Της Ανθής Αγγελοπούλου
Μελέτες σε χώρες με μακροχρόνια και αξιόπιστα προγράμματα πληθυσμιακού ελέγχου επιβεβαίωσαν ότι τεστ που ανιχνεύουν το DNA των ογκογόνων τύπων του HPV υποδηλώνουν απλώς την παρουσία του ιού και όχι υποχρεωτικά την ενεργοποίησή του, απαραίτητο στάδιο για την ανάπτυξη καρκίνου τραχήλου μήτρας. Επιπλέον, τα τεστ αυτά δεν ανιχνεύουν την πιο σοβαρή μορφή HPV λοίμωξης που οδηγεί σε καρκίνο, με αποτέλεσμα σε ένα ποσοστό 5%-30% περιπτώσεων αρχικού σταδίου καρκίνου τραχήλου μήτρας να είναι αρνητικά.
Προκειμένου να αντιμετωπιστεί το συγκεκριμένο πρόβλημα, Έλληνες ειδικοί επιστήμονες από τα Πανεπιστήμια Αθηνών, Ιωαννίνων και Θεσσαλονίκης ίδρυσαν την Ελληνική Ακαδημαϊκή Ομάδα Μελετών Παθολογίας Τραχήλου (HeCPA Group) και σε συνεργασία με διεθνή κέντρα του εξωτερικού συμμετείχαν σε μελέτες διερεύνησης της κλινικής σημασίας καινοτόμων τεστ.
Τα αποτελέσματα των ερευνών της ομάδας συμφωνούν με εκείνα των πλέον σύγχρονων διεθνών μελετών σύμφωνα με τις οποίες η ανίχνευση της έκφρασης του mRNA των ιών υψηλού κινδύνου αποτελεί:
α) την πλέον αξιόπιστη προσέγγιση για την ανίχνευση των γυναικών που βρίσκονται σε πραγματικό κίνδυνο για ανάπτυξη καρκίνου τραχήλου μήτρας
β) την πλέον ασφαλή και οικονομικά συμφέρουσα πολιτική για την πρόληψη καρκίνου τραχήλου μήτρας, όταν συνδυάζεται με το Τεστ Κυτταρολογίας Υγρής Φάσης (co-testing).
Όπως τόνισε ο καθηγητής Παθολογικής Ανατομικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και Διευθυντής του Β΄ Εργαστηρίου Παθολογικής Ανατομικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου «Αττικόν» Ι. Παναγιωτίδης, οι νεότερες επικουρικές τεχνικές και μέθοδοι αποτελούν σήμερα αναπόσπαστο τμήμα της σύγχρονης ορθής παθολογοανατομικής διάγνωσης αλλοιώσεων τραχήλου μήτρας (τόσο σε βιοπτικό υλικό, όσο και σε εγχειρητικά παρασκευάσματα), η οποία καθοδηγεί τον γυναικολόγο ως προς τους περαιτέρω θεραπευτικούς χειρισμούς, βάσει των διεθνώς ισχυόντων σχετικών αλγορίθμων.
Στην εισήγησή του ο καθηγητής, ανέλυσε τη σημασία της ανίχνευσης του mRNA των υψηλού κινδύνου τύπων HPV τόσο στη διάγνωση, όσο και στον καθορισμό προγνωστικών παραμέτρων σε ιστικά δείγματα.
Όπως είπε, η ελληνική ακαδημαϊκή ομάδα μελετών στον χώρο της παθολογίας τραχήλου κατάφερε την τελευταία δεκαετία να αναπτύξει έναν αλγόριθμο εξατομίκευσης κίνδυνου, ο οποίος προβλέπει και διακρίνει με εξαιρετική αξιοπιστία τις περιπτώσεις εκείνες που θα επιδεινωθούν και συνεπώς χρήζουν θεραπείας, από εκείνες που θα υφεθούν και συνεπώς δεν χρήζουν επέμβασης αλλά απλής παρακολούθησης έως ότου υπάρξει πλήρης ύφεση και αυτόματη ίαση.
