Skip to main content

Το μεγάλο comeback των εθνικοποιήσεων: Πώς ο Τραμπ έγινε κρατιστής

Τι αποκαλύπτουν οι περιπτώσεις των US Steel και Intel

Με δύο κινήσεις που θυμίζουν άλλες εποχές παρά τον σύγχρονο καπιταλισμό, ο Ντόναλντ Τραμπ επαναφέρει τον κρατικό έλεγχο σε κλάδους – κλειδιά της αμερικανικής οικονομίας και του παγκόσμιου ανταγωνισμού.

Οι «χρυσές μετοχές» του αμερικανικού δημοσίου στη US Steel, με τις οποίες περναει υπό κρατικό έλεγχο μία ιστορική χαλυβουργία, και οι σκέψεις για μερική εθνικοποίηση της εταιρείας ημιαγωγών Intel δεν αποτελούν απλώς μεμονωμένα επεισόδια: συνθέτουν μια νέα στρατηγική, όπου η βιομηχανία και η τεχνολογία θεωρούνται πεδία «εθνικής ασφάλειας».

Η καρδιά της βιομηχανίας

Η απόφαση του Λευκού Οίκου να παρέμβει στην τύχη της US Steel, εμποδίζοντας την εξαγορά της από ιαπωνικό όμιλο και οδηγώντας τελικά σε μορφή κρατικού ελέγχου, φανερώνει την πρόθεση του Τραμπ να προστατεύσει τη βιομηχανική «καρδιά» των ΗΠΑ. Το Cato Institute κάνει λόγο για de facto εθνικοποίηση, αφού οι «χρυσές μετοχές» δίνουν την δυνατότητα παρέμβασης στα επίπεδα και τις τοποθεσίες επενδύσεων, στη διοίκηση της εταιρείας, στο εργατικό δυναμικο, τους μισθούς, στις προμήθειες, την τιμολόγηση και την επίλυση διαφορών με τρίτους. Ως αποτέλεσμα, η U.S. Steel θα πρέπει να λαμβάνει την άδεια του αμερικανικού κράτους για όλες τις σημαντικές αποφάσεις.

Η χαλυβουργία δεν είναι πια ο κολοσσός που ήταν τον 20ό αιώνα, ωστόσο εξακολουθεί να συμβολίζει την αμερικανική ισχύ και να θεωρείται κρίσιμος τομέας για την άμυνα και τις υποδομές.

Η εθνικοποίηση αυτή, που συνοδεύτηκε από επιδοτήσεις και προγράμματα ανασυγκρότησης, παρουσιάστηκε από τον Τραμπ ως «νίκη των εργατών» και ήρθε να κλείσει μια πληγή δεκαετιών αποβιομηχάνισης.

Το μέλλον της τεχνολογίας

Αν η US Steel αντιπροσωπεύει τη βαριά βιομηχανία, η Intel είναι το μέλλον της τεχνολογίας. Με την Κίνα να επιταχύνει στην παραγωγή προηγμένων τσιπ και την Ταϊβάν να αποτελεί γεωπολιτικό ρίσκο, η Ουάσιγκτον έκρινε ότι η αυτονομία στη βιομηχανία ημιαγωγών είναι θέμα εθνικής ασφάλειας.

Η απόκτηση κρατικού μεριδίου στην Intel, σε συνδυασμό με γενναίες επιδοτήσεις μέσω του CHIPS Act, δείχνει ότι ο Τραμπ δεν αρκείται στην απλή στήριξη της αγοράς: επιλέγει απευθείας εμπλοκή.

Με αυτόν τον τρόπο, η κυβέρνηση επιχειρεί να διασφαλίσει ότι η παραγωγή κρίσιμων τεχνολογιών δεν θα περάσει ποτέ σε ξένα χέρια, ούτε θα υπονομευτεί από τις διακυμάνσεις της αγοράς.

Η εποχή του «οικονομικού πατριωτισμού»

Η λογική πίσω από αυτές τις κινήσεις δεν είναι αμιγώς οικονομική. Είναι γεωπολιτική. Στη νέα εποχή ανταγωνισμού με την Κίνα, η Ουάσιγκτον εγκαταλείπει το δόγμα της ελεύθερης αγοράς και υιοθετεί έναν «οικονομικό πατριωτισμό».

Ο κρατικός παρεμβατισμός δεν θεωρείται πλέον παρέκκλιση, αλλά αναγκαιότητα για να διασφαλιστεί η υπεροχή των ΗΠΑ.

Όπως σημειώνουν αναλυτές, οι εθνικοποιήσεις του Τραμπ φέρνουν πιο κοντά τα σύνορα ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον κρατικό έλεγχο, δημιουργώντας ένα υβριδικό μοντέλο που συνδυάζει ιδιωτική πρωτοβουλία και δημόσια ισχύ.

Οι κίνδυνοι και τα ερωτήματα

Ωστόσο, η στροφή αυτή δεν είναι χωρίς κινδύνους. Οι αντίπαλοι προειδοποιούν ότι η κρατικοποίηση μπορεί να οδηγήσει σε γραφειοκρατία, κακή διαχείριση και στρεβλώσεις στην αγορά.

Επίσης, δημιουργείται προηγούμενο: ποιες άλλες εταιρείες ή κλάδοι θα μπορούσαν αύριο να χαρακτηριστούν «στρατηγικοί» και να περάσουν σε κρατικό έλεγχο;

Το βέβαιο είναι ότι με την US Steel και την Intel, ο Τραμπ εγκαινίασε μια νέα φάση στην αμερικανική οικονομική πολιτική. Μια φάση όπου η εθνική ασφάλεια ορίζει την οικονομία – και όχι το αντίστροφο.