Δεκαπέντε χρόνια, τρεις μήνες και 20 ημέρες. Τόσο είναι το χρονικό διάστημα, το οποίο χρειάστηκε το Χρηματιστήριο Αθηνών για να επιστρέψει στο ιστορικό ορόσημο των 2.000 μονάδων, σβήνοντας μια μακρά και δύσκολη χρονική περίοδο, στην οποία μεσολάβησε μια πρωτοφανής οικονομική κρίση, μία πανδημία και ένας πόλεμος στην καρδιά της Ευρώπης.
Κι αν το ναδίρ των 440 μονάδων στις 16 Φεβρουαρίου του 2016 ή η ταμπέλα «κλειστόν» που μπήκε στη Λεωφόρο Αθηνών για 38 συνεχόμενες ημέρες το καλοκαίρι του 2015 (λόγω των capital controls) πλέον φαντάζουν μια δυσάρεστη αλλά μακρινή ανάμνηση, ας μην ξεχνάμε το πόσες θυσίες απαιτήθηκαν, ώστε η «μηχανή» του Χ.Α. να πάρει ξανά μπρος.
Σήμερα, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε τον Απρίλιο του 2010, δηλαδή την προηγούμενη φορά που ο Γενικός Δείκτης βρισκόταν στις 2.000 μονάδες, η εικόνα της ελληνικής αγοράς σφύζει από καταλύτες ικανούς να παρατείνουν την ανοδική τάση, η οποία έχει ως αφετηρία τα τέλη του 2020 (ή κατ’ άλλους τις αρχές του 2021). Άλλωστε, από το «μαύρο πρόβατο» της Ευρωζώνης, η ελληνική οικονομία έχει μετατραπεί σε παράδειγμα προς μίμηση. Την ίδια στιγμή, οι ξένοι επενδυτές κάνουν… ουρά όχι για να αποχωρήσουν, αλλά για να αποκτήσουν τα ελληνικά assets, σε μια χρονική συγκυρία κατά την οποία η ΕΧΑΕ ετοιμάζει το «κόλπο γκρόσο» με τη Euronext, την κορυφαία χρηματιστηριακή «οικογένεια» της Ευρώπης.
Σε όλα αυτά, δεν πρέπει να ξεχνάμε αφενός την προοπτική της επιστροφής στην κατηγορία των Αναπτυγμένων Αγορών, η οποία εκτιμάται ότι θα καταστεί πραγματικότητα σε βάθος 6 έως 12 μηνών (3 στους 4 οίκους ήδη τοποθετούν το Χ.Α. σε καθεστώς watch-list), αφετέρου την ελκυστικότητα των ελληνικών μετοχών, δεδομένου ότι, παρά το εντυπωσιακό ράλι, οι τιμές σ’ ένα μεγάλο μέρος του ταμπλό εξακολουθούν να απολαμβάνουν discount σε σχέση με το εξωτερικό, με αποτέλεσμα ο μέσος δείκτης P/E (τιμή/μετοχή προς κέρδη/μετοχή) να κυμαίνεται στο 12x.
Χρηματιστήριο: Γιατί υπάρχουν δύο κωδικοί για τη μετοχή της Metlen
Η τραπεζική αντεπίθεση, με τον κλάδο να έχει καθοριστικό ρόλο στην ανάκτηση των 2.000 μονάδωn, η κερδοφορία – ρεκόρ του 2024 (11,5 δισ. ευρώ), τα ανθεκτικά μεγέθη της τρέχουσας χρήσης, τα γενναιόδωρα μερίσματα, τα οποία αναμένεται να ξεπεράσουν τα 5 δισ. ευρώ σε ετήσιο επίπεδο, αλλά και τα διαδοχικά εταιρικά deals έρχονται να προσφέρουν το αναγκαίο… αλατοπίπερο, ώστε ο Γενικός Δείκτης, έπειτα από μια περίοδο εύλογης αφομοίωσης – χώνεψης, να θέσει τις βάσεις για την κατάκτηση νέων «κορυφών». Αρκεί, φυσικά, το κλίμα στο εξωτερικό να παραμείνει υποστηρικτικό, όπως ακριβώς ήταν καθ’ όλη τη διάρκεια των τελευταίων ετών.
