Skip to main content

Ενηλικίωση, και άλλες καταστροφές

Το anime “Suzume” βγαίνει σχεδόν «αθόρυβα» στις αίθουσες, και είναι ένα μικρό αριστούργημα.

Ένα 15χρονο κορίτσι που μεγαλώνει με τη θεία του. Ένας φοιτητής που φιλοδοξεί να βρει μια δουλειά ως δάσκαλος για να μπορεί να υποστηρίξει την πραγματική του ιδιότητα: Είναι κλειδοκράτορας μιας άλλης διάστασης, σώζοντας τον κόσμο από την καταστροφή, μια πόρτα τη φορά. Οι μοίρες τους ενώνονται όταν εκείνη ανοίγει άθελα της μια τέτοια πόρτα, και εκείνος χάνει το σώμα του, «κυριεύοντας» αυτό μιας… παιδικής καρέκλας.

Σας ακούγονται γελοία όλα αυτά; Πολύ πιθανόν, εδώ όμως βρισκόμαστε στον κόσμο του anime, δηλαδή του ιαπωνικού κινουμένου σχεδίου, εκεί όπου οι ιστορίες μαζικής καταστροφής λειτουργούν σαν ένας καμβάς για να ξεδιπλωθεί μια διαδρομή ενηλικίωσης – όπως αυτή της ηρωίδας τούτου του υπέροχου «Suzume», που το πρωτοείδαμε στο πρόσφατο Φεστιβάλ Βερολίνου. Υπάρχει μια αξιοθαύμαστη ισορροπία εδώ ανάμεσα στη συγκίνηση και την ελαφράδα, καθώς η (αισθητικά πανέμορφη) ταινία εστιάζει μεν στο βαθύ τραύμα της ηρωίδας της (που έχασε τη μητέρα της σε πολύ μικρή ηλικία) αλλά αφήνει και αρκετό χώρο για σασπένς ή ακόμα και για κωμωδία: Όλα συνυπάρχουν μαγικά στο ίδιο φιλμ, με χάρη αποστομωτική.

Δεν είναι η μόνη «παιδική» ταινία της εβδομάδας καθώς ακολουθεί ο «Μαγικός αυλός», μεταφορά της όπερας του Μότσαρτ όπου χρησιμοποιείται πάλι το τέχνασμα της «άλλης» διάστασης για να ενταχθεί ο μύθος στη σύγχρονη εποχή. Δυστυχώς, το τελικό θέαμα είναι εντελώς άκαμπτο (και αρκετά κακόγουστο) και, ειλικρινά, δεν μπορώ να φανταστώ παιδί να περνάει ευχάριστα με αυτό το φιλμ.

Τέλος, τα ονόματα που κοσμούν το καστ του «Συγγραφέας κατά λάθος» μπορεί να σας δελεάσουν, αλλά σας συνιστώ να το ξανασκεφτείτε. Η κωμωδία αυτή, όπου ένα ασήμαντο λογοτεχνικό Φεστιβάλ καλεί, κατά λάθος, τον συνονόματο ενός σπουδαίου – και εξαφανισμένου – συγγραφέα, κι εκείνος αποφασίζει να αποδεχθεί την πρόσκληση, διαθέτει μεν τους Μάικλ Σάνον, Ντον Τζόνσον, Κέιτ Χάντσον και Ζακ Μπραφ είναι όμως απελπιστικά άνευρη, φωτογραφημένη με αδιανόητη προχειρότητα και δίχως καμιά απολύτως αίσθηση κωμικού timing. Από ένα σημείο και μετά, σχεδόν δεν πιστεύεις τι βλέπεις – στο δε twist του φινάλε χειροκροτάς, όχι για τη σεναριακή έμπνευση, αλλά επειδή το μαρτύριο σου φτάνει στο τέλος του.