Skip to main content

«Χρυσή χρονιά» για την πολεμική βιομηχανία το 2024

Φωτ. αρχείου

Τα έσοδα ολόκληρου του κλάδου θα αυξηθούν τον νέο χρόνο με μια ήπια άνοδο 3%, κατά 28,3 δισ. ευρώ

Χαράς ευαγγέλια για την πολεμική βιομηχανία, που βρυχάται ξανά μπροστά σε έναν πιο χαοτικό κόσμο και αναμένει κέρδη ρεκόρ το 2024. Τα έσοδα μόνο των τεσσάρων μεγάλων αμερικανικών εταιρειών (Raytheon, Northrop Grumman, General Dynamics και Lockheed Martin) θα αυξηθούν την επόμενη χρονιά κατά 5,5% – μετά από ένα εξαιρετικό 2023 – για να φτάσουν το ρεκόρ των 235 δισ. δολαρίων.

Εάν προστεθούν και οι πέντε μεγάλες ευρωπαϊκές αμυντικές – οι γαλλικές Dassault και Thales, η γερμανική Rheinmettal, η ιταλική Leonardo και η βρετανική Bae System-, τα συνολικά κέρδη θα ανέλθουν στα 312,8 δισ. ευρώ. Τα έσοδα ολόκληρου του κλάδου θα αυξηθούν το 2024, με μια ήπια άνοδο 3%, κατά 28,3 δισ. ευρώ.

Μετά από χρόνια σχετικής ηρεμίας στις διάφορα εστίες έντασης σε όλη τη Γη, οι συγκρούσεις συσσωρεύονται πλέον, απειλώντας τις οικονομίες του κόσμου και πυροδοτώντας γεωπολιτικές εντάσεις. Ο πόλεμος Ρωσίας -Ουκρανίας κλείνει σχεδόν δύο χρόνια και από την άλλη η σύγκρουση μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς έχει αιφνιδιάσει τον κόσμο το 2023. Την ίδια ώρα οι εντάσεις μεταξύ Κίνας και Ταϊβάν παραμένουν λανθάνουσες και μια πιθανή κινεζική  εισβολή είναι πάντα στο «τραπέζι».

Στο πλαίσιο αυτό, οι αγορές έχουν επικεντρωθεί στη «βιομηχανία του πολέμου», σε αμυντικές εταιρείες που ευνοήθηκαν τα τελευταία δύο χρόνια με όλη αυτή την ένταση «σε κρεσέντο». Ωστόσο, το 2024, οι ειδικοί πιστεύουν ότι αυτές οι πολεμικές εταιρείες όχι μόνο θα διατηρήσουν τη δυναμική που έχουν δείξει, αλλά τις βλέπουν με ανανεωμένη ενέργεια, να είναι και πάλι πρωταγωνιστές.

Οι περισσότεροι αναλυτές συγκλίνουν στην άποψη ότι και η νέα χρονιά θα είναι «χρυσή» για τις αμυντικές βιομηχανίες, που θα δουν τις μετοχές τους να απογειώνονται κι άλλο στα διεθνή χρηματιστήρια. «Μιλάμε για χρυσή εποχή για την πολεμική βιομηχανία και για όσους επενδύουν στα όπλα», τονίζουν στη «Ναυτεμπορική» Ευρωπαίοι παράγοντες της αγοράς. Το Bloomberg αναφέρει ότι καμία εταιρεία δεν θα έχει απόδοση μικρότερη από 8%, ενώ υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις, όπως η γερμανική RheinMettal, που οι ειδικοί προβλέπουν αύξηση κατά  20% ή η γαλλική Thales κατά 14%.