20 σταθμοί στον δρόμο για τις 2.000 μονάδες
Κάνοντας την απαιτούμενη ιστορική αναδρομή σ’ αυτήν την 15ετία, η οποία αν μη τι άλλον θα έχει ξεχωριστή αναφορά στα χρηματιστηριακά βιβλία του μέλλοντος, η «Ν» σπεύδει να σταχυολογήσει 20 ημερομηνίες – σταθμούς, τις οποίες οφείλουμε να έχουμε υπόψη μας κάθε φορά που αναφερόμαστε στην εντυπωσιακή διαδρομή προς τις 2.000 μονάδες.
1. Το ημερολόγιο γράφει 15 Απριλίου του 2010. Είναι η τελευταία συνεδρίαση (μέχρι και τη χθεσινή), στην οποία ο Γ.Δ. «κρατιέται» άνω των 2.000 μονάδων. Συγκεκριμένα, κλείνει στις 2.028 μονάδες. Βέβαια, τα χειρότερα για την ελληνική αγορά βρίσκονται μπροστά της, κάτι που επιβεβαιώνεται πολύ γρήγορα.
2. Στις 8 Αυγούστου του 2011 ο Γ.Δ. υποχωρεί κάτω των 1.000 μονάδων (συγκεκριμένα στις 998 μονάδες), κάτι το οποίο έχει να συμβεί από το μακρινό 1997, δηλαδή πολύ πριν τη «φούσκα» του ’99 και την είσοδο στο ευρώ.
3. Η οικονομική και πολιτική αβεβαιότητα χτυπά «κόκκινο», με αποτέλεσμα το ελληνικό χρηματιστήριο να φυλλορροεί. Έτσι, στις 5 Ιουνίου του 2012, εν αναμονή των επαναληπτικών βουλευτικών εκλογών, η αγορά «βουλιάζει» στις 476 μονάδες, στο χειρότερο σημείο από τα τέλη της δεκαετίας του ’80.
4. Η πρόσκαιρη σταθεροποίηση του πολιτικού σκηνικού και η εξασφάλιση μιας μίνιμουμ χρηματοδότησης συμβάλλει στην ανακοπή των εκροών από την εγχώρια αγορά. Έτσι, στις 18 Μαρτίου του 2014, ο Γ.Δ. ανακάμπτει έως τις 1.369 μονάδες.
5. Στον απόηχο της εκλογικής επικράτησης του ΣΥΡΙΖΑ και του σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας με τους ΑΝΕΛ, η οποία υπόσχεται να… σκίσει τα μνημόνια, το Χρηματιστήριο διολισθαίνει στις 711 μονάδες στις 28 Ιανουαρίου του 2015.
6. Η ανακοίνωση του περιβόητου δημοψηφίσματος φέρνει τα capital controls αλλά και το κλείσιμο του Χρηματιστηρίου Αθηνών. Στην τελευταία συνεδρίαση πριν το «λουκέτο», δηλαδή στις 26 Ιουνίου του 2015, ο Γ.Δ. τερματίζει στις 797 μονάδες.
7. Χρειάζεται να περάσουν 38 ολόκληρες ημέρες, προκειμένου η αγορά να επαναλειτουργήσει. Πρόκειται για το μεγαλύτερης διάρκειας κλείσιμο στη σύγχρονη ιστορία του Χ.Α. Στην πρώτη συνεδρίαση μετά τα capital controls, δηλαδή στις 3 Αυγούστου του 2015, o Γ.Δ. χάνει -16% και προσγειώνεται στις 668 μονάδες.
8. Στις 11 Φεβρουαρίου του 2016, και αφού έχουν ολοκληρωθεί οι μεγάλες ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, η Λ. Αθηνών κατρακυλά στις 440 μονάδες, οι οποίες μέχρι και σήμερα συνιστούν το χαμηλότερο επίπεδο από τη δεκαετία του ‘80.
9. Η επίσημη έξοδος από τα μνημόνια γίνεται πράξη στις 20 Αυγούστου του 2018. Εκείνη την ημέρα ο Γ.Δ. κλείνει στις 712 μονάδες.
10. Στις 2 Σεπτεμβρίου του 2019, τέσσερα χρόνια μετά την εφαρμογή τους, η κυβέρνηση ανακοινώνει την άρση των capital controls, γεγονός που βρίσκει το ελληνικό χρηματιστήριο στις 860 μονάδες.
