Σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2016 στο επιστημονικό περιοδικό Appetite από ερευνητές του Πανεπιστημίου του Σίδνεϋ της Αυστραλίας, τα ολιγοθερμιδικά γλυκαντικά δεν επηρεάζουν τη λειτουργία του εντέρου ούτε προκαλούν αύξηση του σωματικού βάρους. Συγκεκριμένα, οι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι τα ολιγοθερμιδικά γλυκαντικά δεν επηρεάζουν τις ορμόνες του εντέρου που εμπλέκονται στον έλεγχο της όρεξης.
Η μελέτη με τίτλο «Does eating good-tasting food influence body weight?» έγινε στο Monell Center, ένα ανεξάρτητο ερευνητικό κέντρο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, που επικεντρώνεται στην «κατανόηση των μηχανισμών και των λειτουργιών της γεύσης και της όσφρησης» και στον καθορισμό «της ευρείας σημασίας αυτών των αισθήσεων στην ανθρώπινη υγεία και ασθένεια» και δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο «Physiol Behav» το Δεκέμβριο του 2016. Το άρθρο εξετάζει κυτταρικές μελέτες, μελέτες σε ζώα και κλινικές μελέτες, και τοποθετεί τα αποτελέσματα όλης αυτής της έρευνας σε ένα πλαίσιο που περιλαμβάνει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η σχέση εντέρου-εγκεφάλου και το πώς αυτή ρυθμίζει την πρόσληψη τροφής.
Η ομάδα των επιστημόνων Tordoff MG, Pearson JA, Ellis HT και Poole RL, μελέτησε τις επιδράσεις της γλυκιάς γεύσης στην πρόκληση υπερφαγίας και στην αύξηση του βάρους, προσθέτοντας στην τυπική διατροφή ποντικιών σουκραλόζη και λίπος ώστε να δημιουργηθούν διαιτολόγια στα οποία δείχνουν έντονη προτίμηση τα ποντίκια. Τα ποντίκια τράφηκαν σύμφωνα με αυτά τα διαιτολόγια ή τις αντίστοιχες δίαιτες ελέγχου (με / χωρίς προσθήκη λίπους και / ή σουκραλόζης) για 6 εβδομάδες. Τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής δεν έδειξαν καμία αύξηση στο σωματικό βάρος όταν η δίαιτα περιείχε σουκραλόζη ή λίπος σε σύγκριση με την αντίστοιχη δίαιτα ελέγχου.
Τα πειράματα στους αρουραίους έγιναν βασιζόμενα σε σχέδιο παρόμοιο με αυτό που χρησιμοποιήθηκε από την ομάδα των επιστημόνων Swithers και Davidson το 2008. Δηλαδή, η μελέτη είχε ως στόχο να ελεγχθεί η υπόθεση που προτάθηκε από τους Swithers και Davidson στις αρχές της έρευνάς τους ότι τα ολιγοθερμιδικά γλυκαντικά επιταχύνουν την αύξηση του σωματικού βάρους διαταράσσοντας τις σχέσεις μεταξύ γλυκύτητας και ενεργειακής πρόσληψης. Σε αντίθεση ωστόσο με τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν οι Swithers και Davidson με βάση την πρώιμη έρευνα τους, αυτές οι νέες και πιο άμεσες μελέτες οδήγησαν στη διαπίστωση ότι, η σακχαρίνη ούτε προωθεί την αύξηση του σωματικού βάρους, ούτε αυξάνει τη λιπώδη μάζα στους αρουραίους.
Όπως παρατήρησαν στη νέα μελέτη οι επιστήμονες, η κατανάλωση σακχαρίνης πριν από κάποιο γεύμα, επίσης δεν οδήγησε σε μικρότερο ενεργειακό αντιστάθμισμα, ούτε προκάλεσε αύξηση στην πρόσληψη ενέργειας σε επόμενα γεύματα.
Οι επιστήμονες παρατήρησαν ότι «Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι επιδράσεις της γλυκόζης ήταν πιο επιβαρυντικές από της σακχαρίνης όσον αφορά στην αύξηση του σωματικού βάρους και της λιπώδους μάζας σώματος. Το αποτέλεσμα αυτό έρχεται σε αντίθεση με τα πορίσματα της ομάδας Swithers και άλλων, αλλά συνάδει με την πλειονότητα των ερευνητικών δεδομένων σε ζώα και ανθρώπους σύμφωνα με τα οποία, οι επιδράσεις των μη-θερμιδογόνων γλυκαντικώνυλών δεν είναι πιο επιβλαβείς από αυτές των γλυκαντικών υλών που αποδίδουν θερμίδες».
Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα μέχρι στιγμής δεδομένα για την κατανάλωση ολιγοθερμικών γλυκαντικών από τους ανθρώπους δεν υποστηρίζουν τη θεωρία ότι ακόμα και η αυξημένη κατανάλωση αυτών μπορεί να επηρεάσει την πρόσληψη τροφής μέσω της διαφοροποίησης των γαστρεντερικών ομοιοστατικών μηχανισμών. Πιο συγκεκριμένα, οι επιστήμονες ανέφεραν ότι, η έρευνα σε ανθρώπους διαρκώς αποτυγχάνει να δείξει ότι η επίδραση των ολιγοθερμιδικών γλυκαντικών στον υποδοχέα της γλυκιάς γεύσης του εντέρου μπορεί να προκαλέσει το είδος των επιπτώσεων που προκαλούνται από τη ζάχαρη στην «κινητικότητα του στομάχου, τις ορμόνες του εντέρου και την όρεξη.
Ενώ, ο Δρ.Tordoff σχολίασε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι η καλή γεύση των τροφίμων ευθύνεται για την παχυσαρκία, αλλά δεν είναι έτσι. Όπως είπε, η καλή γεύση καθορίζει αυτό που επιλέγουμε να φάμε, αλλά όχι το πόσο τρώμε μακροπρόθεσμα.