Ο αλγόριθμος αυτός που εφαρμόστηκε σε περίπου 20.000 γυναίκες, αξιοποιεί τα ίχνη που αφήνει η HPV λοίμωξη -απαραίτητη προϋπόθεση για τη τραχηλική καρκινογένεση- σε συνδυασμό με την κυτταρολογία και την κολποσκόπηση. Έτσι δημιουργήθηκαν τρεις κύριες κατηγορίες κινδύνου –παρόμοιες ενός φωτεινού σηματοδότη:
- της κόκκινης ομάδας, που έχει αυξημένο κίνδυνο επιδείνωσης και συνεπώς πρέπει να θεραπευτεί,
- της πράσινης ομάδας, που δεν έχει κίνδυνο και μπορεί να επιστρέψει στον έλεγχο ρουτίνας και
- της πορτοκαλί ομάδας, που έχει ένα μικρό σχετικά κίνδυνο και πρέπει να παρακολουθείται με μια ενδιάμεση συχνότητα.
Τα τελευταία χρονιά έχει προστεθεί στη φαρέτρα των HPV βιοδεικτών και ένα πακέτο χαρακτηριστικών του τρόπου ζωής-αριθμού σεξουαλικών σχέσεων, καπνίσματος, χρήσης προφυλακτικού, HPV εμβολιασμού κ.λπ., το λεγόμενο life-style cervicalpathologyrisk. Από τον ερευνητικό αυτόν άξονα έχει προκύψει πληθώρα δημοσιεύσεων στα καλυτέρα ιατρικά περιοδικά καθώς και σωρεία βραβεύσεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Ο καθηγητής Κυτταρολογίας της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρίας Κλινικής Κυτταρολογίας και Διευθυντής του Εργαστηρίου Διαγνωστικής Κυτταρολογίας του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου «Αττικόν» Π. Καρακίτσος ανέφερε επίσης ότι τα συγκριτικά αποτελέσματα σε ένα δείγμα 1.000 γυναικών από την ελληνική εμπειρία συνάδουν με εκείνα του δείγματος 100.000 γυναικών από την παγκόσμια βιβλιογραφία.
Όπως είπε, ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας αποτελεί ένα σοβαρό πρόβλημα δημόσιας υγείας παγκοσμίως αλλά και στη χώρα μας. Και αυτό γιατί στις περισσότερες χώρες του κόσμου δεν υπάρχουν οργανωμένα προγράμματα πρόληψης. Είναι γνωστό ότι το συμβατικό Παπ Τεστ, που εφαρμόζεται διεθνώς ήδη εδώ και πολλές δεκαετίες αποτελεί τη μέχρι σήμερα αποτελεσματικότερη ασπίδα σωτηρίας των γυναικών από τη μάστιγα του καρκίνου τραχήλου μήτρας, όταν εφαρμόζεται σε ένα οργανωμένο πρόγραμμα πληθυσμιακού ελέγχου.
Ωστόσο, όπως ανέφερε, 60 χρόνια μετά την εισαγωγή του Παπ Τεστ από έναν από τους σημαντικότερους επιστήμονες-ιατρούς του 20ου αιώνα, Γεώργιο Παπανικολάου, ήρθε η αναμενόμενη σύγχρονη μετεξέλιξη του, η Κυτταρολογία Υγρής Φάσης (LBC). Όπως τόνισε ο κύριος Καρακίτσος, η Κυτταρολογία Υγρής Φάσης συμβάλλει ακόμα περισσότερο στον έλεγχο αυτής της νόσου, κυρίως σε χώρες, που εφαρμόζουν οργανωμένα προγράμματα πληθυσμικού ελέγχου, αυξάνοντας δραστικά την ευαισθησία και την ειδικότητα της μεθόδου, περιορίζοντας έτσι τα ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα σε ποσοστό κάτω του 10%.
Ενώ ο κ. Ευριπίδης Μπιλιράκης – Μαιευτήρας – Γυναικολόγος, Διδάκτορας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Γραμματέας της Ελληνικής Εταιρείας Κολποσκόπησης& Παθολογίας Τραχήλου, μέλος του HeCPA Study Group και υπεύθυνος του τμήματος κολποσκόπησης της Α’ Κλινικής στο «Έλενα Βενιζέλου», σημείωσε ότι τα τελευταία χρόνια ο νομπελίστας H. zur Hausen τεκμηρίωσε τον ρόλο ορισμένων τύπων του ιού των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV), δηλαδή των ογκογόνων τύπων, στη γένεση του καρκίνου τραχήλου μήτρας ανοίγοντας νέους ορίζοντες.
