Skip to main content

Πράσινο σχέδιο για έργα υδρογόνου 4,5 δισ. στη νοτιοανατολική Ευρώπη

Η «Ν» αποκαλύπτει μελέτη που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό του γερμανικού GIZ

© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη

Την προοπτική της Ελλάδας να αποτελέσει εκ των βασικών παραγωγών «πράσινου» υδρογόνου σε επίπεδο Ε.Ε. επιβεβαιώνουν τα αποτελέσματα νεότερης μελέτης που πραγματοποίησαν οι εταιρείες E3-Modelling και RICARDO για λογαριασμό της γερμανικής εταιρείας GIZ, στο πλαίσιο των συνολικότερων συζητήσεων για τον εφοδιασμό της γερμανικής αγοράς και όχι μόνο.

Ειδικότερα, όπως αναφέρουν πηγές με γνώση της μελέτης που συνομίλησαν με τη «Ν», η μελέτη διακρίνεται σε 3 βασικά μέρη, με το πρώτο να αφορά την προοπτική κατανάλωσης υδρογόνου στην εγχώρια αγορά, το δεύτερο την εκτίμηση κόστους και το τρίτο μέρος τη δυνατότητα εξαγωγών προς άλλες χώρες με προεξάρχουσα επιλογή τη Γερμανία. Αν και πρόκειται για κάτι πρώιμο τη δεδομένη στιγμή, τα «νούμερα» και οι βασικές εκτιμήσεις που προκύπτουν αναγνωρίζουν ως «βάσιμη» τη δυνατότητα της χώρας να αναλάβει ρόλο εξαγωγέα υδρογόνου από το 2035 και μετά, πράγμα που «μεταφράζεται» μεσομακροπρόθεσμα σε επενδύσεις της τάξης του 1,5 δισ. ευρώ κατά μέσο όρο ανά πενταετία το διάστημα 2035-2050.

Χρειάζεται να σημειωθεί, όπως έχει γράψει σε προηγούμενο ρεπορτάζ η «Ν», ότι η εν λόγω μελέτη αποτελεί συνέχεια ενός συνολικότερου σχεδιασμού με πρωταγωνιστή τον Έλληνα Διαχειριστή του συστήματος Μεταφοράς Φυσικού Αερίου (ΔΕΣΦΑ) που διερευνά τις προοπτικές της χώρας στο πλαίσιο της ευρύτερης ευρωπαϊκής αγοράς υδρογόνου, με δεδομένο ότι ο «χάρτης» βρίσκεται υπό διαμόρφωση και το σύνολο των χωρών αναζητούν και εξετάζουν τη θέση που δύνανται να πάρουν σε αυτόν.

Υπενθυμίζεται ότι ο ΔΕΣΦΑ έχει πραγματοποιήσει εσωτερικά μια ανάλογη μελέτη που καταλήγει, όπως διαβεβαιώνουν αρμόδιες πηγές, σε ανάλογα «αισιόδοξα» αποτελέσματα, υπογραμμίζοντας την προοπτική εξαγωγών προς τη Γερμανία, αξιοποιώντας τον υπό κατασκευή διασυνδετήριο αγωγό υδρογόνου με τη Βουλγαρία και εν συνεχεία το δίκτυο βόρεια της γειτονικής χώρας.

O Διάδρομος

Το εν λόγω σχέδιο αποτελεί μέρος του Νοτιοανατολικού Διαδρόμου Υδρογόνου (South-East European Hydrogen Corridor), με την Ελλάδα στο «σημείο εκκίνησης» για τη διαμετακόμιση του καυσίμου προς την Κεντρική Ευρώπη, αξιοποιώντας τις υποδομές στις χώρες που μεσολαβούν ως τα κέντρα κατανάλωσης της Γερμανίας. Ο Νοτιοανατολικός Διάδρομος Υδρογόνου -ένας από τους πέντε «corridors» που έχουν «χαραχτεί» στην ευρωπαϊκή επικράτεια- συνιστά συνεργασία των διαχειριστών: ΔΕΣΦΑ (Ελλάδα), Bulgartransgaz (Βουλγαρία), Transgaz (Ρουμανία), FGSZ (Ουγγαρία), NET4GAS (Τσεχία), OGE (Γερμανία) και naTran Deutschland (Γερμανία).

