Skip to main content

Νέες εξετάσεις για την έγκαιρη διάγνωση του Αλτσχάιμερ

Τα μάτια και η μύτη προσφέρουν πλέον τις νέες «οδούς» για την έγκαιρη διάγνωση της νόσου Αλτσχάιμερ μέσω εναλλακτικών πιο απλών εξετάσεων σε σχέση με τις υπάρχουσες, σύμφωνα με τα αποτελέσματα τεσσάρων νέων κλινικών δοκιμών και επιστημονικών ερευνών, που παρουσιάστηκαν σε διεθνές συνέδριο στη Δανία.

Νέα οφθαλμολογικά και οσφρητικά τεστ βρίσκονται ήδη υπό ανάπτυξη, αλλά θα χρειαστούν ακόμη κάποια χρόνια ερευνών και μεγαλύτερων δοκιμών, έως ότου υπάρξει ευρεία κλινική εφαρμογή των νέων διαγνωστικών εξετάσεων.

Δύο μελέτες έδειξαν ότι η μειωμένη ικανότητα ενός ανθρώπου να μυρίσει τις οσμές, αποτελεί σημαντικό δείκτη για την πιθανότητα εμφάνισης άνοιας και Αλτσχάιμερ.

Από την άλλη, σύμφωνα με δύο άλλες έρευνες, η κατάλληλη οφθαλμολογική εξέταση μπορεί να ανιχνεύσει τη συσσώρευση του βήτα – αμυλοειδούς, της πρωτεΐνης που εμπλέκεται στη δημιουργία «πλακών» στον εγκέφαλο.

Οι πλάκες αυτές δημιουργούνται σταδιακά αρκετά χρόνια πριν την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων και έτσι καταστρέφουν ζωτικά νευρικά κύτταρα.

Οι νέες μελέτες παρέχουν βελτιωμένες δυνατότητες για να εντοπιστούν πρόωρα όσοι άνθρωποι κινδυνεύουν να αναπτύξουν τη νόσο.

Η έγκαιρη διάγνωση αποτελεί σημαντική προτεραιότητα, καθώς οι επιστήμονες ελπίζουν ότι αυτό θα βοηθήσει στην πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση της νευροεκφυλιστικής πάθησης, για την οποία, προς το παρόν, δεν υπάρχει θεραπεία, ενώ τα περιστατικά της αυξάνονται παγκοσμίως κάθε χρόνο.

«Με δεδομένη την αυξανόμενη παγκόσμια επιδημία της νόσου Αλτσχάιμερ, υπάρχει πιεστική ανάγκη να βρεθούν απλά και λιγότερο επεμβατικά διαγνωστικά τεστ, που θα εντοπίζουν τον κίνδυνο πολύ νωρίτερα, στην πορεία της πάθησης» δήλωσε η Χίδερ Σνάιντερ, διευθύντρια της οργάνωσης Alzheimer Association, που διοργανώνει το φετινό διεθνές συνέδριό της στην Κοπεγχάγη, όπου παρουσιάζονται οι τελευταίες ερευνητικές εξελίξεις.

Σήμερα, είναι εφικτή μόνο η κλινική διάγνωση της νόσου σε προχωρημένο στάδιο, όταν πια έχει γίνει μη αναστρέψιμη ζημιά στα εγκεφαλικά κύτταρα.

Η διάγνωση του επιπέδου του βήτα – αμυλοειδούς γίνεται είτε μέσω της δαπανηρής απεικονιστικής εξέτασης ΡΕΤ, είτε μέσω μαγνητικής τομογραφίας, είτε μέσω της επεμβατικής εξέτασης του εγκεφαλονωτιαίου υγρού, το οποίο λαμβάνεται με βελόνα που εισάγεται στη σπονδυλική στήλη.

Γι’ αυτό, αναζητούνται εναλλακτικοί βιοδείκτες που θα επιτρέπουν την πιο πρόωρη και μη επεμβατική διάγνωση, ώστε να υπάρχει περισσότερος ωφέλιμος χρόνος για να δράσει η φαρμακευτική θεραπεία.

Πηγή: ΑΜΠΕ