Για πρώτη φορά από το 1991 η Ιαπωνία χάνει τον τίτλο της μεγαλύτερης πιστώτριας χώρα του πλανήτη. Το εντυπωσιακό ίσως στοιχείο είναι πως τα ηνία δεν τα πήρε η Κίνα, παρά την τεράστια έκθεσή της σε αμερικανικό κρατικό χρέος.
Το Τόκιο λοιπόν παραδίδει τον τίτλο…στη Γερμανία – η οποία είχε να βρεθεί στη θέση αυτή 34 χρόνια.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε την Τρίτη το ιαπωνικό υπουργείο Οικονομικών, οι καθαρές εξωτερικές απαιτήσεις της Ιαπωνίας έφτασαν τα 533,05 τρισεκατομμύρια γιεν (περίπου 3,7 τρισ. δολάρια) στο τέλος του 2024, καταγράφοντας αύξηση σχεδόν 13% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Αν και πρόκειται για ιστορικό υψηλό, η Γερμανία πέρασε μπροστά με καθαρές εξωτερικές απαιτήσεις 569,7 τρισ. γιεν, ενώ η Κίνα διατηρήθηκε στην τρίτη θέση με 516,3 τρισ. γιεν. Η Ιαπωνία κρατούσε τα πρωτεία από το 1991, όταν είχε ξεπεράσει για πρώτη φορά τη Γερμανία.
Η άνοδος της Γερμανίας στην κορυφή των πιστωτριών χωρών αντανακλά το τεράστιο πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών της, το οποίο έφτασε τα 248,7 δισ. ευρώ το 2024, κυρίως λόγω ισχυρών επιδόσεων στις εξαγωγές.
Η Ιαπωνία, σύμφωνα με το υπουργείο, είχε πλεόνασμα 29,4 τρισ. γιεν (περίπου 180 δισ. ευρώ). Η συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ-γιεν ενισχύθηκε περίπου 5% πέρυσι, κάτι που διόγκωσε περαιτέρω τη διαφορά υπέρ της Γερμανίας σε όρους γιεν.
Το προφίλ των μεγαλύτερων πιστωτών αλλάζει
Σύμφωνα με ρεπορτάζ του Bloomberg η Ιαπωνία κέρδισε τον τίτλο του μεγαλύτερου καθαρού πιστωτή παγκοσμίως χάρη στα διαχρονικά της πλεονάσματα, που επέτρεψαν σε επενδυτές και επιχειρήσεις να τοποθετήσουν μαζικά κεφάλαια στο εξωτερικό. Η απώλεια της πρωτοκαθεδρίας δείχνει ότι, παρότι τα ιαπωνικά εξωτερικά περιουσιακά στοιχεία αυξάνονται, η πραγματική επενδυτική δυναμική έχει μετατοπιστεί προς χώρες όπως η Γερμανία και η Κίνα.
Τα καθαρά εξωτερικά περιουσιακά στοιχεία μιας χώρας ορίζονται ως η διαφορά μεταξύ των απαιτήσεων που διατηρεί στο εξωτερικό και των απαιτήσεων ξένων επενδυτών επί εσωτερικών στοιχείων ενεργητικού, προσαρμοσμένα στις μεταβολές νομισματικών ισοτιμιών. Η μέτρηση αυτή αντανακλά ουσιαστικά το συσσωρευτικό αποτέλεσμα της πορείας του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Ο υπουργός Οικονομικών της Ιαπωνίας, Κατσουνομπού Κάτο, εμφανίστηκε πάντως καθησυχαστικός: «Δεδομένου ότι οι καθαρές εξωτερικές απαιτήσεις της Ιαπωνίας συνεχίζουν να αυξάνονται σταθερά, η κατάταξη από μόνη της δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως ένδειξη ουσιαστικής μεταβολής της θέσης μας», δήλωσε σε δημοσιογράφους.
Η υποτίμηση του γιεν συνέβαλε στην αύξηση τόσο των εξωτερικών στοιχείων ενεργητικού όσο και των υποχρεώσεων της Ιαπωνίας, με τα πρώτα να αυξάνονται με ταχύτερο ρυθμό λόγω ενίσχυσης των επενδύσεων στο εξωτερικό.
Η νέα εικόνα των ιαπωνικών επενδύσεων
Τα στοιχεία αντανακλούν και τις γενικότερες τάσεις στις άμεσες ξένες επενδύσεις. Το 2024, οι ιαπωνικές επιχειρήσεις διατήρησαν ισχυρό επενδυτικό ενδιαφέρον για τις αγορές των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου, σύμφωνα με το υπουργείο. Κλάδοι όπως η χρηματοοικονομική, η ασφάλιση και το λιανεμπόριο προσέλκυσαν σημαντικά κεφάλαια από Ιάπωνες επενδυτές.
Όπως σημειώνει το Bloomberg η ενίσχυση των τοποθετήσεων σε άμεσες επενδύσεις –σε αντίθεση με τα ξένα ομόλογα και χρεόγραφα– σημαίνει ότι η Ιαπωνία έχει λιγότερη ευελιξία στην επαναπατριζόμενη ρευστότητα. Οι εγχώριοι επενδυτές μπορούν εύκολα να πουλήσουν ξένα ομόλογα αν ενσκήψουν κίνδυνοι, αλλά δεν πρόκειται να αποεπενδύσουν τόσο εύκολα από εταιρείες που έχουν εξαγοράσει στο εξωτερικό.
Οι επόμενες κινήσεις – και ο παράγοντας Τραμπ
Το επενδυτικό αποτύπωμα της Ιαπωνίας τα επόμενα χρόνια θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το αν οι επιχειρήσεις της θα συνεχίσουν να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους στο εξωτερικό, κυρίως στις ΗΠΑ. Με την κυβέρνηση Τραμπ να εφαρμόζει πολιτικές δασμών, αρκετές ιαπωνικές εταιρείες ενδέχεται να ενθαρρυνθούν να μεταφέρουν παραγωγικές μονάδες ή να μεταβιβάσουν περιουσιακά στοιχεία στις ΗΠΑ, ώστε να περιορίσουν τους εμπορικούς κινδύνους.
Από την άλλη πλευρά, η αυξημένη αβεβαιότητα ίσως ωθήσει κάποιες επιχειρήσεις να επαναπατρίσουν δραστηριότητες ή να αποφύγουν νέες επενδύσεις σε αγορές υψηλού ρίσκου.