11. Στις 24 Ιανουαρίου του 2020, ο Γ.Δ. φθάνει στις 948 μονάδες, με την πολιτική και οικονομική σταθερότητα να συμβάλλουν στην προσπάθεια ανάκαμψης από τις απώλειες των προηγούμενων ετών.
12. Το ξέσπασμα της πανδημίας του κορωνοϊού πέφτει σαν… κεραυνός στο Χρηματιστήριο Αθηνών, ανακόπτοντας την ανοδική κίνηση. Η ανακοίνωση του πρώτου lockdown, σε μια περίοδο έντονης αβεβαιότητας, προκαλεί μπαράζ ρευστοποιήσεων, με τον Γ.Δ. να κλείνει στις 484 μονάδες στις 16 Μαρτίου του 2020, επιστρέφοντας κοντά στα χαμηλή της οικονομικής κρίσης.
13. Στις 11 Φεβρουάριο του 2022, το Χρηματιστήριο μοιάζει έτοιμο να αφήσει… πίσω την περιπέτεια της πανδημίας, με αποτέλεσμα να επιστρέφει εκεί που βρισκόταν στις αρχές του 2020, καθώς ο Γ.Δ. τερματίζει στις 971 μονάδες.
14. Αυτή τη φορά έρχεται μια γεωπολιτική αναταραχή να αναβάλλει εκ νέου την επάνοδο της ελληνικής αγοράς. Η στρατιωτική εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία πυροδοτεί ακόμη ένα κύμα ρευστοποιήσεων, με την αγορά να υποχωρεί στις 789 μονάδες στις 8 Μαρτίου του 2022.
15. Στις 26 Ιανουαρίου του 2023, η Λεωφόρος Αθηνών καταφέρνει να πετύχει κάτι, το οποίο είχε να συμβεί από το 2014. Δηλαδή να επιστρέψει άνω των 1.000 μονάδων, με τον Γ.Δ. να τερματίζει στις 1.004 μονάδες. Το νερό μόλις είχε αρχίσει να κυλά στο αυλάκι.
16. Λίγους μήνες αργότερα, και συγκεκριμένα στις 25 Ιουλίου του 2023, η ελληνική αγορά, έχοντας εξασφαλίσει την πολιτική σταθερότητα, σκαρφαλώνει στις 1.345 μονάδες, οι οποίες αποτελούν την υψηλότερη «κορυφή» από το 2014.
17. Στις 20 Μαΐου του 2024 ο Γ.Δ. «καβαλά» το ορόσημο των 1.500 μονάδων, τερματίζοντας στις 1.502 μονάδες για πρώτη φορά από το 2011.
18. Τα «καύσιμα» της αγοράς μοιάζουν ανεξάντλητα, με τον Γ.Δ. να «πατά» στις 1.746 μονάδες στις 28 Μαρτίου του 2025, επιστρέφοντας εκεί που βρισκόταν το 2010, δηλαδή πριν 15 ολόκληρα χρόνια.
19. Η 7η Απριλίου του 2025 αποδεικνύεται το τελευταίο στραβοπάτημα στον δρόμο προς τις 2.000 μονάδες, με την αιφνίδια απόφαση των ΗΠΑ να επιβάλλουν εμπορικούς δασμούς σχεδόν σε όλο τον πλανήτη. Ο Γ.Δ. οπισθοχωρεί βιαίως στις 1.478 μονάδες.
20. Και φθάνουμε στη χθεσινή συνεδρίαση, στις 4 Αυγούστου του 2025, κατά την οποία η ελληνική αγορά καταφέρνει να κλείσει άνω των 2.000 μονάδων για πρώτη φορά από τις 15 Απριλίου του 2010, ολοκληρώνοντας μια 15ετή περιπέτεια, η οποία σίγουρα θα γραφτεί στα οικονομικά βιβλία του μέλλοντος.
Χρηματιστήριο: «Καυτός» ο Αύγουστος για τις εισηγμένες – Τι περιλαμβάνει το καλεντάρι
Τα «καύσιμα» για τα υψηλά 15ετίας
Ειδική μνεία, φυσικά, θα πρέπει να γίνει και στα «καύσιμα», τα οποία επέτρεψαν στον Γ.Δ. να σκαρφαλώσει ξανά στις 2.000 μονάδες, προσφέροντας γενναιόδωρες αποδόσεις σε όσους μετόχους επέλεξαν να συμμετάσχουν στο ράλι ανάκαμψης της τελευταίας 4ετίας-5ετίας.
