Για λίγες μέρες τον Μάρτιο του 2000, λίγο πριν σκάσει η φούσκα του dotcom, η Cisco κατείχε τον τίτλο της πιο πολύτιμης εταιρείας στον κόσμο.
Όπως υπενθυμίζει ο Economist, η αποτίμησή της ήταν 200 φορές τα ετήσια κέρδη – περίπου 1 τρισ. δολάρια σε σημερινά χρήματα – βασισμένη σε υπερβολικές προσδοκίες για την ανάπτυξή της.
Παρά τη δυναμική ανάπτυξη της εταιρείας και την πραγματική αύξηση των κερδών της (σήμερα είναι τέσσερις φορές υψηλότερα από τότε), η πορεία της μετοχής δεν δικαίωσε όσους είχαν πληρώσει «στρατοσφαιρικές» τιμές. Σήμερα η χρηματιστηριακή αξία της είναι 280 δισ. δολάρια.
Η εκρηκτική άνοδος της Palantir
Κάτι αντίστοιχο έχουμε σήμερα την Palantir, την εταιρεία ανάλυσης δεδομένων που βρίσκεται στο επίκεντρο του επενδυτικού πυρετού του 2025.
Όπως σημειώνει ο Economist, τα έσοδά της στο β’ τρίμηνο έφτασαν το 1 δισ. δολάρια, αυξημένα κατά 48% σε σχέση με πέρυσι και τετραπλάσια από το αντίστοιχο τρίμηνο του 2020. Στον δείκτη «κανόνας του 40» – που μετρά το άθροισμα περιθωρίου λειτουργίας και ετήσιας αύξησης πωλήσεων – η Palantir πετυχαίνει 94 μονάδες, το υψηλότερο σκορ στον χώρο του enterprise software για εταιρείες με αντίστοιχο ή μεγαλύτερο κύκλο εργασιών.
Στους 25 μεγαλύτερους ομίλους του κόσμου, μόνο η Nvidia την ξεπερνά.
Μια αποτίμηση στα άκρα
Το πρόβλημα, όπως εξηγεί το βρετανικό περιοδικό, είναι ότι η κεφαλαιοποίηση της Palantir έχει ήδη εκτιναχθεί στα 430 δισ. δολάρια, πάνω από 600 φορές τα κέρδη του τελευταίου έτους και σχεδόν τριπλάσια από τον αντίστοιχο πολλαπλασιαστή της Cisco (ή της Nvidia) στο απόγειό τους
Αν δει κανείς την αποτίμηση σε σχέση με τις πωλήσεις, η Palantir «παίζει» σε άλλο επίπεδο: ο δείκτης τιμής προς πωλήσεις φτάνει το 120, όταν η Google, λίγο πριν καθιερωθεί το ρήμα «γκουγκλάρω» το 2005, είχε φτάσει στο 22.
Οι προειδοποιήσεις των αναλυτών
Ο Adam Parker της Trivariate Research χαρακτήρισε σε πρόσφατη ανάλυσή του την Palantir «την καλύτερη ιδέα για σορτάρισμα». Όπως αναφέρει ο Economist, όταν ο δείκτης αξίας επιχείρησης προς εκτιμώμενες πωλήσεις για την επόμενη χρονιά ξεπέρασε το 70 σε άλλες εισηγμένες από το 2000 και μετά, οι αποδόσεις τους την επόμενη χρονιά ήταν απογοητευτικές.
Συγκεκριμένα, μειώνοντας το όριο στο 30 (αφού τόσο υψηλές αποτιμήσεις είναι σπάνιες), ο μέσος όρος υποαπόδοσης έναντι του S&P 500 ήταν -22% μετά από ένα έτος, ενώ ο πολλαπλασιαστής υποχωρούσε στο 18.
Το «χάσμα» που πρέπει να καλυφθεί
Για να υποχωρήσει η αποτίμηση της Palantir σε επίπεδα αντίστοιχα με αυτά της Google το 2005, χωρίς να μειωθεί η τιμή της μετοχής, η εταιρεία θα πρέπει να αυξήσει τα έσοδά της κατά 5,6 φορές. Αυτό συνεπάγεται ετήσια ανάπτυξη πάνω από 40% για τα επόμενα πέντε χρόνια – επίδοση που ελάχιστες εταιρείες στην ιστορία έχουν πετύχει.
Αν και η Palantir έχει σημαντικά πλεονεκτήματα – από την τεχνολογία της έως την πρόσβαση σε απόρρητα δεδομένα των αμερικανικών υπηρεσιών άμυνας και πληροφοριών – η απαίτηση για διαρκή υπερ-ανάπτυξη αφήνει μηδενικά περιθώρια για λάθη: ούτε ανταγωνιστές-έκπληξη, ούτε σκάνδαλα, ούτε επιβράδυνση της αγοράς.
Όπως σχολιάζει ο Economist, η Palantir μπορεί σήμερα να είναι το «αστέρι» της Wall Street, αλλά ακόμη και οι πιο ελπιδοφόρες εταιρείες μπορούν να μετατραπούν σε παραδείγματα υπεραισιοδοξίας. Αν η ανάπτυξη κάπου σκοντάψει, τότε ο τίτλος της «καυτής μετοχής» μπορεί να δώσει τη θέση του σε ένα νέο επιχειρηματικό παραμύθι με όχι και τόσο ευχάριστο τέλος.