Αμυντικά «αμοιβαία κεφάλαια»

Οι εξελίξεις αυτές συνδέονται βέβαια με το γεγονός ότι οι παγκόσμιες αμυντικές δαπάνες έφτασαν το ρεκόρ των 2,24 τρισεκατομμυρίων δολαρίων το 2022, σημειώνοντας αύξηση 3,7% σε σύγκριση με το 2021. Αύξηση 127 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε έναν χρόνο μόνο, παρά τον πληθωρισμό, τις υψηλές τιμές ενέργειας και ακόμη και τις καταστροφικό επιπτώσεις της πανδημίας. Αύξηση των δαπανών για όπλα, με τις Ηνωμένες Πολιτείες να ανεβάζουν τον αμυντικό προϋπολογισμό τους κατά  39%, η Κίνα 13%, η Ρωσία 3,9%, η Ινδία 3,6%, η Σαουδική Αραβία για 3,3% και οι χώρες του ΝΑΤΟ συνολικά κατά 55%.

Εκτός από τα κράτη που διαθέτουν πόρους και τους παραγωγούς που εισπράττουν κέρδη, εκείνοι που επωφελούνται με πιο αθόρυβο τρόπο από αυτό το κυνήγι των εξοπλισμών είναι εκείνοι που επιδίδονται σε χρηματοοικονομική κερδοσκοπία στον τομέα του πολέμου: υπάρχουν εκείνοι που έχουν ξεκινήσει ακόμη και ένα διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο (ETF) που παρακολουθεί την κίνηση στην αμυντική βιομηχανία και μπορεί να αγοραστεί ή να πωληθεί σε ένα χρηματιστήριο, όπως μια κανονική μετοχή. Το «στρατιωτικό» ETF ονομάζεται  στην αγορά «Future of Defense», με το οποία κάποιοι στοιχηματίζουν στα επόμενα χρόνια για παραγγελίες που προορίζονται να διογκώσουν τα οπλοστάσια και τους προϋπολογισμούς της πολεμικής βιομηχανίας που είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο.

Στρατιωτικο-χρηματιστηριακοί αναλυτές τονίζουν μάλιστα στη «Ν» ότι «τα επόμενα χρόνια, πολλές ευρωπαϊκές και αμερικανικές αμυντικές βιομηχανίες θα δουν μεγάλα προβλήματα στην αύξηση της παραγωγής τους λόγω της έλλειψης εργατικού δυναμικού».

Έλλειψη εργατών

Ειδικοί της Deloitte εξηγούν ότι η στρατιωτική βιομηχανία θα αντιμετωπίσει αυξανόμενο μισθολογικό κόστος». Σύμφωνα με έκθεση της εταιρείας, «ο κλάδος έχει ήδη ξεπεράσει το επίπεδο απασχόλησης του 2022, αφού αύξησε το εργατικό δυναμικό του στις ΗΠΑ σε 2,2 εκατομμύρια άτομα (μια τάση που έχει επαναληφθεί στην Ευρώπη). Υπό αυτή την έννοια, πιστεύουν ότι ενόψει της μεγαλύτερης ζήτησης σε οπλικά συστήματα, θα χρειαστούν περισσότερους εργάτες. Μια τάση που θα οδηγήσει σε αυξήσεις μισθών».

Ο Πατρίς Κέιν, διευθύνων σύμβουλος της Thales, αναγνώρισε ότι η αμυντική βιομηχανία θα αντιμετωπίσει «εντάσεις στις αγορές εργασίας». Ο Γκρέγκ Χάγιες, διευθύνων σύμβουλος της Raytheon εντόπισε το πρόβλημα των προσλήψεων ως το κύριο θέμα της εταιρείας από το τέλος του 2022 . Το Σουηδικό Ερευνητικό Ινστιτούτο για την Ειρήνη SIPRI σημειώνει ότι «πολλές ευρωπαϊκές και αμερικανικές εταιρείες έχουν προβλήματα έλλειψης εργατικού δυναμικού, αλλά σε αντίθεση με την αρχή του ουκρανικού πολέμου, το πιο σταθερό κόστος υλικών δίνει στις εταιρείες καλύτερες προοπτικές για τα έξοδά τους από ό,τι στην αρχή του έτους».