Skip to main content

Η φαρμακοβιομηχανία καταλύτης για την παραγωγική αναγέννηση της χώρας

Απαιτείται η οικοδόμηση ενός σταθερού, προβλέψιμου και φιλικού θεσμικού περιβάλλοντος που θα επιβραβεύει τη συνέπεια, θα στηρίζει την επένδυση και θα ενισχύει τη βιομηχανική βάση της χώρας

Άρης Μητσόπουλος, Αντιπρόεδρος Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ)

Η ελληνική φαρμακοβιομηχανία, παρά τη δεκαετή οικονομική ύφεση και τις επίμονες εξωτερικές προκλήσεις, εδραιώνεται ως πυλώνας στρατηγικής σημασίας για την ενίσχυση της εθνικής παραγωγικής βάσης, τη διαμόρφωση ενός ανθεκτικού υγειονομικού συστήματος και τη βιώσιμη μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας.

Με προγραμματισμένες επενδύσεις που υπερβαίνουν το 1,8 δισ. ευρώ έως το 2028, η ελληνική φαρμακοβιομηχανία βρίσκεται σε φάση στοχευμένης βιομηχανικής ανασυγκρότησης.

Οι εγχώριες φαρμακοβιομηχανίες υλοποιούν σήμερα σημαντικά επενδυτικά προγράμματα, με έμφαση στην τεχνολογική αναβάθμιση, την επέκταση παραγωγικής ικανότητας και την ανάπτυξη καινοτόμων ερευνητικών δομών. Συνολικά, προγραμματίζεται η ίδρυση 10 νέων εργοστασιακών μονάδων και 14 νέων ερευνητικών και αναπτυξιακών δομών, εντός και εκτός οργανωμένων βιομηχανικών περιοχών. Στόχος η ενίσχυση της βιομηχανικής υποδομής της χώρας, αλλά και η δημιουργία σύγχρονων κέντρων έρευνας και ανάπτυξης που χρησιμοποιούν πλατφόρμες υψηλής τεχνολογίας και ενισχύουν τη θέση της χώρας στον ευρωπαϊκό χάρτη φαρμακευτικής τεχνογνωσίας και παραγωγής.

Το επενδυτικό πρόγραμμα του κλάδου αφορά όχι μόνο στην ποσοτική αύξηση της παραγωγικής δυναμικότητας αλλά και στην ποιοτική αναβάθμιση προϊόντων, με έμφαση στα σύνθετα φαρμακευτικά σκευάσματα, στα value-added medicines (VAMs), και στην τεχνολογική αναβάθμιση με έμφαση στη χρήση τεχνητής νοημοσύνης και ψηφιακών εργαλείων στην ανάπτυξη φαρμάκων. Επιπλέον, η υιοθέτηση περιβαλλοντικά βιώσιμων πρακτικών στην παραγωγή αναδεικνύεται σε νέα προτεραιότητα.

Οι επενδύσεις αυτές συνεισφέρουν καθοριστικά στην απασχόληση, δημιουργώντας τουλάχιστον 5.500 νέες εξειδικευμένες και ανταγωνιστικά αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Σύμφωνα με μελέτη του ΙΟΒΕ, η ανταποδοτικότητα της επένδυσης για τη δημιουργία νέων παραγωγικών μονάδων εκτιμάται στο 86% του ποσού της επένδυσης, ενώ και η αύξηση των εσόδων του Δημοσίου αντιστοιχεί στο 22,5% της επενδυτικής δαπάνης. Η συνολική πολλαπλασιαστική επίδραση στο ΑΕΠ υπολογίζεται στο 130% της επενδυτικής δαπάνης, αναδεικνύοντας τη φαρμακοβιομηχανία ως έναν από τους πιο παραγωγικούς και στρατηγικά επιδραστικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας.