Υπό έναν όρο

Το στοιχείο που ξεχωρίζει και έρχεται και η δεύτερη μελέτη να επιβεβαιώσει είναι το ανταγωνιστικότερο έναντι άλλων χωρών κόστος παραγωγής «πράσινου» υδρογόνου στην Ελλάδα, ως αποτέλεσμα της μεγαλύτερης απόδοσης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) στη χώρα μας.

Η χώρα διαθέτει πλούσιο αιολικό και ηλιακό δυναμικό, συγκεντρώνοντας ήδη ένα αξιόλογο χαρτοφυλάκιο αιολικών και φωτοβολταϊκών πάρκων (έργα εν λειτουργία συνολικής ισχύος περί τα 16 GW), με εξίσου θετικό πρόσημο να έχουν οι εκτιμήσεις για πρόσθετη δυναμικότητα τα επόμενα χρόνια.

Ο αστερίσκος, ωστόσο, όπως επισημαίνουν στελέχη του κλάδου, αφορά το μέσο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα, που σήμερα, ως έχει, δεν επιτρέπει την παραγωγή «πράσινου» υδρογόνου με όρους τουλάχιστον αγοράς, χωρίς δηλαδή κάποια πρόσθετη ενίσχυση για να «βγαίνει η εξίσωση». Κατά συνέπεια, όπως επισημαίνουν τα ίδια στελέχη σε συνέχεια και των βασικών συμπερασμάτων της μελέτης, η Ελλάδα εμφανίζει σημαντικές και αξιόλογες προοπτικές ανάπτυξης μιας ολοκληρωμένης εφοδιαστικής αλυσίδας για την παραγωγή «πράσινου» υδρογόνου, ωστόσο αυτό «σημαδεύεται», για την ώρα, από την αστάθεια των αγορών ενέργειας.

Τα μέτρα στήριξης

Σε αυτή την κατεύθυνση, πηγές της αγοράς εκτιμούν ότι θα πρέπει να υπάρξει ένα καθεστώς ευνοϊκής μεταχείρισης των μονάδων παραγωγής υδρογόνου, διευκρινίζοντας ότι αυτό δεν αφορά τόσο πρόσθετη οικονομική ενίσχυση όσο απομείωση επιμέρους επιβαρύνσεων (ΥΚΩ, ΕΤΜΕΑΡ, χρεώσεις χρήσης Δικτύου), στη βάση ότι πρόκειται για μια νέα αγορά που επιχειρεί τα πρώτα της βήματα.

Έτερο μέτρο προς υποστήριξη των μονάδων παραγωγής «πράσινου» υδρογόνου (ή μονάδες ηλεκτρόλυσης) θα μπορούσε να είναι η διαμόρφωση κατάλληλων κινήτρων τόσο στη μεριά της παραγωγής «πράσινης» ενέργειας όσο και στο κομμάτι της κατανάλωσης (μονάδες παραγωγής υδρογόνου) για τη σύναψη διμερών συμβάσεων PPAs που θα εξασφάλιζαν στο «τέλος της ημέρας» ένα σταθερό κόστος ενέργειας.

Οι βέλτιστοι όροι

Σε κάθε περίπτωση, η δυνατότητα επίτευξης ενός πιο ανταγωνιστικού κόστους σε βάθος χρόνου διαμορφώνει τους βέλτιστους δυνατούς όρους για την ανάπτυξη οικονομιών κλίμακας που δύναται να κατοχυρώσουν την Ελλάδα στον υπό διαμόρφωση ευρωπαϊκό χάρτη «πράσινου» υδρογόνου. Η εν λόγω παράμετρος σχετίζεται άμεσα με την ανάπτυξη πρόσθετων υποδομών, καθώς ο όποιος σχεδιασμός για νέους αγωγούς και δίκτυα που θα είναι σε θέση να μεταφέρουν και ή μόνο υδρογόνο συναρτάται με τις διαθέσιμες ποσότητες προς μεταφορά.

