Τι κοινό μπορεί να έχει η υπερδύναμη των ΗΠΑ με χώρες όπως η Τουρκία, η Βραζιλία ή η Νότια Αφρική;
Σε πρώτη ανάγνωση τίποτα. Όμως κάτω από την επιφάνεια, η Αμερική του Ντόναλντ Τραμπ εμφανίζει ανησυχητικές ομοιότητες με τις πιο ασταθείς αναδυόμενες αγορές: αυταρχικότητα, θεσμική αμφισβήτηση, εμπορικό προστατευτισμό, υπέρογκο χρέος και πολιτικό κλίμα που παράγει διαρκή αβεβαιότητα.
Για επενδυτές και αγορές, το ερώτημα δεν είναι πλέον θεωρητικό. Η ισχυρότερη οικονομία του πλανήτη φλερτάρει με χαρακτηριστικά «αναδυόμενης αγοράς».
Η πολιτικοποίηση της δικαιοσύνης
Ένα βασικό γνώρισμα των αναδυόμενων αγορών είναι η υποταγή της δικαιοσύνης στην εκτελεστική εξουσία.
Ο Τραμπ έχει κάνει την πολιτική αντιπαράθεση «πόλεμο» μέσω δικαστικών υποθέσεων, στοχοποιώντας αντιπάλους (από στελέχη της FED εώς πρώην συμβούλους) και υπονομεύοντας την εμπιστοσύνη στο κράτος δικαίου.
Η εικόνα θυμίζει καθεστώτα όπου η δικαιοσύνη λειτουργεί ως όργανο πολιτικής εκδίκησης, και όχι ως θεσμικό αντίβαρο.
Δασμοί ως εσωτερικός φόρος
Από τον Καναδά μέχρι την Κίνα, οι δασμοί έχουν γίνει το βασικό εργαλείο όχι μόνο της οικονομικής αλλά και της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ.
Ο Τραμπ μιλά για «αμοιβαιότητα», αλλά στην πράξη οι δασμοί λειτουργούν ως επιπλέον φόροι που αυξάνουν το κόστος ζωής στους ίδιους τους Αμερικανούς, ενώ δημιουργούν περιθώρια για εξαιρέσεις.
Οι αναλυτές συγκρίνουν την κατάσταση με το «license raj» της Ινδίας, το περίπλοκο καθεστώς αδειοδοτήσεων που στραγγάλιζε την οικονομία πριν από τις μεταρρυθμίσεις.
Χρέος εκτός ελέγχου
Το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ έχει φτάσει το 99% του ΑΕΠ και βαδίζει προς επίπεδα μεταπολεμικού ρεκόρ.
Η προοπτική μόνιμων φοροελαφρύνσεων απειλεί να εκτοξεύσει το χρέος πολύ πάνω του 100% του ΑΕΠ μέσα στα επόμενα χρόνια.
Στις αναδυόμενες αγορές, τέτοιοι αριθμοί συνοδεύονται συνήθως από κρίσεις χρέους και αδυναμία δανεισμού.
Ολιγάρχες
Η στενή σχέση του προέδρου με υπερπλούσιους επιχειρηματίες και μεγάλους επενδυτές ενισχύει την εικόνα «ολιγαρχίας».
Ο Έλον Μασκ, που συνέβαλε με την περιουσία του στην επιστροφή του Τραμπ στην εξουσία, απέκτησε υπουργείο (ανεξάρτητα αν στο τέλος ήρθε σε μετωπική σύγκρουση).
Στην κυβέρνηση εξακολουθούν συμμετέχουν κορυφαίοι παράγοντες της Wall Street και οπαδοί της αγοράς κρυπτονομισμάτων, γεγονός που θολώνει τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ δημόσιας πολιτικής και ιδιωτικών συμφερόντων. Σενάριο γνώριμο σε όσους έχουν μελετήσει Ρωσία ή Ουγγαρία.
Η ανεξαρτησία της Fed υπό απειλή
Ένας από τους πυλώνες που ξεχώριζε τις ΗΠΑ από τις αναδυόμενες αγορές ήταν η ανεξαρτησία της Federal Reserve.
