι πιο συνηθισμένες ανεπιθύμητες ενέργειες των φαρμάκων αυτών είναι πόνος στο στομάχι, εξάψεις, διακυμάνσεις της ψυχικής διάθεσης, βαριά περίοδος, ευαισθησία στους μαστούς, αϋπνία, αυξημένη ούρηση, σπυράκια, πονοκέφαλος, αύξηση του σωματικού βάρους, ζάλη και κολπική ξηρότητα.
Στους σπανιότερους κινδύνους με τη χρήση των ανταγωνιστών και την εμβρυομεταφορα σε δεύτερο χρόνο μετά από κατάψυξη των εμβρύων, καταγράφεται το σύνδρομο υπερδιέγερσης ωοθηκών, που τυπικά διαρκεί μία εβδομάδα και χαρακτηρίζεται από διόγκωση και πόνο των ωοθηκών αλλά και γενικότερα της κοιλιάς.
Ωστόσο, τα νεότερης γενιάς φάρμακα που έχουν αναπτυχθεί για τη θεραπεία της εξωσωματικής γονιμοποίησης επιτρέπουν την ολοκλήρωση της θεραπείας στο μισό περίπου χρονικό διάστημα συγκριτικά με τα φάρμακα της προηγούμενης γενιάς. Ενώ, τα νεότερα πρωτόκολλα καθιστούν τον έλεγχο της ανταπόκρισης των ωοθηκών πιο εύκολο και επιτρέπουν την μείωση της ανάπτυξης του συνδρόμου υπερδιέγερσης των ωοθηκών. Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι πρόσφατα ενσωματώθηκαν φάρμακα στην θεραπεία υποβοήθησης που αντικαθιστούν τις καθημερινές ενέσεις με μία εφάπαξ χρήση. Κάτι τέτοιο σημαίνει λιγότερες ενέσεις, λιγότερες ενοχλήσεις από την καθημερινή χρήση ενέσεων και μεγαλύτερη ευελιξία από την πλευρά των γυναικών που υποβάλλονται σε θεραπεία.
Αναλύοντας τα νεότερα στοιχεία ο μαιευτήρας-χειρουργός γυναικολόγος Δρ. Ιωάννης Π. Βασιλόπουλος, MD, MSc, ειδικός στην Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή επισημαίνει ότι η εξωσωματική γονιμοποίηση είναι αποτελεσματική και ασφαλής καθώς επίσης ότι από τις χιλιάδες γυναίκες που υποβλήθηκαν σε αυτή μόνο 38 περιπτώσεις εμφάνισαν σύνδρομο υπερδιέγερσης των ωοθηκών και 13 είχαν αιμορραγίες μετά την ωοληψία.
Σύμφωνα με το γιατρό, ο μεγαλύτερος κίνδυνος που συνδέεται με τις θεραπείες γονιμότητας είναι οι πολύδυμες κυήσεις γι’ αυτό και είναι θεσπισμένοι περιορισμοί στον αριθμό των εμβρύων που μπορούν να εμφυτευθούν στη γυναίκα.
Όπως λέει, οι πολύδυμες κυήσεις συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο επιπλοκών (π.χ. πρόωρος τοκετός, αποβολή, καισαρική τομή, διαβήτης κύησης, υπέρταση κύησης, προεκλαμψία) και με αυξημένους κινδύνους για την υγεία των εμβρύων (π.χ. χαμηλό βάρος γέννησης, αναπτυξιακές δυσκολίες).
Επιπλέον, όπως αναφέρει, υπάρχουν μελέτες οι οποίες έχουν δείξει ότι ο κίνδυνος του μωρού να χαθεί πριν καν γεννηθεί ή μέσα στην πρώτη εβδομάδα της ζωής του είναι τετραπλάσιος για τα δίδυμα έμβρυα απ’ ό,τι για τα μονήρη, ενώ στις τρίδυμες κυήσεις ο κίνδυνος επταπλασιάζεται, σύμφωνα με την βρετανική Αρχή Ανθρώπινης Γονιμοποίησης & Εμβρυολογίας – HFEA ενώ, και ο κίνδυνος εγκεφαλικής παράλυσης είναι πενταπλάσιος στις δίδυμες κυήσεις και 18 φορές μεγαλύτερος στις τρίδυμες, απ’ ό,τι στις μονήρεις.