Skip to main content

H χερσαία αιολική ενέργεια είναι εξίσου φτηνή με τον άνθρακα

Το κόστος της χερσαίας παραγωγής αιολικής ενέργειας έχει φτάσει το επίπεδο της παραγωγής ενέργειας από άνθρακα, ακόμη και αν δε ληφθούν υπ’ όψιν οι επιπτώσεις στην υγεία και το περιβάλλον, σύμφωνα με νέα μελέτη της Διεθνούς Υπηρεσίας Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (IRENA).

Η εκτίμηση της υπηρεσίας υπολογίζει το σύνολο του κόστους που εμπλέκεται σε διάφορους τύπους παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, συμπεριλαμβανομένης της κατασκευής και συντήρησης, του κόστους των καυσίμων και της απομάκρυνσης των αποβλήτων, καθώς και του αναμενόμενου χρόνου ζωής.

Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι ενώ το κόστος παραγωγής μίας κιλοβατώρας ηλεκτρικής ενέργειας από ένα χερσαίο αιολικό πάρκο είναι περίπου 0,05 ευρώ, η ίδια ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας είναι μόνο 0,001 ευρώ φθηνότερη αν παραχθεί από μονάδες άνθρακα. Ωστόσο, η ανάλυση δεν περιλαμβάνει το κόστος των ορυκτών καυσίμων για την κοινωνία, όπως τις επιπτώσεις της υπερθέρμανσης του πλανήτη και τα προβλήματα υγείας του παγκόσμιου πληθυσμού που προκύπτουν από την εισπνοή μολυσμένου αέρα. Εξάλλου, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με καύση φυσικού αερίου υπολογίστηκε λίγο πιο οικονομική, στα 0,041 ευρώ ανά κιλοβατώρα.

«Αν συνυπολογιστεί το κόστος των ορυκτών καυσίμων για το περιβάλλον και την υγεία, η κατάσταση είναι ακόμη πιο ευνοϊκή για την αιολική ενέργεια», δήλωσε ο αναλυτής της IRENA Μάικλ Τέιλορ.

«Οι τεχνολογίες ανανεώσιμων πηγών παρέχουν σήμερα ηλεκτρική ενέργεια σε πολύ ανταγωνιστικά επίπεδα. Ωστόσο, το κοινό και οι ηγέτες του κόσμου σε πολλές περιπτώσεις δεν έχουν ακόμα αντιληφθεί πόσο ανταγωνιστικές έχουν γίνει οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Αυτό μπορεί να συμβαίνει είτε επειδή υπάρχουν διάφορα συμφέροντα υπέρ της διατήρησης του μύθου της «ακριβής» ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, είτε επειδή η αλλαγή έχει απλώς έρθει τόσο γρήγορα που η πληροφορία ακόμα δεν έχει φτάσει την πλειοψηφία του κοινού», πρόσθεσε.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της IRENA, το μέσο κόστος της ενέργειας από χερσαία αιολικά πάρκα μειώθηκε κατά 65 τοις εκατό μεταξύ 1988 και 2014. Η μείωση αυτή προήλθε κυρίως από την ανάπτυξη της βιομηχανίας που επέτρεψε παραγωγή μεγάλης κλίμακας και την ωρίμανση της τεχνολογίας. Ωστόσο, η βιομηχανία δεν έχει ακόμη φτάσει το πλήρες δυναμικό της, καταλήγει η μελέτη.