Η πολιτική σταθερότητα, η οποία την περίοδο της βαθιάς κρίσης, αποτελούσε «ανοιχτή πληγή», συνιστά έναν από τους βασικούς λόγους για την ανάκαμψη της ελληνικής αγοράς, σε συνδυασμό φυσικά με τη σταθερή ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, η οποία πλέον βλέπει τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ να υπερβαίνει τον αντίστοιχο μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης.
Από εκεί και πέρα, δεν πρέπει να ξεχνάμε την ομαλοποίηση και τη σταθεροποίηση του τραπεζικού κλάδου, ο οποίος έχει διαχρονικά «πρωταγωνιστικό» ρόλο στην πορεία του Χ.Α.
Δίπλα στις τράπεζες οφείλουμε να προσθέσουμε και τις υπόλοιπες εισηγμένες, οι οποίες αν και αριθμητικά είναι αισθητά λιγότερες σε σχέση με το 2010, ποιοτικά υπερτερούν. Μ’ αυτό τον τρόπο έχει διαμορφωθεί ένα περιβάλλον, μέσα στο οποίο οι μετοχές του Χρηματιστηρίου χαρακτηρίζονται από ανθεκτική κερδοφορία, σταθερά υψηλές μερισματικές διανομές αλλά και ελκυστικές αποτιμήσεις, οι οποίες καθιστούν ευνοϊκή τη σύγκριση με τις υπόλοιπες αγορές της Ευρώπης ή τη Wall Street.
Την ίδια στιγμή, οι διαδοχικές αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας, η οποία έχει βγάλει τη θηλιά του «junk» και έχει επιστρέψει στο investment grade, όπως και η προοπτική επαναφοράς του Χ.Α. στην κατηγορία των Αναπτυγμένων Αγορών, καθιστούν τη Λεωφόρο Αθηνών ολοένα και πιο ορατή στους ξένους επενδυτές, οι οποίοι κάνουν… ουρά για να αποκτήσουν τα ελληνικά assets. Δεν είναι τυχαίο ότι με βάση τα στοιχεία του Ιουλίου, το 68,81% της αξίας των μετοχών του Χ.Α. ανήκει σε χέρια αλλοδαπών, με το αντίστοιχο ποσοστό να ανεβαίνει στο 74,11%, αν εξετάσουμε αποκλειστικά τις μετοχές του FTSE Large Cap.
Όλα τα παραπάνω γίνονται «ορατά» όχι μόνο στην επιστροφή του Γ.Δ. στο ορόσημο των 2.000 μονάδων, αλλά και στα ποιοτικά στοιχεία του Χ.Α. Η συνολική αξία των εισηγμένων ξεπερνά πλέον τα 140 δισ. ευρώ, ένα ποσό που θεωρείται το υψηλότερο από το 2008. Συγχρόνως, ο μέσος ημερήσιος τζίρος, έπειτα από αρκετά χρόνια ισχνότητας, έχει ανακάμψει αισθητά, φθάνοντας το ψυχολογικό όριο των 200 εκατ. ευρώ για πρώτη φορά από το 2009.
Τέλος, ας έχουμε υπόψη ότι η αντιστοιχία κεφαλαιοποίησης/ΑΕΠ, η οποία αντανακλά την αναλογία μεταξύ της αξίας της ελληνικής οικονομίας, όπως αυτή συμπυκνώνεται στην έννοια του ΑΕΠ, και της αξίας του Χ.Α., κυμαίνεται στην περιοχή του 58,3%, έχοντας γεφυρώσει σε μεγάλο βαθμό το «κενό» με τις ευρωπαϊκές αγορές, οι οποίες «παίζουν» πέριξ του 70%.
Μιλάνο, Όσλο, Δουβλίνο: Πόσο έχουν αλλάξει μετά την εξαγορά από τη Euronext
(Τα παραπάνω αποτελούν προϊόν δημοσιογραφικής έρευνας και δεν συνιστούν προτροπή για αγορά, πώληση ή διακράτηση οποιασδήποτε μετοχής)