Η ραγδαία εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας επέτρεψε την ανάπτυξη ποικίλων τεχνικών ανίχνευσης του γενετικού υλικού του HPV, με καινοτόμες τεχνικές Μοριακής Βιολογίας, οι οποίες χρησιμοποιούνται τόσο στη διάγνωση όσο και την παρακολούθηση των γυναικών. Καθεμία από αυτές τις μεθόδους εμφανίζει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Ουσιαστικά, μέχρι σήμερα καμία μέθοδος δεν έχει τύχει της καθολικής αποδοχής από τους εξειδικευμένους επιστήμονες σε θέματα παθολογίας τραχήλου επειδή δεν είναι δυνατόν να προσδιορίσουν τις γυναίκες εκείνες που διατρέχουν πραγματικό κίνδυνο για ανάπτυξη καρκίνου τραχήλου μήτρας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η λήψη της θεραπευτικής απόφασης με βάση αυτά τα τεστ να ενέχει τον κίνδυνο για άσκοπες χειρουργικές επεμβάσεις, όπως τόνισε ο κύριος Ε. Μπιλιράκης.
Ο κ. Μπιλιράκης επισήμανε ότι η εφαρμογή του mRNA Test σε συνδυασμό με την Κυτταρολογία Υγρής Φάσης είναι ένα πολύ ισχυρό όπλο στα χέρια των γυναικολόγων διότι α) επιτρέπει την ταυτοποίηση των γυναικών που βρίσκονται σε πραγματικό κίνδυνο για ανάπτυξη καρκίνου τραχήλου μήτρας και β) μειώνει την ψυχολογική επιβάρυνση των γυναικών, στις οποίες ανακοινώνεται ένα παθολογικό εύρημα είτε στο Παπ Τεστ, είτε στον έλεγχο με HPV DNA Test και που στην κολποσκόπηση ή και στη βιοψία δεν ανιχνεύεται σοβαρού βαθμού βλάβη.
Ο καθηγητή Μαιευτικής-Γυναικολογίας του Τμήματος Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Κολποσκόπησης & Παθολογίας Τραχήλου και Πρόεδρος του HeCPA Study Group (Ελληνική Ακαδημαϊκή Ομάδα Μελετών Παθολογίας Τραχήλου), Ευάγγελος Παρασκευαΐδης, τόνισε ότι σήμερα οι επιστήμονες, διαθέτουν τεστ που τους επιτρέπουν να διαχειριστούν την κάθε γυναίκα εξατομικευμένα.
Όπως είπε ο Καθηγητής Παρασκευαΐδης, η εξατομικευμένη διαχείριση θεωρείται απαραίτητη διότι είναι γνωστό μετά βεβαιότητας ότι ένα μικρό μονό ποσοστό των προκαρκινικών αλλοιώσεων, ακόμα και των πιο σοβαρών, εξελίσσεται σε διηθητικό καρκίνο. Επιπλέον είναι παγκοσμίως αποδεκτό (και από πρωτοποριακή ερευνά του HeCPAGroup) ότι οι σύγχρονες συντηρητικές μέθοδοι θεραπείας των προκαρκινικών βλαβών, κυρίως οι αφαιρετικές, μπορεί να προκαλέσουν στο μέλλον σε στατιστικά αυξημένα ποσοστά, μακροπρόθεσμες μαιευτικές επιπτώσεις όπως προωρότητα, αποβολές δευτέρου τριμήνου ακόμα και προγεννητική θνησιμότητα.
Είναι λοιπόν προφανές ότι όπου είναι προβλέψιμη η μη επιδείνωση μιας αλλοίωσης, θα πρέπει να αποφεύγεται η επέμβαση εφόσον η αλλοίωση θα υποστρέψει από μόνη της. Άρα είναι επιτακτική η ανάγκη αναγνώρισης σε ποιες γυναίκες μια υπάρχουσα αλλοίωση θα επιδεινωθεί έτσι ώστε μόνο σε αυτές να εφαρμόζεται η θεραπευτική παρέμβαση. Έτσι θα αποφεύγεται ένας μεγάλος αριθμός άσκοπων επεμβάσεων και των ανεπιθύμητων επιπτώσεων που αυτές μπορεί να προκαλέσουν, όπως εξηγήθηκε προηγουμένως.