Skip to main content

Θεσσαλονίκη-Κορωνοϊός: Στα λύματα η βρετανική και η νοτιοαφρικανική μετάλλαξη

Τα μεταλλαγμένα στελέχη του SARS-CoV-2, που προέρχονται από το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Νότιο Αφρική ανιχνεύονται στα λύματα του πολεοδομικού συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης, σε συχνότητες συγκρίσιμες με αυτές που εντοπίζονται κλινικά. Πρόκειται για τα πρώτα επίσημα αποτελέσματα καινοτόμου μεθόδου για την επιτήρηση της εξέλιξης των μεταλλάξεων του κορωνοϊού από τα λύματα, που ανέπτυξαν το τελευταίο τρίμηνο η Ομάδα Επιδημιολογίας Λυμάτων του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Εφαρμοσμένων Βιοεπιστημών του ΕΚΕΤΑ, με τη συνδρομή της ΕΥΑΘ.

Η μέθοδος, μέσω της πλήρης αλληλούχησης του γενετικού υλικού του κορωνοϊού που υπάρχει στα λύματα είναι σε θέση να ανιχνεύσει τις μεταλλάξεις του ιού σε δείγματα που προέρχονται από το σύνολο του πληθυσμού -συμπτωματικούς και ασυμπτωματικούς φορείς- της περιοχής της Θεσσαλονίκης, δίνοντας ακριβέστερες πληροφορίες για την εξέλιξη της πανδημίας. Επίσης, είναι σε θέση να ανιχνεύσει όχι μόνο τις μεταλλάξεις αλλά και τα κύρια στελέχη του κορωνοϊού που υπάρχουν στον γενικό πληθυσμό.

«Η μεθoδολογία αναπτύχθηκε και έχει εφαρμοστεί πιλοτικά το τελευταίο τρίμηνο. Τα αποτελέσματα της εφαρμογής της μεθόδου σε δείγματα λυμάτων ήταν σε συμφωνία με αυτά της επιτήρησης αλληλούχησης του γονιδιώματος θετικών κρουσμάτων από τον πληθυσμό», δήλωσε ο αναπληρωτής διευθυντής Ινστιτούτου Εφαρμοσμένων Βιοεπιστημών (ΕΚΕΤΑ), Αντώνης Αργυρίου.

«Είναι σημαντικό ότι ανιχνεύσαμε τα δύο μεταλλαγμένα στελέχη, το Β1.1.7 -στέλεχος του Ηνωμένου Βασιλείου και το Β.1.351 -Νοτιοαφρικάνικο στέλεχος, σε συχνότητες συγκρίσιμες με αυτές που εντοπίζονται μέχρι τώρα στην κοινότητα με βάση την κλασική επιτήρηση που διενεργείται. Επίσης πρέπει να τονιστεί ότι η μεθοδολογία αυτή είναι πολύ χαμηλότερου συνολικού κόστους, μιας που χρειάζεται η αλληλούχηση λίγων δειγμάτων και όχι εκατοντάδων, εάν όχι χιλιάδων, όπως στη περίπτωση της αλληλούχησης γονιδιωμάτων θετικών ατόμων για την επιτήρηση των μεταλλάξεων», τόνισε ο κ. Αργυρίου.

Τη νέα ερευνητική συνεργασία ενισχύει η Εταιρεία Ύδρευσης και Αποχέτευσης Θεσσαλονίκης. «Η ΕΥΑΘ συνεχίζει να στηρίζει την ερευνητική προσπάθεια της Ομάδας Επιδημιολογίας Λυμάτων του ΑΠΘ. Μας ζητήθηκε και θα κοιτάξουμε να αυξήσουμε την ποσότητα των δειγμάτων που λαμβάνονται για να γίνονται ακόμη πιο ακριβείς αναλύσεις, ενώ προχωράμε στην οριστικοποίηση της χωροθέτησης των δειγματοληπτών στα αντλιοστάσια της αποχέτευσης, ώστε να μπορούμε να κάνουμε και συσχέτιση σε ποιες περιοχής της πόλης αναπτύσσεται το ιικό φορτίο», δήλωσε ο καθηγητής Μηχανολόγων Μηχανικών ΑΠΘ και πρόεδρος ΕΥΑΘ Άγις Παπαδόπουλος.

«Η εμπειρία και τεχνογνωσία της Ομάδας Επιδημιολογίας Λυμάτων του ΑΠΘ για τον ποσοτικό προσδιορισμό και εξορθολογισμό της έκκρισης ιικού φορτίου στα λύματα της Θεσσαλονίκης αξιοποιείται τώρα προς μια άλλη πολύ σημαντική κατεύθυνση, την επιτήρηση των μεταλλάξεων του κορωνοϊού στον γενικό πληθυσμό μέσω των λυμάτων», δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρύτανης του ΑΠΘ, καθ. Νίκος Παπαϊωάννου, εκφράζοντας ικανοποίηση για το ότι «η συνεργασία, η συμπληρωματικότητα και η υψηλή επιστημονική εξειδίκευση των μελών της ομάδας του ΑΠΘ και του Ινστιτούτου Εφαρμοσμένων Βιοεπιστημών του ΕΚΕΤΑ είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη μίας πρωτοποριακής, σε παγκόσμιο επίπεδο, μεθοδολογίας για την επιτήρηση της πορείας των μεταλλάξεων του SARS-CoV2 που μπορεί να εφαρμοστεί όχι μόνο στη Θεσσαλονίκη ή την ελληνική επικράτεια αλλά και σε άλλες πόλεις του εξωτερικού».

«Τα αποτελέσματα των αναλύσεών μας για την κυκλοφορία γνωστών μεταλλαγμένων στελεχών αλλά και τον εντοπισμό ανάδυσης νέων στελεχών στην κοινότητα στο μέλλον θα είναι πολύτιμο εργαλείο για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της κρίσης αυτής», πρόσθεσε ο πρύτανης του ΑΠΘ.

Οι ερευνητικές ομάδες του ΑΠΘ και ΕΚΕΤΑ αναγνωρίζοντας τη σημασία της ελεύθερης πρόσβασης στη γνώση για την καταπολέμηση της πανδημίας, έχουν προχωρήσει στην ανάρτηση της μελέτης σε ανοιχτό αποθετήριο δημοσιεύσεων ώστε άμεσα να διανεμηθεί στην ευρύτερη επιστημονική κοινότητα, και προχωρούν στη δημοσίευση σε σημαντικό έγκριτο επιστημονικό περιοδικό.