Ο Τραμπ όμως έχει επανειλημμένα απειλήσει τον πρόεδρό της Τζερόμ Πάουελ με απομάκρυνση, πιέζοντας για αποφάσεις με πολιτικά κριτήρια, ενώ τώρα βάζει στο στόχαστρο ακόμη ένα στέλεχός της. Δεν κρύβει ότι στόχος του είναι μία κεντρική τράπεζα με στελέχη που θα συμμερίζονται την αδυναμία του στα χαμηλά επιτόκια. Οποιαδήποτε ομοιότητα με το Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μάλλον δεν είναι συμπτωματική.
Αν οι αγορές χάσουν την πίστη τους στην ανεξαρτησία της Fed, η «ομπρέλα ασφάλειας» που επί δεκαετίες συνόδευε το δολάριο και τα αμερικανικά ομόλογα θα καταρρεύσει.
Χρηματιστήριο με φόβους φούσκας
Όλα αυτά έρχονται σε μία περιόδο κατά την οποία η αμερικανική χρηματιστηριακή αγορά είναι ακριβότερη από οποιαδήποτε άλλη αγορά στον κόσμο: 24 φορές τα προβλεπόμενα κέρδη για το 2025, έναντι 15 φορές στις αναδυόμενες αγορές.
Ο δείκτης S&P 500 δίνει μερισματική απόδοση μόλις 1,2%, όταν ο επίσημος πληθωρισμός κινείται κοντά στο 2,7%.
Ακόμα και οι κλάδοι ενέργειας και ακινήτων διαπραγματεύονται με διπλάσια και τριπλάσια premiums σε σχέση με άλλες χώρες. Το σκηνικό θυμίζει επικίνδυνα τη «φούσκα του dot-com» του 2000 – αν και υπάρχουν βεβαίως και ξεκάθαρες διαφορές. Πολλοί πάντως φοβούνται ότι η φρενίτιδα γύρω από την Τεχνητή Νοημοσύνη θα σκάσει απότομα.
Επενδυτικός κίνδυνος made in USA
Το μεγάλο παράδοξο είναι ότι οι ΗΠΑ συγκεντρώνουν όλα τα χαρακτηριστικά μιας αναδυόμενης αγοράς, αλλά παραμένουν η πιο ακριβή.
Οι επενδυτές πληρώνουν για την υπόσχεση ανάπτυξης γύρω στο 9% ετησίως, όταν σε άλλες αγορές αναδύονται αποδόσεις της τάξης του 13%. Στην πραγματικότητα, η «αναδυόμενη» Αμερική είναι η ακριβότερη στον κόσμο.
Αναλυτές όπως ο Ντέσμοντ Λάχμαν του American Enterprise Institute βλέπουν «όλα τα προειδοποιητικά σημάδια» μιας αναδυόμενης αγοράς σε κρίση: υπερβολικούς δασμούς, υπέρογκο χρέος, ολιγάρχες με πολιτική ισχύ, ασταθή χάραξη πολιτικής και υποχώρηση του κράτους δικαίου.
Η διαφορά είναι πως οι συνέπειες δεν θα περιοριστούν εντός συνόρων. Η κατάρρευση εμπιστοσύνης στην αμερικανική οικονομία θα έχει παγκόσμιο αντίκτυπο – και δεν υπάρχει «πακέτο διάσωσης του ΔΝΤ» για την Ουάσιγκτον.
Ο Τραμπ δεν κληρονόμησε μια τέλεια οικονομία. Και κανείς δεν αμφισβητεί την επιθυμία του να στηρίξει την βιομηχανική παραγωγή της και να δώσει νέα πνοή στις ζώνες της σκουριάς. Ακόμη και η στροφή του στον κρατισμό (βλέπε US Steel, Intel) δικαιολογείται από τα δεδομένα της εποχής και την προσπάθειά του να διατηρήσει το προβάδισμα έναντις της Κίνας.
Αλλά η αδιαφορία του για τους θεσμούς μετατρέπουν την ισχυρότερη οικονομία του πλανήτη σε κάτι που μοιάζει όλο και περισσότερο με τις πιο ασταθείς αναδυόμενες αγορές. Το ερώτημα είναι αν η Αμερική θα μπορέσει να αλλάξει ρότα, προτού το κόστος γίνει μη αναστρέψιμο.