Η ενίσχυση της εξαγωγικής δυναμικής του κλάδου αποτελεί στρατηγική επιλογή. Ελληνικά φαρμακευτικά προϊόντα καλύπτουν ήδη τις ανάγκες 40 εκατομμυρίων Ευρωπαίων και εξάγονται σε 147 χώρες, ενισχύοντας το εμπορικό ισοζύγιο και την εγχώρια προστιθέμενη αξία. Η συνδυασμένη ικανότητα ποιότητας, παραγωγικότητας και αξιοπιστίας έχει καταστήσει τις ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες εταίρους επιλογής σε διεθνές επίπεδο.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η RAFARM, μία ιστορική ελληνική φαρμακοβιομηχανία, η οποία σήμερα υλοποιεί ένα σημαντικό επενδυτικό πρόγραμμα ύψους 120 εκατ. ευρώ μέχρι το 2027. Η εταιρεία επενδύει στρατηγικά σε έργα υποδομής, στην παραγωγή σύνθετων οφθαλμικών και ενέσιμων σκευασμάτων, στην έρευνα και ανάπτυξη (με ποσοστό >10% του κύκλου εργασιών), καθώς και στη διεθνή της επέκταση, ιδίως μέσω της αγοράς των ΗΠΑ, όπου διαθέτει ήδη 10 προϊόντα εγκεκριμένα από τον FDA. Με παρουσία σε 60 χώρες και σημαντική δραστηριότητα στην εγχώρια αγορά, η RAFARM συνιστά παράδειγμα ελληνικής φαρμακευτικής εξωστρέφειας, καινοτομίας και βιώσιμης ανάπτυξης.

Η συνεισφορά της φαρμακοβιομηχανίας στην εθνική οικονομία είναι αδιαμφισβήτητη, όμως η ανταγωνιστικότητά της επηρεάζεται αρνητικά από την υποχρηματοδότηση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης και τη δυσανάλογη επιβάρυνση του κλάδου μέσω των υποχρεωτικών επιστροφών. Οι μηχανισμοί αυτόματων επιστροφών (clawback) και υποχρεωτικών εκπτώσεων (rebate) σε κάποιες περιπτώσεις υπερβαίνουν ακόμη και το 80% του κύκλου εργασιών, αποστερώντας κρίσιμη ρευστότητα και μειώνοντας τη διαθεσιμότητα κεφαλαίων για επενδύσεις και καινοτομία. Το σωρευτικό χρηματοδοτικό κενό στη δημόσια φαρμακευτική δαπάνη υπερβαίνει το 1,5 δισ. ευρώ, με τις επιχειρήσεις να καλούνται ουσιαστικά να συγχρηματοδοτήσουν την κάλυψη των φαρμακευτικών αναγκών του πληθυσμού.

Το επενδυτικό clawback, ως μηχανισμός συμψηφισμού των υποχρεωτικών επιστροφών με επενδύσεις, αποτελεί ένα σημαντικό αναπτυξιακό εργαλείο, ενισχύοντας τη ρευστότητα και παρέχοντας κίνητρα για επανατοποθέτηση κεφαλαίων στην ελληνική οικονομία. Ωστόσο, για κάθε 1 εκατ. ευρώ που συμψηφίζεται, απαιτούνται κατά μέσο όρο 4 εκατ. ευρώ ιδίων και δανειακών κεφαλαίων, γεγονός που υπογραμμίζει την ανάγκη διαρκών και προβλέψιμων ενισχυτικών πολιτικών. Η θεσμική μονιμοποίηση και διεύρυνση του επενδυτικού clawback αποτελεί κρίσιμη παράμετρο για την επιτάχυνση της υλοποίησης του επενδυτικού προγράμματος του κλάδου.

Η Ελλάδα διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα για να καταστεί κόμβος φαρμακευτικής παραγωγής και καινοτομίας στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Ευρώπης. Η ύπαρξη υψηλής τεχνογνωσίας, σύγχρονων εγκαταστάσεων και ανθρώπινου κεφαλαίου υψηλής εξειδίκευσης αποτελούν κρίσιμες προϋποθέσεις. Επιπλέον, η ενεργός παρουσία ελληνικών φαρμακοβιομηχανιών σε διεθνείς θεσμούς, η διαρκής συμμόρφωση με ευρωπαϊκά ποιοτικά πρότυπα και η αυξανόμενη συμμετοχή σε προγράμματα έρευνας και καινοτομίας της ΕΕ ενισχύουν τη θέση του κλάδου.

Αυτό που απαιτείται πλέον είναι η οικοδόμηση ενός σταθερού, προβλέψιμου και φιλικού θεσμικού περιβάλλοντος που θα επιβραβεύει τη συνέπεια, θα στηρίζει την επένδυση και θα ενισχύει τη βιομηχανική βάση της χώρας. Η ελληνική φαρμακοβιομηχανία μπορεί να αποτελέσει τον καταλύτη για την παραγωγική αναγέννηση της χώρας, εφόσον υπάρξει μια σταθερή, συνεκτική και οραματική εθνική βιομηχανική πολιτική που θα επενδύει στη γνώση, την καινοτομία και την εγχώρια παραγωγή.