Αν και η σχετική συζήτηση, με δεδομένο κιόλας το «μακροσκοπικό» της υπόθεσης, προσομοιάζει, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στέλεχος της αγοράς, στην ιστορία της «κότας και του αυγού», έχει βάση και αναδεικνύει τη σημασία να προχωρήσει παράλληλα η ωρίμανση και ανάπτυξη των υποδομών με τα αντίστοιχα βήματα εδραίωσης της αγοράς υδρογόνου.

Είναι σαφές ότι η τεχνολογία του υδρογόνου εμφανίζει ακόμη σημάδια «ανωριμότητας» που αποτυπώνονται στα τελικά βασικά μεγέθη, ωστόσο και κατ’ αναλογία με άλλες «πράσινες» τεχνολογίες, ο δρόμος είναι γνωστός και δεδομένος, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, με το «προσόν» της γνώσης των λαθών που προηγήθηκαν στις άλλες τεχνολογίες.

Σε αυτή την κατεύθυνση, η μετρημένη προσέγγιση, που διατηρεί σε ανάλογη «τροχιά» τόσο την παραγωγή όσο και την κατανάλωση, θα βοηθήσει τόσο στην προώθηση της τεχνολογίας όσο και σε στρατηγικό επίπεδο, η Ελλάδα να παραμείνει στην κούρσα του υδρογόνου που σίγουρα θα πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις τα επόμενα χρόνια σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Άλλωστε, η προσοχή στη γερμανική αγορά μόνο τυχαία δεν είναι, καθώς η Γερμανία έχει καταστρώσει από τα πλέον ώριμα σχέδια ανάπτυξης της αγοράς «πράσινου» υδρογόνου, με τις εκτιμώμενες ανάγκες εισαγωγών να φτάνουν τις 45-90 TWh ήδη από το 2030. Άλλη έκθεση που παρουσιάστηκε σε εκδήλωση της ελληνικής πρεσβείας στο Βερολίνο και της Γερμανικής Υπηρεσίας Ενέργειας με θέμα τη συνεργασία Ελλάδας και Γερμανίας στον τομέα του υδρογόνου, στα μέσα του περασμένου Μαρτίου, δείχνει πως έως και 200 TWh υδρογόνου θα μπορούσαν να εξαχθούν προς τη μεγαλύτερη οικονομία της Ε.Ε. μετά το 2040.

Βέβαια, η Γερμανία διαθέτει κι άλλες εναλλακτικές, γεγονός που, όπως αναφέρει στέλεχος της αγοράς, υπογραμμίζει τη σημασία να υπάρξει ένας ολοκληρωμένος σχεδιασμός που θα καλλιεργήσει περαιτέρω τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της ελληνικής παραγωγής υδρογόνου, λαμβάνοντας υπόψη ότι το παιχνίδι θα κριθεί σε βάθος δεκαετίας.

Η εκκρεμότητα του ρυθμιστικού

Σε κάθε περίπτωση, όπως επισημαίνουν πηγές με γνώση των μελετών και των συνολικότερων συζητήσεων που γίνονται, τα αποτελέσματα εμφανίζονται ενθαρρυντικά για τη χώρα μας και «δικαιολογούν στο ακέραιο», όπως αναφέρθηκε, την ανάγκη να προχωρήσει άμεσα ο εθνικός σχεδιασμός για την ωρίμανση της εν λόγω αγοράς τόσο στο κομμάτι της παραγωγής όσο και στο κομμάτι της κατανάλωσης.

Ως γνωστόν, το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, στο πλαίσιο των υποχρεώσεων που απορρέουν από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, προετοιμάζει σχετικό νομοσχέδιο που θα περιλαμβάνει το ρυθμιστικό πλαίσιο για το υδρογόνο, με τις διατάξεις να αφορούν σε πρώτη φάση το γενικό περίγραμμα της αγοράς, αφήνοντας σε δεύτερο χρόνο την κανονικοποίηση ειδικότερων ζητημάτων.

Σε «πρώτη ανάγνωση», εκπρόσωποι της αγοράς κρίνουν σε θετική κατεύθυνση το draft που τέθηκε σε «κλειστή διαβούλευση», επισημαίνοντας ωστόσο την ανάγκη να ξεπεραστούν καθυστερήσεις και άμεσα να προχωρήσει η διευθέτηση των κρίσιμων παραμέτρων που θα κρίνουν κιόλας τα «πρώτα βήματα» τόσο για την παραγωγή όσο και για τη δημιουργία αγοράς κατανάλωσης «πράσινου» υδρογόνου.

