Τα Μελέτη που έγινε στο Κέντρο Καρκίνου του πανεπιστημίου Yale, έδειξε ότι τα άτομα που έχουν νοσήσει από καρκίνο του παχέος εντέρου, όταν αποφεύγουν την κατανάλωση αναψυκτικών με ζάχαρη έχουν λιγότερο κίνδυνο επανεμφάνισης της νόσου.
Συγκεκριμένα, οι ερευνητές ανέφεραν ότι παρά τις αντικρουόμενες απόψεις που υπάρχουν αναφορικά με την επίδραση των τεχνητών γλυκαντικών στην υγεία μας, η νέα αυτή μελέτη δείχνει ότι τα τεχνητά γλυκαντικά βοηθούν στην αποφυγή υποτροπής του καρκίνου και θανάτου στα άτομα που έχουν υποβληθεί σε θεραπεία για προχωρημένο καρκίνο του παχέος εντέρου.
Οι ερευνητές ανέλυσαν τα δεδομένα από 1.018 ασθενείς, οι οποίοι είχαν συμπληρώσει ερωτηματολόγια σχετικά με τη διατροφή τους κατά τη διάρκεια και μετά τη θεραπεία, τα οποία ανέλυσαν οι ερευνητές χρησιμοποιώντας στατιστικά εργαλεία για να μετρήσουν το συσχετισμό μεταξύ της κατανάλωσης αναψυκτικών διαίτης – όπως κόλα με ή χωρίς καφεΐνη – και της υποτροπής του καρκίνου και του θανάτου εξαιτίας αυτού.
Τα δεδομένα, που δημοσιεύθηκαν στο επιστημονικό περιοδικό «PLOS ONE», αφορούσαν μια μέση περίοδο παρακολούθησης 7,3 ετών μετά το πρώτο ερωτηματολόγιο. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, 348 ασθενείς παρουσίασαν νέους πρωτοπαθείς όγκους ή υποτροπή του καρκίνου του παχέος εντέρου. Από αυτούς, 265 πέθαναν κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης.
Η ανάλυση αποκάλυψε ότι οι ασθενείς με καρκίνο του παχέος εντέρου που κατανάλωσαν τουλάχιστον ένα αναψυκτικό διαίτης ποσότητας 340 ml ημερησίως είχαν σχεδόν 50% λιγότερες πιθανότητες να υποτροπιάσουν ή να πεθάνουν κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης. Επιπλέον, έδειξε ότι η αντικατάσταση ενός κανονικού αναψυκτικού με ένα διαίτης ευθυνόταν για περίπου το ήμισυ της μείωσης του κινδύνου υποτροπής και θανάτου.
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν επίσης ότι η επιβίωση (τόσο η συνολική όσο και ο χρόνος χωρίς υποτροπή) επιμηκύνθηκε αναλογικά με την αύξηση της κατανάλωσης τεχνητών γλυκαντικών αναψυκτικών. Όπως δήλωσαν, ένας αυξανόμενος όγκος βιβλιογραφίας έχει συνδέσει την υποτροπή και τον θάνατο από καρκίνο του παχέος εντέρου με «καταστάσεις πλεονάζουσας ενεργειακής ισορροπίας. Αυτές χαρακτηρίζονται συνήθως από παράγοντες όπως ο διαβήτης, το αυξημένο γλυκαιμικό φορτίο και η αυξημένη κατανάλωση ζαχαρούχων ποτών.
Να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη μελέτη αφορούσε σε ανθρώπους με καρκίνο παχέος εντέρου σταδίου 3, δηλαδή ο καρκίνος είχε εξαπλωθεί σε έναν ή περισσότερους λεμφαδένες της περιοχής κατά τη στιγμή της διάγνωσης, που είχαν ήδη λάβει θεραπεία.
Εξηγώντας τα ευρήματα αυτά, ο γενικός χειρουργός Δρ. Αναστάσιος Ξιάρχος επισημαίνει ότι έπειτα από τις μελέτες που έδειξαν ότι το κόκκινο και το επεξεργασμένο κρέας αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο για εμφάνιση καρκίνου του παχέος εντέρου, τα αποτελέσματα των οποίων υιοθετήθηκαν από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας ο οποίος τα κατέταξε στην Ομάδα 1 (όπου κατηγοριοποιούνται οι τροφές που αποδεδειγμένα προκαλούν καρκίνο). Η νέα μελέτη όπως λέει, δίνει αισιόδοξα μηνύματα στους ανθρώπους που ήδη έχουν εμφανίσει καρκίνο του παχέος εντέρου, μια νόσο που επηρεάζει περί τους 1,7 εκ. ανθρώπους κάθε χρόνο παγκοσμίως. Ενώ, όπως είπε, όλες οι μελέτες δείχνουν ότι η ζάχαρη
είναι αυτή που ευθύνεται για την αύξηση κινδύνου εμφάνισης καρκίνου καθώς τα κύτταρα, υγιή και καρκινικά, χρειάζονται τη γλυκόζη (ζάχαρη) ως καύσιμο.
Ο καρκίνος του παχέως εντέρου
Σύμφωνα με τους ειδικούς, μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του εντέρου έχουν οι άνθρωποι με ατομικό ή οικογενειακό ιστορικό της νόσου, με οικογενή πολυποδίαση, φλεγμονώδη νόσο του εντέρου, με σύνδρομα Gardner, Oldfield, Turcot, κ.ά. Στους παράγοντες κινδύνου εκτός από την ηλικία και την κατανάλωση κόκκινου και επεξεργασμένου κρέατος, καταγράφονται και η παχυσαρκία, η υπερκατανάλωση αλκοόλ, ο διαβήτης, η καθιστική ζωή και η διατροφή με περιορισμένες φυτικές ίνες.
Ο καρκίνο παχέως εντέρου σπάνια εμφανίζεται πριν τα 40 έτη, και οι πιθανότητες αυξάνονται προοδευτικά στα άτομα 40-50 ετών. Κάθε επιπλέον δεκαετία είναι ιδιαίτερα επιβαρυντική, δεδομένου ότι πάνω από το 90% των περιπτώσεων διαγιγνώσκεται σε άτομα άνω των 50. Τα στατιστικά επίσης δείχνουν ότι η νόσος «προτιμά» περισσότερο τους άνδρες από τις γυναίκες, με τον μέσο κίνδυνο κατά τη διάρκεια ζωής του ανθρώπου να είναι περίπου 5%. Ωστόσο, έχει υψηλά ποσοστά επιβίωσης αν διαγνωστεί εγκαίρως.