Skip to main content

Νέα δεδομένα υποστηρίζουν ότι η αφαίρεση χολής σε έγκυες ενέχει κινδύνους

Της Ανθής Αγγελοπούλου

Υπό αμφισβήτηση τίθενται οι μέχρι σήμερα κατευθυντήριες οδηγίες της SAGES (Society of American Gastrointestinal and Endoscopic Surgeons) που υποστηρίζουν ότι όλες οι έγκυες γυναίκες με συμπτωματικούς χολόλιθους πρέπει να υποβάλλονται σε λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή. Νέα δεδομένα μελέτης η οποία δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό site του Αμερικανικού Κολλεγίου Χειρουργών δείχνουν ότι η επέμβαση αφαίρεσης χολής σε έγκυες ενέχει κινδύνους τόσο για τη μητέρα όσο και για το μωρό.

Συγκεκριμένα, οι ερευνητές μελέτησαν μια μεγάλη βάση δεδομένων γυναικών στην Καλιφόρνια που υποβλήθηκαν σε λαπαροσκοπική ή ανοικτή χολοκυστεκτομή από το  2005 μέχρι και το 2014, για χολόλιθους ή άλλες καλοήθεις ασθένειες των χοληφόρων. Συνέκριναν 403 έγκυες γυναίκες που υποβλήθηκαν στην επέμβαση έως και 90 ημέρες πριν από τον τοκετό με 17.490 γυναίκες που αφαιρέθηκε η κύστη τους έως και τρεις μήνες μετά απ’ αυτόν.

Όπως ανέφεραν οι ειδικοί, οι περισσότερες ασθενείς που υποβάλλονται σε μια ελάχιστα επεμβατική (λαπαροσκοπική) χολοκυστεκτομή μπορούν να επιστρέψουν στο σπίτι την ίδια μέρα, όμως, η ανάλυση έδειξε ότι όταν πραγματοποιήθηκε χολοκυστεκτομή κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ήταν πιο πιθανό να απαιτηθεί νοσηλεία  σε ποσοστό 85% έναντι 63%. Δηλαδή, οι γυναίκες που δεν περίμεναν τον τοκετό ήταν πιο πιθανό να βιώσουν μεγαλύτερης διάρκειας νοσηλεία. Φάνηκε επίσης να είναι πιο πιθανό να διενεργηθεί ανοικτή χειρουργική επέμβαση (13% έναντι 2%) και να επανεισαχθούν στο νοσοκομείο εντός του επόμενου μήνα από την επέμβαση.

Οι επιπτώσεις στη μητέρα ήταν σημαντικές, καθώς βρέθηκαν υψηλότερα ποσοστά  εκλαμψίας και αιμορραγίας όταν η χολοκυστεκτομή έγινε κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Ειδικότερα, το ποσοστό εκλαμψίας για τις γυναίκες που υποβλήθηκαν σε αυτή τη θεραπεία κατά το τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης ήταν 1% υψηλότερο από εκείνο των γυναικών που περίμεναν μέχρι τον τοκετό. Οι αιμορραγίες και τα ποσοστά πρόωρου τοκετού ήταν 3% και 12% υψηλότερα, αντίστοιχα.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι γυναίκες που υποβλήθηκαν σε επέμβαση κατά τη διάρκεια του τρίτου τριμήνου είχαν διπλάσιες πιθανότητες να γεννήσουν πρόωρα και σχεδόν δύο φορές περισσότερες πιθανότητες να έχουν ανεπιθύμητες επιπτώσεις.

Με αφορμή τα ευρήματα της μελέτης, το 98% των χολοκυστεκτομών πραγματοποιήθηκε μετά τον τοκετό, παρά τις επίσημες οδηγίες.

Και οι ερευνητές εξήγησαν γι αυτό το ποσοστό, ότι οι χειρουργοί και οι μαιευτήρες γνώριζαν ότι η καλύτερη προσέγγιση για τις έγκυες ασθενείς ήταν να περιμένουν όσο το δυνατόν περισσότερο. Κι αυτό διότι, όπως επιβεβαιώθηκε από την έρευνά τους η χολοκυστεκτομή κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης θέτει σε κίνδυνο τη μητέρα και το παιδί όταν αυτό γεννηθεί πρόωρα.

Εξηγώντας μας το θέμα χολοκυστεκτομή, ο  γενικός χειρουργός  Δρ. Αναστάσιος Ξιάρχος, επισημαίνει ότι πρόκειται για μια πολύ απλή επέμβαση αφαίρεσης της χοληδόχου κύστεως, ενός οργάνου που βρίσκεται κάτω από το ήπαρ στην επάνω δεξιά πλευρά της κοιλιακής χώρας και σε αυτό αποθηκεύεται η χολή, το υγρό που βοηθά στην πέψη των λιπαρών τροφών.

Η επέμβαση γίνεται όταν το άτομο έχει πόνους, ναυτία, εμετό και μερικές φορές πυρετό,  εξαιτίας της παρεμπόδισης της ροής της χολής, από την παρουσία κάποιας πέτρας.

Φυσιολογικά, η επέμβαση πραγματοποιείται σε 30 λεπτά, δεν εγκυμονεί κινδύνους και ο χειρουργημένος ασθενής μπορεί να επιστρέψει στο σπίτι του την ίδια ημέρα, εφόσον η επέμβαση γίνεται λαπαροσκοπικά. Δεν ισχύει όμως το ίδιο και για τις έγκυες γυναίκες, καθώς εκτός των αρνητικών επακόλουθων της χολοκυστεκτομής κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, έχουμε μεγαλύτερη νοσηλεία, υψηλότερο κόστος, αυξημένες πιθανότητες επανεισαγωγής στο νοσοκομείο για διάφορους λόγους και το σημαντικότερο όλων είναι ότι ο πρόωρος τοκετός σχετίζεται με νεογνική θνησιμότητα και πολλαπλές ανεπιθύμητες συνέπειες για το μωρό.

Γι’ αυτό όσες γυναίκες επιδιώκουν μια εγκυμοσύνη θα πρέπει να ελέγξουν τη χοληδόχο κύστη τους για ύπαρξη λίθων και να ενημερώνονται από τον χειρουργό τους για τις επιλογές που έχουν.

Ωστόσο, αν προκύψει πρόβλημα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και τα συμπτώματα είναι έντονα και συχνά, θα συναποφασιστεί από τον χειρουργό και τον γυναικολόγο εάν θα πρέπει να υποβληθεί η ασθενής αμέσως σε επέμβαση ή μπορεί να περιμένει για να γίνει μετά τον τοκετό.

Όπως λέει ο γιατρός, αν επιβάλλεται η επέμβαση να γίνει κατά τη διάρκεια του τοκετού, τότε πιο ασφαλής προσέγγιση είναι η λαπαροσκοπική.