Σύμφωνα με τις μέχρι τώρα πληροφορίες, μιας και έχουν επέλθει αλλεπάλληλες αλλαγές στον σχεδιασμό του ΥΠΕΝ τους τελευταίους μήνες με την αλλαγή της πολιτικής ηγεσίας, η νομοθέτηση προγραμματίζεται για τον Ιούνιο, όντας «σε συνάρτηση» με το 7ο αίτημα πληρωμής του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

Οι προοπτικές της εγχώριας κατανάλωσης

Είναι σαφές και αποτυπώνεται στα βασικά συμπεράσματα της μελέτης ότι η εγχώρια κατανάλωση αναμένεται να κινηθεί σε συγκεκριμένα μεγέθη, με την έμφαση να δίνεται στους τομείς της διύλισης, των οδικών και αεροπορικών μεταφορών και της ναυτιλίας. «Ο όγκος απορρόφησης της Ελλάδας είναι μικρός» σημειώνουν στελέχη του κλάδου, για να συμπληρώσουν ότι η προσοχή θα πρέπει να εστιάσει στις ανάγκες απανθρακοποίησης που δύναται να υπηρετήσει το υδρογόνο.

Ως γνωστόν, το υδρογόνο εισέρχεται ως εργαλείο απανθρακοποίησης τομέων που αδυνατούν να απανθρακοποιηθούν με τη μέθοδο του εξηλεκτρισμού λόγω υψηλού κόστους. Κατά συνέπεια, η παραγωγή συνθετικών καυσίμων για αξιοποίηση σε ναυτιλία, βαριές οδικές μεταφορές και αεροπλοΐα συνιστά «πεδίο δόξης λαμπρό» για εφαρμογές υδρογόνου, στην περίπτωση της Ελλάδας με άλλες χώρες, οι οποίες ωστόσο να διαθέτουν πρόσθετες εφαρμογές σε κλάδους της βιομηχανίας.

Μάλιστα, όπως σημειώνουν πηγές της αγοράς με γνώση του θέματος, η επικείμενη εφαρμογή του ETS 2 (European Trading System) για τις δημοπρασίες δικαιωμάτων ρύπων, που ουσιαστικά θα εισαγάγει, μεταξύ άλλων, την πρόσθετη φορολόγηση των συμβατικών καυσίμων, διαμορφώνει ευνοϊκό έδαφος για την ανταγωνιστικότητα των συνθετικών καυσίμων που αξιοποιούν το υδρογόνο ως «πρώτη ύλη» για την παραγωγή τους.

Σε αυτή τη βάση, εκτιμήσεις θέλουν τα συνθετικά καύσιμα να αυξάνουν το μερίδιό τους στην αγορά σε βάθος χρόνου και από τα μέσα μέχρι τα τέλη της επόμενης δεκαετίας να καθίστανται ευθέως ανταγωνιστικά προς τα συμβατικά καύσιμα. Υπενθυμίζεται, όπως έχει γράψει σε πρόσφατο ρεπορτάζ η «Ν», ότι υπάρχει ευρωπαϊκή υποχρέωση από τα κράτη-μέλη για την παραγωγή πράσινων καυσίμων για τη ναυτιλία και την αεροπλοΐα της τάξης του 1%-1,5% μέχρι το 2030, ποσοστό που, αν και μικρό, φέρνει στο τραπέζι «de facto» τη χρήση «πράσινου» υδρογόνου.

Τέλος, να σημειωθεί ότι η εν λόγω μελέτη, όπως αναφέρουν οι ίδιες πηγές, παρουσιάστηκε προ ημερών στη Γερμανία, δίνοντας συνέχεια στους σχετικούς σχεδιασμούς, ενώ βρίσκεται και σε γνώση του ΥΠΕΝ καθώς παρουσιάστηκε σε υπηρεσιακούς παράγοντες πριν από 20 μέρες, με τον Διαχειριστή να είναι επίσης ενήμερος, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, έχει ολοκληρώσει μια ανάλογη μελέτη.