Skip to main content

Στο όριο των…«σκουπιδιών»; Η αγορά δείχνει αυτό που οι οίκοι διστάζουν να πουν για το χρέος των ΗΠΑ

Το δολάριο δοκιμάζεται, το κόστος δανεισμού εκτινάσσεται - Η Αμερική πληρώνει το τίμημα της αδράνειας

Η υποβάθμιση του αμερικανικού κρατικού αξιόχρεου από τη Moody’s την περασμένη Παρασκευή μπορεί να μην προκάλεσε πανικό στις αγορές, αλλά φέρνει στο φως ένα βαθύ και πιο δυσεπίλυτο πρόβλημα: τη διαρκή επιδείνωση των δημοσιονομικών μεγεθών των ΗΠΑ, σε μια εποχή όπου οι επενδυτές αρχίζουν να αμφισβητούν ακόμη και το αδιαμφισβήτητο.

Η Moody’s υποβάθμισε κατά μία βαθμίδα το κρατικό αξιόχρεο των ΗΠΑ, από ΑΑΑ σε Αa1 – η τελευταία από τις τρεις μεγάλες εταιρείες αξιολόγησης που το τολμά, μετά τη S&P το 2011 και τη Fitch το 2023.

Η κίνηση αυτή ήταν προαναγγελθείσα ήδη από τον Νοέμβριο του 2023, ωστόσο έρχεται σε μια εξαιρετικά ευαίσθητη στιγμή: το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ ξεπερνά τα 36 τρισ. δολάρια, ενώ τα ετήσια ελλείμματα προβλέπεται να κυμανθούν μεταξύ 6% και 7% του ΑΕΠ για τα επόμενα δύο χρόνια, προσθέτοντας επιπλέον 3–5 τρισ. δολάρια στο συνολικό φορτίο.

Ο υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ προσπάθησε να υποβαθμίσει τη σημασία της απόφασης λέγοντας πως είναι «καθυστερημένη», όμως τα μηνύματα από την αγορά δείχνουν ότι το αμερικανικό δημοσιονομικό πρόβλημα δύσκολα πλέον αγνοείται.

Σύμφωνα με το Reuters το μοντέλο της S&P Global που ενσωματώνει τα ασφάλιστρα κινδύνου (CDS) τοποθετεί την πραγματική πιστοληπτική θέση των ΗΠΑ, έξι βαθμίδες χαμηλότερα, στο όριο του BBB+, δηλαδή μόλις 3 σκαλοπάτια πάνω από την κατηγορία «junk».

Οι αγορές αντιδρούν με νεύρα

Η αντίδραση των αγορών ήταν άμεση. Η απόδοση του 30ετούς αμερικανικού ομολόγου σκαρφάλωσε πάνω από το 5% – το υψηλότερο επίπεδο από το 2023. Ο δείκτης δολαρίου (DXY) και ο S&P 500 ανέκαμψαν από τις αρχικές απώλειες, αλλά η πίεση παραμένει. Όπως έγραψε ο Dave Sekera της Morningstar DBRS, «οι κινήσεις των τιμών έμοιαζαν περισσότερο με την αγορά να ψάχνει αφορμή, παρά με πραγματική αντίδραση στην υποβάθμιση».

Ωστόσο, τα θεμέλια τρίζουν. Η Deutsche Bank σημειώνει πως η παραδοσιακή σχέση μεταξύ δολαρίου και των αποδόσεων των ομολόγων έχει διαταραχθεί. Πλέον κινούνται παράλληλα – όχι αντίρροπα, όπως συνέβαινε επί δεκαετίες. Οι επενδυτές δεν βλέπουν πλέον την άνοδο αποδόσεων ως ψήφο εμπιστοσύνης στο δολάριο, αλλά ως σημάδι αυξανόμενου ρίσκου.

Ο George Saravelos της Deutsche Bank υπογραμμίζει ότι «ο συνδυασμός της μειωμένης όρεξης για αγορά αμερικανικών τίτλων και η δυσκαμψία του δημοσιονομικού πλαισίου που παράγει ελλείμματα ρεκόρ, γεννά νευρικότητα στις αγορές». Αν δεν υπάρξει μεταρρύθμιση στον τρέχοντα νόμο που εξετάζει το Κογκρέσο, ενδέχεται να χαθεί η τελευταία ευκαιρία της κυβέρνησης να περιορίσει το χρέος πριν τις ενδιάμεσες εκλογές του 2026.

Το ρολόι χτυπά για το ανώτατο όριο χρέους

Το φάντασμα του debt ceiling επανέρχεται. Οι ΗΠΑ έπιασαν το νομικά καθορισμένο όριο δανεισμού ήδη από τον Ιανουάριο και χρηματοδοτούν τις υποχρεώσεις τους με «έκτακτα μέτρα». Εάν δεν υπάρξει συμφωνία έως τον Αύγουστο, οι ΗΠΑ κινδυνεύουν με τεχνική χρεοκοπία. Και αυτό το ενδεχόμενο έχει ήδη αποτυπωθεί στις αγορές.

Τα στοιχεία δείχνουν επίσης στροφή στο ποιοι κατέχουν αμερικανικά ομόλογα. Τα hedge funds με έδρα το Λονδίνο ξεπέρασαν πλέον την Κίνα στη δεύτερη θέση ξένων κατόχων. Οι κεντρικές τράπεζες υποχωρούν, οι βραχυπρόθεσμοι παίκτες ενισχύονται – και αυτό κάνει τη χρηματοδότηση των ΗΠΑ πιο ασταθή.

Η Αμερική πληρώνει ήδη το τίμημα

Το αμερικανικό Δημόσιο πλήρωσε 881 δισ. δολάρια σε τόκους το προηγούμενο έτος – ποσό τριπλάσιο σε σχέση με το 2017 και μεγαλύτερο από τις δαπάνες για την άμυνα. Οι ΗΠΑ δανείζονται σε νόμισμα που ελέγχουν και αυτό καθιστά το ενδεχόμενο χρεοκοπίας πρακτικά ανύπαρκτο. Όμως, το κόστος δανεισμού έχει αυξηθεί δραματικά.

Η Moody’s, στην απόφασή της, ήταν ξεκάθαρη: «Δεν πιστεύουμε ότι οι τρέχουσες προτάσεις μπορούν να οδηγήσουν σε ουσιαστική μείωση του χρέους. Αναμένουμε επιδείνωση της δημοσιονομικής εικόνας τόσο σε σύγκριση με το παρελθόν όσο και με άλλες χώρες με υψηλή αξιολόγηση»/

Με το χρέος των ΗΠΑ να διογκώνεται επικίνδυνα, το δημοσιονομικό έλλειμμα να ξεφεύγει, και την εμπιστοσύνη στο δολάριο να αμφισβητείται, η υποβάθμιση μπορεί να μην σόκαρε – αλλά δεν θα ξεχαστεί.